Οι Ηνωμένες Πολιτείες αναδείχθηκαν ως ηγεμονική δύναμη με παγκόσμια επιρροή, όχι μόνο λόγω της στρατιωτικής και οικονομικής τους ισχύος, αλλά και μέσω της πολιτισμικής, θεσμικής και ιδεολογικής τους ελκυστικότητας. Η άνοδος τους στον μεταπολεμικό κόσμο συνοδεύτηκε από τη σταθεροποίηση ενός διεθνούς συστήματος, το οποίο βασιζόταν στις αρχές της ελεύθερης αγοράς, της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της πολυμερούς συνεργασίας. Κατά την περίοδο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, αυτή η υπεροχή έφτασε στο απόγειό της. Ωστόσο, από τις αρχές του 21ου αιώνα, και ιδιαίτερα μετά την οικονομική κρίση του 2008, οι ΗΠΑ παρουσιάζουν σαφή σημάδια παρακμής, ειδικά όσον αφορά την ήπια ισχύ τους
Η θεωρία της ήπιας ισχύος, όπως την ανέπτυξε ο Joseph Nye, βασίζεται στην ικανότητα ενός κράτους να επηρεάζει τις προτιμήσεις και τις συμπεριφορές άλλων κρατών μέσω της ελκυστικότητας των αξιών του, του πολιτισμού του και των πολιτικών του θεσμών, χωρίς να καταφεύγει σε στρατιωτική ή οικονομική πίεση. Η ήπια ισχύς είναι θεμελιώδες στοιχείο της ηγεμονικής σταθερότητας, όπως περιγράφεται από τον Robert Keohane και τον Stephen Krasner, καθώς προσδίδει νομιμοποίηση στην παγκόσμια ηγεσία ενός κράτους. Ωστόσο, η διατήρηση της ήπιας ισχύος προϋποθέτει συνέπεια μεταξύ εσωτερικής πολιτικής και εξωτερικής στρατηγικής, καθώς και αξιοπιστία στον διεθνή λόγο. Οι ΗΠΑ φαίνεται ότι δεν πληρούν πλέον αυτές τις προϋποθέσεις.
Η εσωτερική αποσταθεροποίηση είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που υπονομεύουν την ήπια ισχύ των ΗΠΑ. Η αυξανόμενη πολιτική πόλωση, η διάβρωση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς και η ενίσχυση του λαϊκισμού έχουν προκαλέσει κρίση στο πολιτικό σύστημα. Η εισβολή στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021, οι αμφισβητήσεις της εκλογικής νομιμότητας και η άνοδος παραπληροφόρησης μέσω κοινωνικών δικτύων συνθέτουν μια εικόνα θεσμικής παρακμής. Το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ, που κάποτε λειτουργούσε ως πρότυπο φιλελεύθερης δημοκρατίας, πλέον αμφισβητείται έντονα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Παράλληλα, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ χαρακτηρίστηκε από στρατηγική ασυνέπεια και αποτυχημένες παρεμβάσεις, οι οποίες αποδυνάμωσαν την αξιοπιστία της χώρας στο διεθνές πεδίο. Η εισβολή στο Ιράκ το 2003, η στρατιωτική εμπλοκή στο Αφγανιστάν επί δύο δεκαετίες και η αποτυχημένη διαχείριση των επιπτώσεων στη Λιβύη και τη Συρία, επιδείνωσαν την εικόνα των ΗΠΑ ως σταθερού και αξιόπιστου ηγέτη. Η απόσυρση από το Αφγανιστάν το 2021, υπό συνθήκες χάους και αβεβαιότητας, συμβόλισε την κόπωση μιας αυτοκρατορικής δύναμης που αδυνατεί να ελέγξει τα αποτελέσματα των ίδιων της των στρατηγικών επιλογών.
Σε αυτό το μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον, η άνοδος ανταγωνιστικών δυνάμεων επιταχύνει την υποχώρηση της αμερικανικής ηγεμονίας. Η Κίνα, μέσω του οικονομικού της μοντέλου κρατικού καπιταλισμού, του προγράμματος «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (Belt and Road Initiative), και της πολιτισμικής διείσδυσης μέσω ινστιτούτων Confucius, οικοδομεί ένα εναλλακτικό πρότυπο ισχύος, πιο ελκυστικό για πολλές χώρες του Παγκόσμιου Νότου. Παράλληλα, η Ρωσία επιλέγει ένα πιο επιθετικό μοντέλο αναθεώρησης της διεθνούς τάξης, με υβριδικά μέσα και στρατιωτικές επεμβάσεις. Και οι δύο δυνάμεις επωφελούνται από την απώλεια κύρους των ΗΠΑ και γεμίζουν τα γεωπολιτικά κενά που προκύπτουν από την αποχώρησή τους.
Η τεχνολογική σφαίρα αποτελεί επίσης κρίσιμο πεδίο αναμέτρησης. Η άλλοτε απόλυτη κυριαρχία της Silicon Valley αμφισβητείται από κινεζικές και άλλες ασιατικές εταιρείες τεχνολογίας. Επιπλέον, η ψηφιακή δημόσια σφαίρα μετατρέπεται σε πεδίο ιδεολογικής σύγκρουσης, με τις ΗΠΑ να χάνουν σταδιακά τον έλεγχο του παγκόσμιου αφηγήματος καθώς ίδιες οι τεχνολογικές τους πλατφόρμες έχουν καταστεί πεδία κοινωνικής αποσταθεροποίησης, τόσο εσωτερικά όσο και διεθνώς.
Δεν μπορεί επίσης να αγνοηθεί το ηθικό έλλειμμα που χαρακτηρίζει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Οι αντιφάσεις μεταξύ διακηρυγμένων αρχών και πραγματικών πρακτικών είναι έντονες. Η ρητορική υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αντιβαίνει στη στήριξη αυταρχικών καθεστώτων, στις παράνομες επεμβάσεις χωρίς την έγκριση του ΟΗΕ.Οι ασυνέπειες αυτές οδηγούν σε διεθνή δυσπιστία και απονομιμοποίηση, υπονομεύοντας κάθε απόπειρα άσκησης επιρροής μέσω αξιακής υπεροχής.
Η θεωρητική συζήτηση για την παρακμή των ηγεμονιών δεν είναι καινούργια. Ο Paul Kennedy είχε ήδη από τη δεκαετία του 1980 υποστηρίξει πως κάθε μεγάλη δύναμη, όταν υπερεπεκτείνεται στρατιωτικά και οικονομικά, τελικά οδηγείται στην πτώση. Η έννοια της “imperial overstretch” βρίσκει εφαρμογή στη σύγχρονη αμερικανική πραγματικότητα. Αντίθετα, ο Joseph Nye υποστηρίζει ότι η παρακμή μπορεί να είναι σχετική και όχι απόλυτη, εφόσον υπάρξει θεσμική ανανέωση και επαναπροσδιορισμός των προτεραιοτήτων. Η επιλογή, επομένως, δεν είναι ανάμεσα σε κυριαρχία ή κατάρρευση, αλλά ανάμεσα σε στασιμότητα ή προσαρμοστική ηγεσία.
Οι γεωπολιτικές επιπτώσεις αυτής της παρακμής είναι ήδη ορατές. Η διεθνής τάξη μετατοπίζεται προς μια νέα μορφή πολυπολικότητας, όπου καμία δύναμη δεν απολαμβάνει πλήρη νομιμοποίηση. Οι διεθνείς θεσμοί όπως ο ΟΗΕ, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και η Παγκόσμια Τράπεζα αντιμετωπίζουν κρίση αποτελεσματικότητας. Το ΝΑΤΟ επαναπροσδιορίζει τον ρόλο του, ενώ περιφερειακές συμμαχίες, όπως οι BRICS, ενισχύονται. Ο κόσμος εισέρχεται σε μια μετα-ηγεμονική φάση ασάφειας, όπου η σταθερότητα δεν είναι εγγυημένη και η διαχείριση των κρίσεων καθίσταται πιο περίπλοκη.
Η ανάκτηση της ήπιας ισχύος των ΗΠΑ προϋποθέτει μια βαθιά επανεκκίνηση. Απαιτείται ανασυγκρότηση του εσωτερικού πολιτικού πεδίου, αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς, συνέπεια λόγων και έργων στην εξωτερική πολιτική και ενεργή επένδυση στη διεθνή συνεργασία. Η ισχύς δεν κρίνεται μόνο στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς ή τα ΑΕΠ, αλλά στην ικανότητα έμπνευσης, αξιοπιστίας και ηθικής ηγεσίας. Οι ΗΠΑ βρίσκονται σήμερα σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι: είτε θα προσαρμοστούν δημιουργικά στη νέα παγκόσμια πραγματικότητα, είτε θα επιβεβαιώσουν τη διαχρονική θεωρία πως καμία ηγεμονία δεν είναι αιώνια.
Πρόσφατα σχόλια