Η προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ σηματοδότησε μια ιστορική ανατροπή στις σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και γενικότερα με το διεθνές θεσμικό σύστημα. Για δεκαετίες, οι ΗΠΑ είχαν θέσει τον ΟΗΕ στο επίκεντρο της εξωτερικής τους πολιτικής, αντιμετωπίζοντάς τον ως βασικό εργαλείο για τη διατήρηση της διεθνούς τάξης, την προώθηση της συλλογικής ασφάλειας και την ενίσχυση της αμερικανικής ηγεμονίας μέσω θεσμικής νομιμοποίησης. Η θητεία Τραμπ εισήγαγε μια ριζική επαναξιολόγηση του ρόλου των διεθνών οργανισμών, συνδυάζοντας στοιχεία αποχώρησης, αμφισβήτησης και στρατηγικής επαναδιαπραγμάτευσης, αλλάζοντας ουσιαστικά τη δυναμική της παγκόσμιας διακυβέρνησης.
Η πολιτική Τραμπ απέναντι στον ΟΗΕ χαρακτηρίζεται από τρεις βασικές στρατηγικές γραμμές. Πρώτον, την αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας των θεσμών, με συνεχείς επικρίσεις για υποτιθέμενη γραφειοκρατία και σπατάλη πόρων, καθώς και για την αδυναμία παραγωγής άμεσων αποτελεσμάτων για τα αμερικανικά συμφέροντα. Δεύτερον, την μονομερή αποχώρηση ή αναστολή συμμετοχής σε διεθνείς συμφωνίες, όπως η UNESCO, η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα και συγκεκριμένες πτυχές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Τρίτον, την επαναδιαπραγμάτευση και αναδιαμόρφωση όρων συμμετοχής, όπου η παρουσία των ΗΠΑ στους διεθνείς θεσμούς συνδέεται πλέον με στρατηγικά και οικονομικά οφέλη, και όχι με την παραδοσιακή δέσμευση στη συλλογική ασφάλεια ή τη διεθνή σταθερότητα.
Η εφαρμογή αυτής της στρατηγικής έχει πολυδιάστατες συνέπειες. Σε θεσμικό επίπεδο, η αμφισβήτηση και η αποχώρηση αποδυναμώνουν την εξουσία και τη νομιμοποίηση των διεθνών οργανισμών, δημιουργώντας «κενά ηγεμονίας» που άλλες δυνάμεις, όπως η Κίνα και η Ρωσία, προσπαθούν να εκμεταλλευτούν για να αυξήσουν τη δική τους επιρροή σε κρίσιμες γεωπολιτικές περιοχές. Παράλληλα, η αναδιάταξη αυτή ενισχύει την αυτονομία περιφερειακών δυνάμεων, περιορίζοντας την ικανότητα των ΗΠΑ να λειτουργούν ως απόλυτος ρυθμιστής των διεθνών εξελίξεων.
Η ακαδημαϊκή ανάλυση δείχνει ότι η πολιτική Τραμπ δεν αποτελεί απλώς αποδυνάμωση των θεσμών, αλλά μια στρατηγική επαναδιαπραγμάτευση της διεθνούς νομιμοποίησης. Η συμμετοχή στα πολυμερή όργανα συνδέεται πλέον με την παραγωγή απτών αποτελεσμάτων για την Αμερική, ανατρέποντας τη φιλελεύθερη θεώρηση του διεθνούς συστήματος, όπου οι οργανισμοί θεωρούνταν ουδέτερα όργανα συλλογικής διακυβέρνησης. Οι ΗΠΑ επανακαθορίζουν τα κριτήρια νομιμοποίησης, τοποθετώντας την ισχύ και τα συμφέροντά τους πάνω από τις διαδικασίες.
Η γεωπολιτική διάσταση αυτής της στρατηγικής είναι επίσης καθοριστική. Η αποδυνάμωση του ΟΗΕ δημιούργησε ευκαιρίες για αναδυόμενες δυνάμεις να ενισχύσουν την επιρροή τους. Η Κίνα, για παράδειγμα, αξιοποίησε την αμερικανική αποστασιοποίηση για να προωθήσει την ατζέντα της σε διεθνείς οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και η Αφρικανική Ένωση, ενώ η Ρωσία επεκτάθηκε σε στρατηγικά κρίσιμες περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Ευρώπης.
Ιστορικά, η πολιτική Τραμπ θυμίζει άλλες φάσεις στροφής στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, όπως η απομονωτική πολιτική της δεκαετίας του 1930 ή η στρατηγική containment του Ψυχρού Πολέμου. Η διαφορά της περιόδου Τραμπ είναι η προσωποκεντρική και ευέλικτη προσέγγιση, όπου η αξιοπιστία των ΗΠΑ εξαρτάται από την ικανότητά τους να εξασφαλίζουν άμεσα στρατηγικά οφέλη.
Η επιστημονική αξία της περιόδου αυτής είναι διττή. Πρώτον, παρέχει ένα πεδίο ανάλυσης των σχέσεων ισχύος και θεσμών σε ένα πολυπολικό περιβάλλον όπου οι παραδοσιακές θεωρίες συνεργασίας δοκιμάζονται. Δεύτερον, εγείρει ερωτήματα για το μέλλον της παγκόσμιας τάξης: μπορεί ένα κράτος να διατηρήσει την επιρροή του περιορίζοντας τη συμμετοχή του στους θεσμούς; Και πώς μπορούν οι διεθνείς οργανισμοί να προσαρμοστούν ώστε να παραμείνουν αποτελεσματικοί όταν οι μεγάλες δυνάμεις ακολουθούν στρατηγικές αποδυνάμωσης ή συναλλακτικής συμμετοχής;
Συμπερασματικά, η πολιτική Τραμπ απέναντι στον ΟΗΕ και το διεθνές θεσμικό σύστημα αναδεικνύει μια βαθιά μεταβολή στις αρχές διεθνούς νομιμοποίησης και συμμετοχής. Ενισχύει τη βραχυπρόθεσμη ισχύ των ΗΠΑ, αλλά δημιουργεί δομικά κενά στη διεθνή τάξη, προσφέροντας ταυτόχρονα νέες δυνατότητες και προκλήσεις για ανταγωνιστικές δυνάμεις, περιφερειακούς δρώντες και διεθνείς οργανισμούς. Η ανάλυση αυτής της περιόδου είναι κρίσιμη για την κατανόηση των εξελίξεων στη διεθνή πολιτική και της δυναμικής που θα καθορίσει το μέλλον της παγκόσμιας τάξης.
Πρόσφατα σχόλια