Η απεργιακή κινητοποίηση της 14ης Οκτωβρίου 2025 συνιστά οριακό σημείο τομής ανάμεσα στην κοινωνική αντίδραση και τη θεσμική νομιμοποίηση της κυβερνητικής εξουσίας. Η πρόθεση της κυβέρνησης να θεσμοθετήσει επεκτάσεις του ημερήσιου χρόνου εργασίας έως και 13 ώρες, υπό τον τίτλο της «ευελιξίας» και της «ανταγωνιστικότητας», δεν αποτελεί απλώς διοικητική μεταρρύθμιση. Αντιπροσωπεύει μια νέα φιλοσοφία διακυβέρνησης της εργασίας, όπου το κράτος μεταβαίνει από εγγυητής της κοινωνικής προστασίας σε ρυθμιστής της επιχειρησιακής απόδοσης, υποτάσσοντας τα εργασιακά δικαιώματα στη λογική της αγοράς και του κόστους ευκαιρίας.

Η φιλοσοφία του νομοσχεδίου βασίζεται σε ένα υπόδειγμα που αντλεί από την τεχνοκρατική παράδοση της «εργασιακής ευελιξίας» (labour flexibility), όπως αυτή αναπτύχθηκε στις θεωρίες της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης τη δεκαετία του 1990. Σύμφωνα με αυτήν τη λογική, η αγορά εργασίας οφείλει να λειτουργεί ως μηχανισμός ταχείας προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της οικονομίας, μειώνοντας τους «σκληρούς περιορισμούς» των συλλογικών συμβάσεων και της εργατικής νομοθεσίας. Ο εργαζόμενος δεν νοείται πλέον ως κοινωνικό υποκείμενο με εγγυημένα δικαιώματα, αλλά ως μονάδα παραγωγικής συμβολής σε ένα δυναμικό οικοσύστημα, όπου η ασφάλεια αντικαθίσταται από «απασχολησιμότητα» και η σταθερότητα από «κινητικότητα».

Αυτό το νομοθετικό πνεύμα είναι εμφανές στις νέες διατάξεις για τον ημερήσιο χρόνο εργασίας, τις επιτρεπόμενες υπερωρίες και τη δυνατότητα εξατομικευμένων συμφωνιών με τον εργοδότη. Η κυβέρνηση επιχειρεί να παρουσιάσει τη μεταρρύθμιση ως εκσυγχρονισμό που θα ενισχύσει την παραγωγικότητα και θα προσελκύσει επενδύσεις. Ωστόσο, η ίδια η κανονιστική αρχιτεκτονική του νόμου υπονομεύει τον ισχυρισμό περί εξισορρόπησης: η συλλογική διαπραγμάτευση υποβαθμίζεται σε τυπική διαδικασία, ενώ το βάρος της «συναίνεσης» μεταφέρεται στον εργαζόμενο, ο οποίος σπάνια διαθέτει ισοδύναμη διαπραγματευτική δύναμη. Η ρητορική περί «εθελοντικής ευελιξίας» συγκαλύπτει την εξαναγκασμένη προσαρμογή σε συνθήκες ανεπαρκούς κοινωνικής προστασίας και εργασιακής ανασφάλειας.

Η φιλοσοφία της μεταρρύθμισης είναι συνεπής με τη μετατόπιση του κράτους από τον ρόλο του κοινωνικού ρυθμιστή στον ρόλο του διαχειριστή παραγωγικών ροών. Στη βάση της βρίσκεται η πίστη ότι η ανταγωνιστικότητα εξαρτάται από την αποδοτικότητα της εργασίας και όχι από τη δομή της παραγωγής ή τις τεχνολογικές επενδύσεις. Πρόκειται για μορφή εργασιακού φορντισμού χωρίς βιομηχανία: η εντατικοποίηση της εργασίας χωρίς παράλληλη ενίσχυση των μέσων παραγωγής. Στην πράξη, η πολιτική αυτή οδηγεί σε εξάντληση του εργατικού δυναμικού, σε αύξηση της κόπωσης και σε επιβράδυνση της μακροχρόνιας παραγωγικότητας, όπως έχουν τεκμηριώσει πληθώρα μελετών της ILO και του ΟΟΣΑ (2023–2024). Η Ελλάδα, που ήδη καταγράφει τις υψηλότερες ετήσιες ώρες εργασίας στην Ευρώπη, δεν υποφέρει από έλλειμμα εργασιακού χρόνου, αλλά από έλλειμμα παραγωγικότητας ανά ώρα εργασίας, το οποίο δεν αντιμετωπίζεται με την ποσοτική αύξηση της εργασίας, αλλά με την ποιοτική αναδιοργάνωσή της.

Στο συγκριτικό πεδίο, το ελληνικό νομοσχέδιο μοιάζει περισσότερο με τις μεταρρυθμίσεις Ορμπάν στην Ουγγαρία (2018, γνωστότερη ως «νόμος των σκλάβων») και λιγότερο με τα ευρωπαϊκά μοντέλα «ευέλικτης ασφάλειας» (flexicurity) της Σκανδιναβίας. Στην Ουγγαρία, η δυνατότητα επιβολής υπερωριών έως 400 ωρών ετησίως, με καθυστερημένη αποζημίωση, θεωρήθηκε παραβίαση βασικών δικαιωμάτων και προκάλεσε μαζικές κινητοποιήσεις. Αντίστοιχα, το ελληνικό πλαίσιο για 13ωρη ημερήσια απασχόληση διακινδυνεύει να ενταχθεί στο ίδιο καθεστώς «νομιμοποιημένης υπερεργασίας», μετατρέποντας τη συναίνεση του εργαζόμενου σε θεσμική απάτη. Στον αντίποδα, το δανέζικο μοντέλο flexicurity συνδέει την ευελιξία με ισχυρή κοινωνική προστασία και επιδότηση κατάρτισης: κάθε ελαστικοποίηση συνοδεύεται από εγγύηση εισοδήματος και εκπαίδευσης. Η Ελλάδα, ωστόσο, εφαρμόζει την ευελιξία χωρίς τα αντισταθμιστικά μέτρα, παράγοντας έτσι ασύμμετρη απελευθέρωση.

Η φιλοσοφία του νόμου, υπό το πρίσμα της θεωρίας των θεσμών, αναδεικνύει την επικράτηση μιας «διαχειριστικής» λογικής εις βάρος της δημοκρατικής νομιμοποίησης. Η μεταρρύθμιση προωθείται ως τεχνική αναγκαιότητα —όχι ως αποτέλεσμα κοινωνικού διαλόγου ή αξιολόγησης αναγκών. Πρόκειται για μορφή τεχνοκρατικού αυταρχισμού, όπου η επίκληση της «αναγκαιότητας» λειτουργεί ως υποκατάστατο πολιτικής συναίνεσης. Η ορθολογικότητα του μέτρου, με όρους Weber, είναι εργαλειακή (Zweckrationalität) και όχι αξιακή (Wertrationalität): εξυπηρετεί λειτουργικούς στόχους χωρίς να ενσωματώνει ηθικές ή κοινωνικές παραμέτρους. Αυτό εξηγεί γιατί η κοινωνική αντίδραση υπερβαίνει τα παραδοσιακά όρια των συνδικάτων: η απεργία δεν είναι απλώς οικονομική διεκδίκηση, αλλά πολιτική αντίσταση στον αποπολιτισμό της εργασίας.

Η σύγκριση με άλλες χώρες καθιστά σαφές ότι η ελληνική προσέγγιση δεν κινείται στην ευρωπαϊκή κατεύθυνση. Η Ισπανία (νόμος του 2023 για 37,5 ώρες) και η Γαλλία (35ωρο με ελεγχόμενη υπέρβαση) επιχειρούν να συνδυάσουν παραγωγικότητα με κοινωνική βιωσιμότητα, μειώνοντας τον χρόνο εργασίας και αυξάνοντας την ποιότητα. Η Ελλάδα, αντιθέτως, υιοθετεί το ακριβώς αντίθετο μοντέλο: περισσότερες ώρες για λιγότερο καθαρό εισόδημα, σε συνθήκες πληθωριστικής πίεσης και απορρυθμισμένου ελέγχου. Έτσι, η εργασιακή μεταρρύθμιση καταλήγει ανταγωνιστική ως προς τα ίδια της τα προτάγματα, διότι επιδεινώνει τον παράγοντα κόπωσης, αποδυναμώνει το κίνητρο συμμετοχής και μειώνει τη συνολική αποδοτικότητα.

Από πολιτική σκοπιά, το νομοσχέδιο λειτουργεί ως δοκιμασία κυβερνητικής νομιμοποίησης. Το κράτος δεν αμφισβητείται μόνο για το περιεχόμενο της πολιτικής του, αλλά για τη διαδικασία με την οποία αυτή θεσμοθετείται. Η απουσία ουσιαστικού κοινωνικού διαλόγου, η αδιαφάνεια των επιπτώσεων και η απροθυμία διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους παράγουν ένα έλλειμμα συμμετοχικής δημοκρατίας. Η διαχείριση της αγοράς εργασίας με όρους επιβολής και όχι συναίνεσης οδηγεί σε πολιτική αποξένωση και σε κρίση εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς. Στην πραγματικότητα, η απεργία εκφράζει την επαναφορά του «πολιτικού» έναντι της «διοίκησης» — τη στιγμή που η κυβέρνηση επιχειρεί να αποπολιτικοποιήσει την εργασία, η κοινωνία την επαναπολιτικοποιεί ως πεδίο συλλογικής ταυτότητας.

Από άποψη κριτικής αποτίμησης πολιτικής (policy evaluation), το νομοσχέδιο εμφανίζει τρεις βασικές αδυναμίες. Πρώτον, έλλειψη τεκμηρίωσης: δεν παρουσιάζεται ποσοτική ανάλυση κόστους–οφέλους ή εκτίμηση επιπτώσεων στην παραγωγικότητα και την υγεία. Δεύτερον, θεσμική ανισορροπία: οι μηχανισμοί ελέγχου είναι ασθενείς, γεγονός που καθιστά τις εγγυήσεις ανεφάρμοστες. Τρίτον, πολιτική μονομέρεια: η κυβέρνηση ερμηνεύει την κοινωνική συναίνεση ως διαχειριστικό δεδομένο και όχι ως θεμέλιο της νομιμότητας. Στην ουσία, πρόκειται για πολιτική που ευνοεί την «εργασιακή πειθαρχία» έναντι της κοινωνικής συνοχής, με αποτέλεσμα να υπονομεύει την ίδια τη βιωσιμότητα της οικονομικής της λογικής.

Εάν αξιολογηθεί στο πλαίσιο της θεωρίας της «κοινωνικής ανταγωνιστικότητας» (social competitiveness), η οποία συνδέει την παραγωγικότητα με την ποιότητα των θεσμών και την κοινωνική εμπιστοσύνη, το ελληνικό μοντέλο αποδεικνύεται αντιπαραγωγικό. Οι χώρες με υψηλή κοινωνική εμπιστοσύνη, συλλογική διαπραγμάτευση και διαφάνεια —όπως οι σκανδιναβικές— επιτυγχάνουν υψηλότερη παραγωγικότητα με λιγότερες ώρες, γιατί επενδύουν στην ανθρώπινη κεφαλαιοποίηση. Η Ελλάδα, ακολουθώντας το αντίθετο υπόδειγμα, καταλήγει σε φαύλο κύκλο: περισσότερη εργασία, χαμηλότερη παραγωγικότητα, εντονότερη κοινωνική φθορά.

Η φιλοσοφία του νέου νομοσχεδίου αποκαλύπτει, επομένως, μια μετα-πολιτική μετατόπιση. Το κράτος επιδιώκει να μεταβάλει τη σχέση του με την εργασία από κοινωνική σε διοικητική. Αυτή η μετατόπιση, όμως, δεν είναι τεχνική· είναι βαθιά ιδεολογική. Επικυρώνει την ιδέα ότι το άτομο δεν είναι πλέον πολίτης-εργαζόμενος αλλά «ανθρώπινο κεφάλαιο» (human capital) που οφείλει να διαχειρίζεται τη ζωή του ως επιχείρηση. Στο πλαίσιο αυτό, η κοινωνική προστασία θεωρείται εμπόδιο και η συλλογική δράση ανωμαλία. Η γενική απεργία της 14ης Οκτωβρίου, επομένως, λειτουργεί ως αντίλογος πολιτικής φιλοσοφίας: είναι η προσπάθεια μιας κοινωνίας να υπερασπιστεί την ίδια της την ανθρωπολογική υπόσταση έναντι ενός συστήματος που μετατρέπει την εργασία από κοινωνική αξία σε μετρήσιμη μεταβλητή.

Η τελική αποτίμηση του νομοσχεδίου, υπό όρους ορθολογικού ρεαλισμού, είναι σαφής: η προώθησή του χωρίς επανεξισορρόπηση των θεσμών κοινωνικού διαλόγου ενδέχεται να επιδεινώσει τη δομική κρίση εμπιστοσύνης στην ελληνική πολιτεία. Η μεταρρύθμιση δεν μπορεί να επιτύχει αν δεν ενσωματώσει τρεις θεμελιώδεις αρχές: διαφάνεια τεκμηρίωσης, συμμετοχή στη διαβούλευση και ισομερή κατανομή κόστους και ωφέλειας. Ελλείψει αυτών, η πολιτική θα συνεχίσει να λειτουργεί ως αναπαραγωγή ανισορροπιών αντί για θεραπεία τους.

Η γενική απεργία του Οκτωβρίου δεν είναι, λοιπόν, ένα στιγμιότυπο κοινωνικής δυσαρέσκειας, αλλά ένα πολιτικό σημείο καμπής. Δείχνει ότι η εργασία παραμένει το πεδίο όπου δοκιμάζεται η ίδια η έννοια της δημοκρατίας. Η απεργία δεν στρέφεται μόνο εναντίον ενός νόμου· στρέφεται εναντίον μιας ολόκληρης λογικής εξουσίας που αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως μεταβλητή παραγωγής. Και σε αυτή τη σύγκρουση, η έκβαση δεν θα κριθεί στους δρόμους, αλλά στο εάν η πολιτεία θα επιλέξει να ανακτήσει την ηθική και θεσμική της ισορροπία.