Η Jamahiriya, το πολιτικό σύστημα που εγκαθίδρυσε ο Μουαμάρ Καντάφι στη Λιβύη το 1977, αποτελεί ένα παράδοξο πολιτικής θεωρίας και πρακτικής. Παρουσιασμένη ως μια μορφή άμεσης δημοκρατίας, απελευθερωμένη από τις «ξένες» επιρροές του δυτικού κοινοβουλευτισμού και των κομματικών μηχανισμών, η Jamahiriya επιχειρούσε να θεμελιώσει ένα μοντέλο «λαϊκής εξουσίας» μέσα από τις λεγόμενες Βασικές Λαϊκές Συνελεύσεις και το Γενικό Λαϊκό Κογκρέσο. Ωστόσο, η φαινομενική συμμετοχικότητα αποκρύπτει μια βαθιά αυταρχική και συγκεντρωτική εξουσία, απογυμνωμένη από θεσμικές δικλείδες ελέγχου και λογοδοσίας.

Στο ιδεολογικό επίπεδο, το Πράσινο Βιβλίο του Καντάφι αποτέλεσε το ιδρυτικό κείμενο του νέου καθεστώτος. Στο έργο αυτό, ο Καντάφι απορρίπτει τόσο τη δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία όσο και τον σοσιαλιστικό κρατικό αυταρχισμό, προτείνοντας μια υποτιθέμενη «Τρίτη Καθολική Θεωρία», στην οποία ο λαός κυβερνά απευθείας, χωρίς αντιπροσώπους. Ωστόσο, αυτή η θεώρηση είναι θεσμικά αστήρικτη και πρακτικά ανεφάρμοστη. Η απουσία διακριτών εξουσιών, ανεξάρτητων θεσμών, και δημοκρατικών ελέγχων κατέστησε τη συμμετοχή μια ψευδαίσθηση. Οι αποφάσεις δεν προέκυπταν από τη βάση, αλλά διαχέονταν ιεραρχικά από τα κέντρα εξουσίας προς τις λαϊκές συνελεύσεις, οι οποίες εν τέλει λειτουργούσαν ως μηχανισμοί επικύρωσης.

Καθοριστικός ήταν ο ρόλος των Επαναστατικών Επιτροπών, ενός άτυπου και παρακρατικού μηχανισμού που εξασφάλιζε την ιδεολογική καθοδήγηση, την πειθαρχία και τη σιωπηλή συναίνεση. Οι επιτροπές αυτές δρούσαν ανεξέλεγκτα, ασκώντας επιτήρηση σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, δημοσίους υπαλλήλους και ιδιώτες. Οι πρακτικές τους περιλάμβαναν από λογοκρισία έως βασανιστήρια, με απώτερο στόχο την εσωτερίκευση της υπακοής και την αποτροπή κάθε μορφής διαφωνίας. Έτσι, η Jamahiriya δεν καλλιέργησε ενεργούς πολίτες αλλά παθητικούς υπηκόους, πειθαρχημένους στην ιδεολογία του ηγέτη.

Η οικονομία του καθεστώτος οικοδομήθηκε επάνω στον απόλυτο πετρελαϊκό κρατισμό. Το κράτος είχε τον πλήρη έλεγχο των εσόδων από τις εξαγωγές πετρελαίου, τα οποία διοχετεύονταν σε κοινωνικές παροχές και επιδοματικές πολιτικές. Αυτή η στρατηγική ενίσχυσε τον πελατειακό χαρακτήρα της εξουσίας και παγίωσε την οικονομική εξάρτηση των πολιτών από το κράτος. Αν και για ένα διάστημα οι κοινωνικές ανισότητες μειώθηκαν, η έλλειψη ιδιωτικής πρωτοβουλίας, η αδιαφάνεια στη διαχείριση των πόρων και η διαφθορά οδήγησαν σταδιακά σε παραγωγική στασιμότητα. Η νεολαία, παρά τις κρατικές παροχές, ανέπτυξε αυξανόμενη δυσαρέσκεια, καθώς στερούνταν ευκαιριών συμμετοχής σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία και κοινωνία.

Παράλληλα, η Jamahiriya επιδίωξε να εδραιώσει μια πολιτισμική ηγεμονία μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος και της προπαγάνδας. Το περιεχόμενο της παιδείας αναδιαμορφώθηκε ώστε να προωθεί τη σκέψη του Καντάφι, αποδυναμώνοντας την κριτική σκέψη και ενισχύοντας τον εθνικισμό και την ιδεολογική πειθαρχία. Οι τέχνες, τα μέσα ενημέρωσης και ο δημόσιος λόγος αποτέλεσαν αντικείμενα στενής παρακολούθησης και ελέγχου. Σταδιακά, η κοινωνία διαμορφώθηκε με τρόπο που η πολιτική συμμόρφωση να εκλαμβάνεται όχι ως περιορισμός, αλλά ως κανονικότητα.

Σε διεθνές επίπεδο, το καθεστώς επιχείρησε να ηγηθεί του παναραβικού και παναφρικανικού κινήματος, συχνά μέσω ρητορικής αντιπαράθεσης με τη Δύση και υποστήριξης ένοπλων κινημάτων σε τρίτες χώρες. Αυτές οι πολιτικές, αν και ενίσχυσαν το προφίλ του Καντάφι ως αντισυστημικού ηγέτη, οδήγησαν σε μακροχρόνια απομόνωση της Λιβύης, διεθνείς κυρώσεις και επιδείνωση της οικονομίας. Το καθεστώς κατηγορήθηκε επανειλημμένα για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: αυθαίρετες φυλακίσεις, βασανιστήρια, απαγωγές και εξωδικαστικές εκτελέσεις καταγγέλθηκαν από διεθνείς οργανισμούς, επιβεβαιώνοντας τον κατασταλτικό του χαρακτήρα.

Η πτώση του καθεστώτος το 2011, μέσα από τον γενικότερο αραβικό ξεσηκωμό, άφησε πίσω της ένα θεσμικό κενό. Η απουσία πολιτικής κουλτούρας διαλόγου, οι μη αναπτυγμένοι θεσμοί και η αποσάθρωση της κοινωνίας των πολιτών δεν επέτρεψαν μια ειρηνική και δημοκρατική μετάβαση. Η Λιβύη κατέληξε σε πολυδιάσπαση, με φατρίες, ένοπλες ομάδες και εξωτερικές δυνάμεις να διεκδικούν τον έλεγχο. Η αστάθεια αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αρχιτεκτονική του καθεστώτος Jamahiriya, το οποίο φρόντισε να αφανίσει κάθε ανεξάρτητη πολιτική, κοινωνική ή θεσμική δομή.

Παρά τις καταστροφικές συνέπειες, ένα μέρος του πληθυσμού εκφράζει νοσταλγία για την «σταθερότητα» και την «ασφάλεια» της περιόδου του Καντάφι. Αυτή η ανάμνηση δεν βασίζεται σε θετική αποτίμηση του καθεστώτος, αλλά σε σύγκριση με το χάος που ακολούθησε. Εντούτοις, μια τέτοια νοσταλγία ενέχει τον κίνδυνο της επαναφοράς αυταρχικών πρακτικών, στο όνομα της αποκατάστασης της «τάξης».

Η Jamahiriya αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτυχίας ενός ιδεολογικού πειράματος που αποκόπηκε από θεμελιώδεις αρχές πολιτικής οργάνωσης: τη διάκριση των εξουσιών, τη θεσμική λογοδοσία, την ελευθερία έκφρασης, τον πλουραλισμό και την κοινωνική συμμετοχή. Αντί να ενδυναμώσει τον πολίτη, τον μετέτρεψε σε υποκείμενο του φόβου και της αυθαιρεσίας. Η πολιτική εμπειρία της Λιβύης υπενθυμίζει πως καμία μορφή «λαϊκής εξουσίας» δεν είναι αθώα αν στερείται θεσμικών αντίβαρων, πολιτικής ελευθερίας και κοινωνικής αυτονομίας. Η Jamahiriya δεν υπήρξε η πραγμάτωση ενός ριζοσπαστικού μοντέλου συμμετοχής, αλλά η καρικατούρα της: ένα καθεστώς που οικειοποιήθηκε τη γλώσσα της δημοκρατίας για να καλύψει την ουσία της απολυταρχίας.

 

.