Η κρίση του κοινοβουλευτισμού αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη θεσμική πρόκληση του 21ου αιώνα για τα σύγχρονα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα. Δεν πρόκειται μόνο για πολιτική φθορά ή κρίση εμπιστοσύνης, αλλά για βαθιά δομική μεταβολή του τρόπου με τον οποίο οι θεσμοί νομιμοποιούνται, λογοδοτούν και λειτουργούν. Η θεσμική απονομιμοποίηση του κοινοβουλίου αντανακλά ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες: την αποσύνδεση εκπροσώπων και πολιτών, την προσωποποίηση της πολιτικής εξουσίας, την τεχνοκρατική διακυβέρνηση και τη μετατόπιση του κέντρου λήψης αποφάσεων από τον κοινοβουλευτικό χώρο προς εκτελεστικούς και εξωθεσμικούς μηχανισμούς.

Η μεταπολεμική Ευρώπη οικοδομήθηκε πάνω στην αρχή της αντιπροσώπευσης, με το κοινοβούλιο να λειτουργεί ως η «καρδιά» του δημοκρατικού κράτους. Ωστόσο, η παγκοσμιοποίηση, η οικονομική ολοκλήρωση, η τεχνολογική διαμεσολάβηση και η επικράτηση των μέσων μαζικής επικοινωνίας ανέτρεψαν την ισορροπία ανάμεσα στη θεσμική λογοδοσία και την πολιτική επικοινωνία. Οι κυβερνήσεις, στηριγμένες σε κομματικές πλειοψηφίες, λειτουργούν όλο και περισσότερο με όρους διοικητικής εξουσίας και όχι πολιτικού ελέγχου. Ο κοινοβουλευτισμός σταδιακά αποσύρεται από την ουσία της δημοκρατικής λειτουργίας και μετατρέπεται σε τυπικό μηχανισμό επικύρωσης κυβερνητικών πρωτοβουλιών.

Η απονομιμοποίηση αυτή δεν προκύπτει μόνο από θεσμικές αδυναμίες. Οφείλεται και σε κοινωνικές μετατοπίσεις: αποπολιτικοποίηση των πολιτών, άνοδος του λαϊκισμού, κυριαρχία της εικόνας έναντι του λόγου, υποχώρηση της συλλογικότητας και αποσύνθεση των μεσαίων στρωμάτων. Ο σύγχρονος πολίτης αισθάνεται αποκομμένος από τον θεσμό που υποτίθεται πως τον εκπροσωπεί· η δημοκρατία γίνεται περισσότερο διαδικαστική και λιγότερο ουσιαστική.

Η συνταγματική απάντηση σε αυτήν την κρίση δεν μπορεί να περιοριστεί σε τεχνικές μεταρρυθμίσεις ή θεσμικές αναδιαρθρώσεις. Απαιτείται επανεξέταση της ίδιας της αρχής της αντιπροσώπευσης και επαναθεμελίωση της σχέσης μεταξύ νομιμότητας και νομιμοποίησης. Τα συντάγματα των ευρωπαϊκών κρατών οφείλουν να ενσωματώσουν μηχανισμούς συμμετοχής, διαφάνειας και θεσμικής ισορροπίας, χωρίς να υπονομεύουν τη σταθερότητα του κοινοβουλευτικού συστήματος. Η ενίσχυση των θεσμών κοινοβουλευτικού ελέγχου, η αναθεώρηση της κομματικής χρηματοδότησης, η θεσμική ανεξαρτησία των ελεγκτικών μηχανισμών και η κατοχύρωση ψηφιακών μορφών δημοκρατικής συμμετοχής συνιστούν απαραίτητα στοιχεία μιας νέας συνταγματικής κουλτούρας.

Η Ελλάδα, ως κατεξοχήν κοινοβουλευτικό κράτος, βιώνει αυτήν την κρίση με ιδιαίτερη ένταση. Το κοινοβούλιο, που μεταπολιτευτικά αποτέλεσε τον θεσμικό πυλώνα της εθνικής ανασυγκρότησης, εμφανίζει σήμερα σημάδια κόπωσης, πολιτικής υποβάθμισης και κοινωνικής αποξένωσης. Η εκτελεστική εξουσία υπερισχύει της νομοθετικής, η διαδικασία του κοινοβουλευτικού ελέγχου υποβαθμίζεται, και η νομοθετική παραγωγή συχνά ταυτίζεται με τη διαχείριση κυβερνητικών προγραμμάτων. Το αποτέλεσμα είναι η διαρκής φθορά της πολιτικής εμπιστοσύνης και η άνοδος του κυνισμού ως στάσης απέναντι στη δημόσια σφαίρα.

Η συνταγματική απάντηση σε αυτό δεν μπορεί να είναι συντηρητική ή αμυντική. Απαιτείται ριζικός αναστοχασμός των θεσμών: αναβάθμιση της κοινοβουλευτικής λειτουργίας, θεσμοθέτηση διαρκούς κοινωνικού διαλόγου, ενίσχυση του δικαστικού ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας και κυρίως, αποκατάσταση της πίστης στη θεσμική νομιμότητα ως προϋπόθεση της δημοκρατικής τάξης. Μόνο εάν το κοινοβούλιο ανακτήσει τον ρόλο του ως θεσμικός φορέας διαλόγου και λογοδοσίας μπορεί να αποκατασταθεί η ισορροπία μεταξύ πολιτικής ισχύος και συνταγματικού ορίου.