Η βίαιη κοινωνική αναταραχή που λαμβάνει χώρα στο Νεπάλ, γνωστή διεθνώς ως «Gen Z protests», δεν υπήρξε αποτέλεσμα στιγμιαίας πολιτικής απόφασης, αλλά κορύφωση μακροχρόνιων, συστημικών προβλημάτων που αφορούν τη διακυβέρνηση, τη δημοκρατική νομιμοποίηση, την οικονομική ανισότητα και τη θεσμική διάβρωση. Η άμεση αφορμή ήταν η απόφαση της κυβέρνησης να απαγορεύσει τη λειτουργία δεκάδων πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης — Facebook, Instagram, WhatsApp, X (πρώην Twitter) και YouTube — με το πρόσχημα της προστασίας από παραπληροφόρηση και διασάλευση της δημόσιας τάξης. Ωστόσο, η πράξη αυτή εκλήφθηκε ως κατάφωρη καταπάτηση της ελευθερίας της έκφρασης, ιδίως από τη νεότερη γενιά, η οποία βασίζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όχι μόνο για ενημέρωση αλλά και για πολιτική συμμετοχή. Η αντίδραση της κοινωνίας δεν περιορίστηκε σε ειρηνική διαμαρτυρία, αλλά εξελίχθηκε σε ευρύτερη, δυναμική κινητοποίηση με χαρακτηριστικά εξέγερσης, αναδεικνύοντας το βάθος της δυσπιστίας απέναντι στους θεσμούς και το πολιτικό προσωπικό.
Οι αιτίες αυτής της κρίσης είναι πολυσύνθετες και διατρέχουν πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις. Σε θεσμικό επίπεδο, η διαφθορά και η οικογενειοκρατία έχουν συστηματοποιηθεί ως δομή εξουσίας, με τα πολιτικά κόμματα να λειτουργούν συχνά ως πελατειακά δίκτυα εξυπηρέτησης συγκεκριμένων ελίτ και όχι ως φορείς λαϊκής εκπροσώπησης. Η αίσθηση ότι τα μέλη της πολιτικής και οικονομικής ελίτ απολαμβάνουν υπερβολικές προνόμια ενώ η νεολαία βιώνει καθημερινή οικονομική δυσπραγία έχει δημιουργήσει ένα κενό εμπιστοσύνης, καθιστώντας την κοινωνική οργή εύφλεκτη. Οι πρακτικές όπως οι λεγόμενοι «Nepo kids», που επωφελούνται από τη θέση των οικογενειών τους για πρόσβαση σε οικονομικούς και πολιτικούς πόρους, εντείνουν την αντίληψη κοινωνικής αδικίας.
Η οικονομική διάσταση είναι εξίσου κρίσιμη. Η ανεργία των νέων, η περιορισμένη πρόσβαση σε αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας και η αναγκαστική μετανάστευση για αναζήτηση εισοδήματος έχουν καθιερώσει ένα μοντέλο οικονομικής εξάρτησης που αποδυναμώνει τη χώρα. Τα εμβάσματα των μεταναστών αποτελούν σημαντικό τμήμα του ΑΕΠ, ωστόσο δεν δημιουργούν μακροπρόθεσμη παραγωγική βάση. Παράλληλα, η αύξηση των τιμών βασικών αγαθών, καυσίμων και υπηρεσιών επιδεινώνει την οικονομική πίεση, ενώ η αδυναμία του κράτους να προσφέρει διαρκή κοινωνική προστασία ενισχύει την αίσθηση αδικίας και εγκατάλειψης. Η πολιτική αστάθεια, με διαρκείς κυβερνητικές αλλαγές, ανασχηματισμούς και εσωτερικές διαμάχες στα κόμματα, διαβρώνει τη συνέχεια και την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης, καθιστώντας την εκάστοτε πολιτική απόφαση αμφιλεγόμενη και συχνά ανεφάρμοστη.
Η απαγόρευση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης λειτούργησε ως καταλύτης της κρίσης. Η προσπάθεια ελέγχου της ψηφιακής πληροφορίας αντιμετωπίστηκε από την κοινωνία ως προσπάθεια φίμωσης της έκφρασης και πολιτικής λογοκρισίας. Το γεγονός ότι η νεολαία είχε ήδη αναπτύξει οριζόντια δίκτυα πολιτικής συμμετοχής μέσω ψηφιακών πλατφορμών καθιστούσε τη συγκεκριμένη πολιτική πράξη ακραία προκλητική, με αποτέλεσμα η οργή να μετατραπεί γρήγορα σε μαζική και βίαιη αντίδραση. Η καταστολή των διαδηλώσεων με πραγματικά πυρά, δακρυγόνα και στρατιωτική παρουσία κλιμάκωσε τη βία, οδηγώντας σε δεκάδες θανάτους και εκατοντάδες τραυματισμούς, ενώ οι καταστροφές περιλάμβαναν κυβερνητικά κτίρια, κοινοβούλιο και κατοικίες πολιτικών ελίτ, προσδίδοντας στην εξέγερση έντονο συμβολικό χαρακτήρα.
Η πολιτική κρίση επιτείνεται από τη γεωπολιτική θέση του Νεπάλ, καθώς η χώρα βρίσκεται μεταξύ Ινδίας και Κίνας, δύο δυνάμεων με αντιθετικά συμφέροντα στην περιοχή των Ιμαλαΐων. Η Ινδία διατηρεί ιστορικά ισχυρή επιρροή σε οικονομία, ασφάλεια και πολιτική δομή, ενώ η Κίνα μέσω της Belt & Road Initiative και επενδυτικών έργων διεκδικεί στρατηγική παρουσία. Η εσωτερική αστάθεια μετατρέπεται έτσι σε παράγοντα περιφερειακής ανασφάλειας, καθώς οι μεγάλες δυνάμεις ενδέχεται να ασκήσουν πίεση για την προώθηση πολιτικών ή οικονομικών συμφερόντων, επηρεάζοντας τη διαμόρφωση της κυβέρνησης και τη λήψη αποφάσεων σε κρίσιμους τομείς.
Τα πιθανά σενάρια εξέλιξης της κρίσης είναι τρία, με σημαντικές συνέπειες για τη χώρα και την περιοχή. Το πρώτο, θετικό σενάριο, προβλέπει τη συγκρότηση αξιόπιστης υπηρεσιακής κυβέρνησης που θα προχωρήσει σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, όπως η ενίσχυση της διαφάνειας, η λογοδοσία των θεσμών, η αναθεώρηση της κανονιστικής δομής των ψηφιακών μέσων και η διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών υπό όρους διαφάνειας. Σε αυτή την περίπτωση, η νεολαία θα συμμετάσχει ενεργά στο νέο πολιτικό οικοδόμημα, η εμπιστοσύνη των πολιτών θα ανακτήσει ένα μέρος της νομιμοποίησης που έχει χαθεί, η οικονομία θα ενισχυθεί μέσω δημιουργίας θέσεων εργασίας υψηλής ποιότητας και η διεθνής κοινότητα θα στηρίξει τη διαδικασία, βελτιώνοντας τη θέση του Νεπάλ στον γεωπολιτικό χάρτη.
Το δεύτερο σενάριο προβλέπει παρατεταμένη αστάθεια και ενίσχυση αυταρχικών τάσεων. Η καταστολή των διαδηλώσεων παραμένει τμηματική αλλά ανεπαρκής για να αποκαταστήσει πλήρως την τάξη, η κοινωνία διχάζεται πολιτικά και οι περιοδικές ταραχές συνεχίζονται. Το κράτος ασφαλείας αποκτά υπερεξουσία, περιορίζονται οι πολιτικές ελευθερίες και οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενδέχεται να αυξηθούν. Η κοινωνική πόλωση και η φυγή νέων προς το εξωτερικό εντείνουν την αδυναμία του κράτους να δημιουργήσει παραγωγική και σταθερή κοινωνία, ενώ η διεθνής εικόνα και η επενδυτική ελκυστικότητα της χώρας αποδυναμώνονται.
Το τρίτο σενάριο αφορά την εξωτερική παρέμβαση και την επιρροή γειτονικών δυνάμεων. Η Ινδία μπορεί να ενισχύσει πολιτικούς συμμάχους ή να παρέμβει μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων, ενώ η Κίνα ενδέχεται να προσφέρει επενδύσεις υποδομών με στρατηγικούς όρους. Οι διεθνείς οργανισμοί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οι donor agencies μπορούν να παρέμβουν για παρακολούθηση της καταστολής και διασφάλιση διαφάνειας. Ωστόσο, η υπερβολική ή ανεπιτήδευτη παρέμβαση μπορεί να ενισχύσει την αντίληψη εσωτερικής υποταγής σε ξένα συμφέροντα, υπονομεύοντας την κοινωνική συνοχή και την πολιτική νομιμοποίηση.
Η έκβαση της κρίσης θα καθορίσει αν η χώρα θα κατορθώσει να ολοκληρώσει τη μετάβασή της σε βιώσιμη δημοκρατία με θεσμική ωριμότητα, συμμετοχική κοινωνία και οικονομική σταθερότητα ή αν θα εγκλωβιστεί σε έναν φαύλο κύκλο κρίσεων με κοινωνικές εντάσεις, αυταρχικές αποκλίσεις και περιφερειακή εξάρτηση. Το μέλλον εξαρτάται από τη βούληση της πολιτικής ελίτ να αποδεχθεί θεσμικές αλλαγές, από την ενεργό συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, από την αξιοποίηση των νέων δυνατοτήτων της ψηφιακής εποχής, και από την προσεκτική διαχείριση της διεθνούς επιρροής, ώστε η χώρα να ανακτήσει όχι μόνο την εσωτερική νομιμοποίηση αλλά και τον στρατηγικό της ρόλο στην περιοχή.
Σε κάθε περίπτωση, η κρίση αποκαλύπτει την αναγκαιότητα μιας ολιστικής και μακροπρόθεσμης αναθεώρησης των πολιτικών, θεσμικών και οικονομικών δομών του Νεπάλ, ώστε να επιτευχθεί μια ισορροπία ανάμεσα σε δημοκρατική συμμετοχή, κοινωνική δικαιοσύνη, οικονομική ανάπτυξη και γεωπολιτική αυτονομία. Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να λειτουργήσει ως υπόδειγμα για άλλες χώρες της περιοχής που αντιμετωπίζουν συνδυαστικά προβλήματα πολιτικής αστάθειας, οικονομικής ανισότητας και νεανικής δυσαρέσκειας, αναδεικνύοντας τη σημασία της θεσμικής ωριμότητας, της κοινωνικής εμπλοκής και της στρατηγικής αυτονομίας στην περιφερειακή πολιτική δυναμική.
Πρόσφατα σχόλια