Η παρακμή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπήρξε  συνισταμένη διαφόρων παραγόντων, οι οποίοι οδήγησαν στη σταδιακή συρρίκνωση του κράτους και την αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας. Η μάχη του Μαντζικέρτ το 1071, κατά την οποία οι Σελτζούκοι Τούρκοι κατέφεραν αποφασιστικό πλήγμα στις βυζαντινές δυνάμεις, σηματοδότησε την απαρχή μιας περιόδου πολιτικής αστάθειας και αλλεπάλληλων εμφύλιων συγκρούσεων.

Η κρίση του 11ου αιώνα, εδραιωμένη μετά την απώλεια της Μικράς Ασίας —που αποτελούσε για αιώνες τον στρατηγικό και οικονομικό πυρήνα της αυτοκρατορίας— σηματοδοτεί τη μετάβαση από μια περιφερειακή δύναμη σε ένα κράτος διαρκώς συρρικνούμενο. Οι μεταρρυθμίσεις των Κομνηνών, και ιδιαίτερα του Αλεξίου Α΄, δεν ανέτρεψαν τις μακροχρόνιες δομικές παθογένειες: την ενίσχυση της μεγάλης γαιοκτησίας, την αποδυνάμωση της μεσαίας τάξης και την εξάρτηση από ιταλικά εμπορικά συμφέροντα.

Οι εμφύλιοι πόλεμοι του 14ου αιώνα, όπως αυτός ανάμεσα στον Ιωάννη Ε΄ και τον Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό, επιδείνωσαν την εσωτερική διάσπαση, καθιστώντας το Βυζάντιο εξαρτημένο τόσο από τις ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες όσο και από τις αναδυόμενες τουρκικές δυνάμεις. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, με συγκεντρωτική διοίκηση, σαφείς πολιτικές στοχεύσεις και έναν οργανωμένο στρατιωτικό μηχανισμό (όπως το παιδομάζωμα), εξελίχθηκε σε αντίπαλο που η Αυτοκρατορία δεν μπορούσε πια να αντιμετωπίσει.

Η Δ΄ Σταυροφορία και η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204 υπήρξαν καθοριστικά γεγονότα: η αυτοκρατορία διαμελίστηκε σε ελληνικά και λατινικά κρατίδια, με κεντρικότερη τη Λατινική Αυτοκρατορία. Αν και η Κωνσταντινούπολη ανακτήθηκε το 1261 από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, Η Αυτοκρατορία δεν ανέκτησε την παλαιά της ισχύ και ακτινοβολία.

Κατά τον 14ο και 15ο αιώνα, οι Οθωμανοί εξελίχθηκαν στη νέα κυρίαρχη δύναμη της Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων, επωφελούμενοι από την αδυναμία των χριστιανικών κρατών να αντιδράσουν συντονισμένα. Το Βυζάντιο, περιορισμένο ουσιαστικά στην Κωνσταντινούπολη και ελάχιστα εδάφη, επιβίωνε μέσω επισφαλών διπλωματικών ισορροπιών και συγκυριακών συμμαχιών.

Οι απόπειρες ένωσης των Εκκλησιών, όπως αυτή που επιχειρήθηκε στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438–39), αποτέλεσαν απεγνωσμένες διπλωματικές κινήσεις Η αποδοχή της παπικής υπεροχής από τον Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο, προκάλεσε κοινωνική δυσαρέσκεια και αποξένωσε την Αυλή από την πλειονότητα των υπηκόων της Πόλης. Η αναμενόμενη δυτική βοήθεια τελικά δεν υλοποιήθηκε, καθώς οι δυτικοί ηγεμόνες ήταν απασχολημένοι με εσωτερικές συγκρούσεις και εθνικές προτεραιότητες.

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή στις 29 Μαΐου 1453 υπήρξε το δραματικό επιστέγασμα της μακράς παρακμής. Παρά την ηρωική άμυνα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου και των υπερασπιστών της Πόλης, οι Οθωμανοί κατέλαβαν την πρωτεύουσα έπειτα από πολύμηνη πολιορκία.

Η Άλωση δεν συνιστά απλώς το τέλος μιας εποχής, αλλά και τη μετάβαση σε μια νέα. Ο Μωάμεθ Β΄ δεν περιορίστηκε στην κατάκτηση, αλλά επιδίωξε τη μετατροπή της Κωνσταντινούπολης σε νέο παγκόσμιο κέντρο εξουσίας, επιχειρώντας να καρπωθεί στοιχεία της βυζαντινής διοικητικής παράδοσης,

Παρά την πολιτική κατάρρευση, η πολιτισμική και πνευματική επιρροή του Βυζαντίου υπήρξε διαρκής: από τη συμβολή του στην ιταλική Αναγέννηση και τη διαμόρφωση της ρωσικής “Τρίτης Ρώμης”, έως την επίδρασή του στη  μεταοθωμανική περιόδο και στη διαμόρφωση των πολιτισμικών ταυτοτήτων των ορθόδοξων λαών των Βαλκανίων. Η Άλωση, επομένως, δεν σηματοδότησε απλώς το τέλος, αλλά και την απαρχή μιας νέας ιστορικής συνείδησης, στην οποία το βυζαντινό παρελθόν διατηρεί διαρκή ερμηνευτική ισχύ.