Η σταδιακή μεταβολή του διεθνούς συστήματος προς την αποδοχή ότι η στρατιωτική βία μπορεί να παράγει αναγνωρισμένα πολιτικά αποτελέσματα συνιστά ένα από τα πλέον κρίσιμα και ανησυχητικά φαινόμενα της σύγχρονης γεωπολιτικής πραγματικότητας. Η εξέλιξη αυτή ανατρέπει την αρχή που λειτούργησε ως θεμέλιο της ευρωπαϊκής και ευρύτερης διεθνούς σταθερότητας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σύμφωνα με την οποία τα σύνορα θεωρούνταν απαραβίαστα και η μεταβολή τους μέσω εξαναγκασμού ήταν ασύμβατη με τη διεθνή τάξη. Η σύγκρουση στην Ουκρανία και η πιθανότητα έμμεσης αναγνώρισης εδαφικών τετελεσμένων υποδηλώνουν ότι το διεθνές περιβάλλον εισέρχεται σε μια νέα εποχή όπου ο αναθεωρητισμός όχι μόνο επανέρχεται ως πρακτική, αλλά αποκτά και μορφή έμμεσης θεσμικής ανοχής.

Η μεταβολή αυτή δεν αφορά μόνο τη συγκεκριμένη σύγκρουση. Αποτελεί ένδειξη ευρύτερης μετάβασης σε ένα σύστημα όπου η ισχύς προηγείται του δικαίου, όπου η στρατιωτική επιβολή μπορεί να υπερκεράσει τις αρχές της κυριαρχίας και όπου η νομιμοποίηση των αποτελεσμάτων αποσυνδέεται από τη νομιμότητα των μέσων που τα παρήγαγαν. Το γεγονός ότι το διεθνές σύστημα φαίνεται πρόθυμο να αποδεχθεί αλλαγές συνόρων, ακόμη και αν αυτές προέκυψαν μέσω χρήσης βίας, ενισχύει την αντίληψη ότι οι κανόνες είναι διαπραγματεύσιμοι και ότι η σταθερότητα δεν αποτελεί πλέον συλλογικό αγαθό, αλλά παράγωγο ισχύος.

Για την Ελλάδα, οι συνέπειες αυτής της εξέλιξης είναι άμεσες, πολυεπίπεδες και βαθιά στρατηγικές. Η χώρα βρίσκεται σε περιοχή όπου η έννοια της κυριαρχίας, οι θαλάσσιες ζώνες, ο εναέριος χώρος και η νησιωτική υπόσταση αποτελούν αντικείμενα αμφισβήτησης και αναθεωρητικών αφηγήσεων. Η Κύπρος συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπου υφίσταται καθεστώς κατοχής το οποίο παραμένει ιστορικά μη αναγνωρισμένο, αλλά ταυτόχρονα ανεκτό από το διεθνές σύστημα. Σε ένα περιβάλλον όπου η διεθνής κοινότητα αποδέχεται τετελεσμένα σε άλλη περίπτωση, ο κίνδυνος συγκριτικής νομιμοποίησης καθίσταται εμφανής.

Η Ελλάδα έχει οικοδομήσει τη στρατηγική της ασφάλειας πάνω σε τέσσερις άξονες: την ακεραιότητα των συνόρων, την απόρριψη της αναθεώρησης μέσω βίας, την προσήλωση στο διεθνές δίκαιο ως προστατευτικό πλαίσιο και την ενίσχυση αποτρεπτικών ικανοτήτων ως μηχανισμό σταθερότητας. Εάν το διεθνές σύστημα μετακινηθεί προς την αναγνώριση αποτελεσμάτων που παρήχθησαν μέσω στρατιωτικής ισχύος, αυτοί οι άξονες υφίστανται δομική πίεση. Το στρατηγικό περιβάλλον τότε μετατρέπεται σε ένα πεδίο όπου η νομιμότητα δεν αρκεί και η ισχύς καθίσταται καθοριστικό συμπλήρωμα.

Παράλληλα, η Ελλάδα βρίσκεται σε θέση όπου η πολιτική της στάση δεν μπορεί να μεταβάλει τις διεθνείς εξελίξεις στο ουκρανικό ζήτημα. Η χώρα δεν διαθέτει τη δυνατότητα να επηρεάσει την τελική μορφή της συμφωνίας ούτε τα περιθώρια να συγκρουστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες, με τις οποίες έχει αναπτύξει ισχυρή και αναβαθμισμένη στρατηγική σχέση. Η ασυμμετρία αυτή παράγει μια λεπτή ισορροπία μεταξύ αρχής και αναγκαιότητας, κατά την οποία η Ελλάδα υποστηρίζει τη θέση της ακεραιότητας των συνόρων, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζει ότι δεν διαθέτει το μέγεθος ή τον ρόλο που θα της επέτρεπαν να επιβάλει αυτήν τη θέση στο διεθνές επίπεδο.

Η νέα διεθνής συνθήκη επιβάλλει αναστοχασμό στρατηγικής, χωρίς ρητορική κλιμάκωση, χωρίς εγκατάλειψη θεμελιωδών αρχών, αλλά με ενίσχυση των πραγματικών παραμέτρων ισχύος. Η αποτροπή πρέπει να ενισχυθεί, η διπλωματική παρουσία να αναβαθμιστεί, οι πολυμερείς και διμερείς συμμαχίες να εμβαθύνουν και η γεωπολιτική συνειδητοποίηση να διευρυνθεί. Η Κύπρος αποκτά ιδιαίτερη σημασία, διότι αποτελεί την πλέον ευάλωτη πτυχή του ελληνικού στρατηγικού χώρου σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου η αναγνώριση τετελεσμένων δεν μπορεί να θεωρείται αδιανόητη.

Η νέα πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από αυξημένη αβεβαιότητα, επαναφορά της ισχύος ως θεμελιώδους παράγοντα διεθνούς συμπεριφοράς, αποδυνάμωση της αποτελεσματικότητας του διεθνούς δικαίου και ανάγκη επαναπροσδιορισμού της θέσης μικρομεσαίων κρατών στο διεθνές σύστημα. Η Ελλάδα εισέρχεται σε μια ιστορική φάση όπου η διατήρηση εθνικής κυριαρχίας και στρατηγικής σταθερότητας δεν θα εξαρτηθεί μόνο από νομικά επιχειρήματα, αλλά από την ικανότητα ενίσχυσης του κράτους, της αποτροπής, της συμμαχικής υποστήριξης και της εθνικής συνοχής.

Στο περιβάλλον αυτό, η στρατηγική σοβαρότητα, η θεσμική συνέχεια, η ψυχρή ανάλυση και η μακροπρόθεσμη προνοητικότητα δεν αποτελούν επιλογές, αλλά προϋποθέσεις επιβίωσης. Το ερώτημα δεν είναι εάν ο αναθεωρητισμός θα συνεχίσει να υπάρχει, αλλά εάν θα καταστεί κανονιστικά αποδεκτός. Και για την Ελλάδα, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι θεωρητική, αλλά απολύτως υπαρξιακή.