Η Ελλάδα αποτελεί, διαχρονικά, ένα πεδίο όπου οι δομικές κρίσεις της Ευρώπης εκδηλώνονται με εντονότερη δραματικότητα. Η πολιτική κρίση που διατρέχει την ελληνική κοινωνία δεν είναι ένα τοπικό ή συγκυριακό φαινόμενο, αλλά σύμπτωμα μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής αποπολιτικοποίησης. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για το ορατό αποτέλεσμα μιας σταδιακής αποσύνθεσης της έννοιας του πολιτικού, μιας μετάβασης από την πολιτική σύγκρουση και την ιδεολογική διαφοροποίηση προς την τεχνοκρατική διαχείριση και την επικοινωνιακή σκηνοθεσία. Η πολιτική, στην τρέχουσα ελληνική συνθήκη, δεν συγκροτείται πλέον ως χώρος ρήξης, ιδεών και οράματος, αλλά ως μηχανισμός διατήρησης ενός συστήματος όπου οι μορφές της εξουσίας αναπαράγονται μέσα από το θέαμα, την εικόνα και τον λόγο-κατανάλωση.

Η κρίση της πολιτικής εκπροσώπησης στην Ελλάδα λειτουργεί ως αντανάκλαση ενός πανευρωπαϊκού φαινομένου: οι κοινωνίες της ΕΕ βιώνουν τη μεταβολή της δημοκρατίας σε μεταδημοκρατία, όπου οι εκλογικές διαδικασίες διατηρούνται τυπικά, αλλά η ουσία της πολιτικής συμμετοχής εκκενώνεται. Τα κόμματα, αντί να εκφράζουν κοινωνικά συμφέροντα ή ιδεολογικά πρόσημα, έχουν μετατραπεί σε μηχανισμούς διαχείρισης εξουσίας που λειτουργούν εντός των ορίων μιας προδιαγεγραμμένης συναίνεσης. Η ελληνική περίπτωση είναι εμβληματική αυτής της μετάβασης: η κρίση της τελευταίας δεκαπενταετίας –οικονομική, θεσμική, αξιακή– επέφερε την απονομιμοποίηση της πολιτικής τάξης και την πλήρη αποδιάρθρωση της σχέσης πολίτη και πολιτικής κοινότητας.

Ο πολίτης, απογοητευμένος από την ανακύκλωση προσώπων και λόγων, μετατρέπεται σε καταναλωτή πολιτικής πληροφορίας. Η συμμετοχή αντικαθίσταται από την παρακολούθηση, η κρίση από το σχόλιο, η πολιτική δράση από το “like”. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι απλώς κοινωνιολογικό· είναι βαθύτατα υπαρξιακό. Η δημοκρατία, όπως σημείωνε ο Καστοριάδης, προϋποθέτει ενεργό φαντασία του συλλογικού υποκειμένου, μια ικανότητα αυτοθέσμισης και νοηματοδότησης του κοινού χώρου. Στην Ελλάδα του 2025, αυτή η φαντασία έχει εξαντληθεί. Το πολιτικό πεδίο καταλαμβάνεται από επικοινωνιακές μηχανές που δεν στοχεύουν στην πειθώ μέσω λόγου, αλλά στη συναισθηματική χειραγώγηση μέσω εικόνων, συμβόλων και ρυθμού.

Η μετα-ρητορική εποχή που βιώνει η χώρα –και συνολικά η Ευρώπη– χαρακτηρίζεται από μια παράδοξη υπερπληθώρα λόγου που οδηγεί στην εξαφάνισή του. Η πλημμύρα επικοινωνίας δεν σημαίνει αναζωογόνηση της δημόσιας σφαίρας· αντίθετα, συνιστά την τελική της απορρόφηση από το φάσμα της πληροφορίας. Η πολιτική δεν λέει πια τίποτα· αναπαράγει μόνο μορφές. Η κάθε λέξη έχει χάσει τη δύναμη αναφοράς, η κάθε δήλωση είναι υπολογισμένη για εντύπωση, η κάθε αντιπαράθεση προορίζεται για δελτίο ειδήσεων και κοινωνικά δίκτυα. Ο λόγος παύει να είναι πράξη· γίνεται σκηνοθετημένο γεγονός.

Αυτή η αποδόμηση του πολιτικού λόγου συμπίπτει με τη γενικευμένη απώλεια εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς. Η ελληνική κοινωνία, πολλαπλώς τραυματισμένη από διαδοχικές κρίσεις, δεν πιστεύει πλέον στην αποτελεσματικότητα της πολιτικής βούλησης. Η εξουσία, είτε κρατική είτε υπερεθνική, εμφανίζεται ως αυτόνομη δομή που επιβάλλεται χωρίς πραγματική λογοδοσία. Η ευρωπαϊκή αποπολιτικοποίηση εντείνει αυτό το φαινόμενο: οι βασικές επιλογές μεταφέρονται από τον χώρο του πολιτικού στο πεδίο της τεχνοκρατίας. Οι αποφάσεις λαμβάνονται σε επίπεδα θεσμών μακριά από την κοινωνική διαβούλευση, ενώ η εθνική πολιτική λειτουργεί ως διαμεσολαβητής ενός προδιαγεγραμμένου πλαισίου.

Έτσι, στην ελληνική περίπτωση, η κρίση δεν είναι απλώς θεσμική ή επικοινωνιακή· είναι υπαρξιακή. Πρόκειται για κρίση του ίδιου του νοήματος του πολιτικού. Η απορρόφηση του λόγου από την επικοινωνία και η υποκατάσταση της πολιτικής πράξης από τη διαχείριση της εντύπωσης συνθέτουν το τέλος της πολιτικής σκέψης. Το πολιτικό υποκείμενο δεν στοχάζεται πια· αντιδρά. Δεν αναλύει· καταναλώνει. Δεν συμμετέχει· παρακολουθεί. Η Ελλάδα, ως εργαστήριο ευρωπαϊκών μετασχηματισμών, βιώνει αυτή τη μετάβαση με ένταση που φτάνει τα όρια πολιτισμικής αλλοτρίωσης.

Η έξοδος από αυτή τη συνθήκη δεν μπορεί να προκύψει μέσα από επικοινωνιακή αναπαλαίωση ή θεσμική αναδιάταξη. Προϋποθέτει μια αναγέννηση της πολιτικής φαντασίας, μια επανεύρεση του νοήματος του συλλογικού και του λόγου ως πράξης συγκρότησης κοινού νοήματος. Η πολιτική πρέπει να ξαναγίνει πεδίο διακινδύνευσης, όχι διαχείρισης· χώρος αντιπαράθεσης νοημάτων, όχι επιβολής εικόνων.

Η κρίση της πολιτικής στην Ελλάδα, λοιπόν, αντανακλά την κρίση της δημοκρατίας στην πιο καθαρή της μορφή: η μετατροπή του πολίτη σε παθητικό θεατή και του λόγου σε εργαλείο εξουσίας. Όσο η πολιτική παραμένει εγκλωβισμένη σε αυτό το επικοινωνιακό θέαμα χωρίς ουσία, η κοινωνία θα βυθίζεται στην απάθεια και η δημοκρατία θα υποκαθίσταται από τη διαχείριση. Το ζητούμενο, εν τέλει, είναι η ανάκτηση του πολιτικού ως πράξης σκέψης, διαλόγου και συλλογικής βούλησης – η ανασύσταση της ίδιας της δυνατότητας του ανθρώπου να συγκροτεί τον κόσμο του μέσω του λόγου και όχι μέσω της εικόνας.