Η έννοια της «κανονικότητας» κατέλαβε κεντρική θέση στο ελληνικό δημόσιο λεξιλόγιο μετά τις αλλεπάλληλες κρίσεις της τελευταίας δεκαπενταετίας. Ως πολιτικό σύνθημα λειτουργεί καθησυχαστικά: υπόσχεται σταθερότητα, προβλεψιμότητα, δημοσιονομική πειθαρχία, ομαλή σχέση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και αναβαθμισμένο επενδυτικό προφίλ. Ως οικονομικό αφήγημα, όμως, αποκτά διαφορετικό περιεχόμενο: υποδεικνύει ένα καθεστώς πειθαρχημένης μεγέθυνσης με περιορισμένο χώρο πολιτικής διακριτικής ευχέρειας, υψηλή εξάρτηση από εξωτερικούς κανόνες και κεφάλαια, συρρίκνωση της ιδεολογικής σύγκρουσης γύρω από τις επιλογές ανάπτυξης και μια διαρκή μετατροπή του μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος σε τεχνικό πρόγραμμα συμμόρφωσης. Η εσωτερική αντίφαση του ελληνικού μοντέλου βρίσκεται ακριβώς εδώ: η κανονικότητα απαιτεί αυστηρή προσήλωση σε κανόνες που εξασφαλίζουν μακροοικονομική σταθερότητα, αλλά οι πραγματικές τομές που θα αναβάθμιζαν διαρκώς την παραγωγική ικανότητα προσκρούουν σε πολιτική δυσανεξία, θεσμικές αδράνειες και ένα πλέγμα συμφερόντων που αναπαράγει το status quo.
Το μεταρρυθμιστικό αφήγημα προβάλλεται τυπικά ως ουδέτερη τεχνική αναγκαιότητα. Στην πράξη, οι μεταρρυθμίσεις είναι αποφάσεις ανακατανομής ισχύος με σαφείς νικητές και ηττημένους: αναδιατάσσουν ροές εισοδήματος, μεταβάλλουν κανόνες πρόσβασης σε αγορές και επαγγέλματα, αναπροσδιορίζουν τον ρόλο του κράτους στην παραγωγή δημόσιων αγαθών. Η πολιτική οικονομία της κανονικότητας τείνει να αποπολιτικοποιεί αυτή την ανακατανομή, παρουσιάζοντάς την ως «βελτίωση διαδικασιών» ή «ευθυγράμμιση με ευρωπαϊκά πρότυπα». Έτσι, δημιουργείται ένα δομικό κενό λογοδοσίας: οι κοινωνικές ομάδες που θίγονται δεν κινητοποιούνται ως φορείς εναλλακτικών προτάσεων αλλά ως φορείς αμυντικών βέτο, ενώ οι ωφελούμενοι είναι διάχυτοι, με αποτέλεσμα η δημόσια στήριξη να είναι ρηχή και στιγμιαία. Η μεταρρύθμιση παραμένει επιφανειακή, προτιμώντας την ψηφιακή επένδυση στο «μπροστινό γραφείο» (front office) αντί της μεταβολής των κανόνων στο «πίσω γραφείο» (back office) όπου κατοικούν η γραφειοκρατική ισχύς, η κανονιστική πυκνότητα και η ικανότητα επιβολής του νόμου.
Η δημοσιονομική πειθαρχία λειτουργεί ως εξωτερικός και εσωτερικός περιορισμός ταυτόχρονα. Η συμμετοχή στη νομισματική ένωση, οι κανόνες εποπτείας, οι αγορές ομολόγων και η αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας καθιστούν την ελληνική οικονομία ιδιαίτερα ευαίσθητη σε μεταβολές εμπιστοσύνης. Αυτό γεννά μια μορφή «κυριαρχίας υπό όρους»: η δημοσιονομική και μακροπροληπτική πολιτική είναι σχεδόν πλήρως ενσωματωμένες σε υπερεθνικά πλαίσια, ενώ το επενδυτικό κύμα εξαρτάται από ευρωπαϊκούς πόρους, ξένα κεφάλαια και γεωπολιτική αντιληπτή ασφάλεια. Το κράτος αποκτά ρόλο διαχειριστή συμμόρφωσης και επιμελητή μεγάλων ροών χρηματοδότησης, αλλά χάνει βαθμούς ελευθερίας στη διαμόρφωση ενός ιδιοσυγκρασιακού παραγωγικού συμβολαίου. Η επιτυχία αποτιμάται σε δείκτες που επικοινωνούν σταθερότητα (λόγοι χρέους, δημοσιονομικά ισοζύγια, αναβαθμίσεις), όχι σε δείκτες που πιστοποιούν παραγωγικό μετασχηματισμό (συνέπεια βιομηχανικής πολιτικής, προστιθέμενη αξία εξαγωγών, τεχνολογική ένταση ΜμΕ, διάχυση καινοτομίας).
Σε αυτό το περιβάλλον, η εξάρτηση από εξωτερικά κέντρα απόφασης (ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ρυθμιστικές αρχές, αγορές) δεν είναι μόνο θεσμική· είναι και γνωσιολογική: καθορίζει το τί θεωρείται «ορθό» πρόβλημα και τί «εφικτή» λύση. Η δημόσια συζήτηση εσωτερικεύει τα όρια: το εύρος πολιτικής φαντασίας συρρικνώνεται γύρω από την ιδέα ότι η αναπτυξιακή στρατηγική ταυτίζεται με την επιτάχυνση απορρόφησης ευρωπαϊκών πόρων, την τυπική απελευθέρωση αγορών και την ιδιωτικοποίηση επιμέρους λειτουργιών. Η εμπειρία της προηγούμενης δεκαετίας δείχνει ότι η απορρόφηση πόρων χωρίς αναδιοργάνωση θεσμών και ανταγωνισμού καταλήγει σε ανάσχεση της δυναμικής: βραχυπρόθεσμη ώθηση επενδύσεων, αλλά περιορισμένη βιωσιμότητα όταν οι εξωτερικές ροές υποχωρούν ή όταν οι παλιές πρακτικές (ολιγοπωλιακές δομές, ρυθμιστική αιχμαλωσία, χαμηλή ικανότητα επιβολής συμβάσεων) δεν μεταβάλλονται. Η κανονικότητα γίνεται έτσι ένα υπό-βέλτιστο ισοζύγιο: επαρκές για αποφυγή αστάθειας, ανεπαρκές για άλμα παραγωγικότητας.
Ο πυρήνας της εσωτερικής αντίφασης βρίσκεται στη σύγκρουση τριών στόχων: δημοσιονομικής φερεγγυότητας, πολιτικής αποδοχής και παραγωγικού μετασχηματισμού. Η ταυτόχρονη επίτευξή τους απαιτεί χρονισμό και ακολουθία που σπάνια τηρείται. Οι κυβερνήσεις προκρίνουν ό,τι έχει γρήγορο και μετρήσιμο αποτέλεσμα στην εικόνα: ισοσκελισμοί, «εύκολες» ψηφιακές επιτυχίες στην αλληλεπίδραση πολίτη-κράτους, θεσμική εναρμόνιση με ευρωπαϊκές οδηγίες. Αναβάλλουν ό,τι έχει ισχυρούς αντιπάλους και αργό όφελος: αναδιάρθρωση του συστήματος δικαιοσύνης και επιβολής συμβάσεων, βαθύ ανταγωνισμό σε κλειστές αγορές υπηρεσιών, ουσιαστική αναδιοργάνωση δημόσιων προμηθειών και εποπτείας, μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης με φορολογική αυτονομία και ευθύνη. Η πολιτική δυσανεξία στις «πραγματικές αλλαγές» δεν είναι ιδεολογική· είναι στρατηγική: οι συγκρούσεις με θεσμικούς «παίκτες βέτο» κοστίζουν, ενώ τα οφέλη διαχέονται σε χρονικό ορίζοντα πέραν του εκλογικού κύκλου.
Η δομή του παραγωγικού υποδείγματος εντείνει την τάση συντήρησης. Η ελληνική μεγέθυνση εξακολουθεί να στηρίζεται σε κλάδους χαμηλής τεχνολογικής έντασης αλλά υψηλής ρευστότητας (τουρισμός, ακίνητα, ορισμένες υπηρεσίες), σε ναυτιλία που λειτουργεί διεθνοποιημένα με περιορισμένη εγχώρια διάχυση και σε έργα υποδομών με υψηλή δημόσια συμμετοχή. Η μετάβαση προς διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας παραμένει δύσκολη όταν η επιχειρηματική βάση είναι κατακερματισμένη, η πρόσβαση σε κεφάλαιο και ενδιάμεσες δεξιότητες άνιση και η φορολογική/ρυθμιστική αβεβαιότητα σε επίπεδο εφαρμογής επιμένει. Η τυπική βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος (one-stop, αδειοδοτήσεις, ψηφιακές υπηρεσίες) δεν αρκεί όταν μηχανισμοί επίλυσης διαφορών, ταχύτητα δικαιοσύνης, προβλεψιμότητα διοικητικών πράξεων και ποιότητα ανταγωνισμού δεν συνακολουθούν. Η συνέπεια είναι ένα μίγμα ανάπτυξης με κυκλικές εξάρσεις και χαμηλή συνοχή παραγωγικής αναβάθμισης.
Η χρηματοπιστωτική διάσταση είναι καταλυτική. Η εξάρτηση από εξωτερική χρηματοδότηση και αξιολογήσεις ενθαρρύνει συντηρητική κατανομή πιστώσεων: κεφάλαιο ρέει σε ώριμες δραστηριότητες με χαμηλότερο ρίσκο ή σε έργα που «δένονται» με δημόσιους πόρους. Η καινοτόμος επιχειρηματικότητα χωρίς εμπράγματες εξασφαλίσεις συναντά τοίχο. Παράλληλα, οι ίδιες οι δημόσιες πολιτικές στήριξης (εγγυήσεις, επιχορηγήσεις) συχνά αναπαράγουν το πρόβλημα επιλογής έργων με γνώμονα την απορρόφηση και όχι το αναπτυξιακό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα. Η κανονικότητα εμφανίζεται έτσι ως σταθερότητα του ισοζυγίου ρίσκου: οι θεσμοί αποφεύγουν τον ασύμμετρο κίνδυνο πολιτικού κόστους, αλλά η οικονομία παραμένει εγκλωβισμένη σε μέση απόδοση.
Στο θεσμικό επίπεδο, το κράτος κινείται με δύο ταχύτητες. Στην ορατή βιτρίνα, η ψηφιακή μετάβαση βελτιώνει εμπειρίες πολιτών και επιχειρήσεων, δημιουργεί αίσθηση προόδου και περιορίζει μικρο-διαφθορά στα σημεία επαφής. Στον αθέατο κορμό, τα συστήματα ελέγχου, αξιολόγησης και επιβολής παραμένουν άνισα. Οι ανεξάρτητες αρχές έχουν ενισχυθεί θεσμικά, αλλά η πραγματική ανεξαρτησία τους εξαρτάται από πόρους, στελέχωση και πολιτική ανοχή σε παρεμβάσεις που θίγουν ισχυρούς. Η διοικητική ικανότητα διαφέρει δραματικά μεταξύ υπηρεσιών, ενώ η παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα παραμένει χαμηλή όπου δεν υπάρχει μετρήσιμος στόχος εξωτερικής συμμόρφωσης. Εδώ εντοπίζεται η «ελληνική ιδιαιτερότητα» της κανονικότητας: η χώρα επιτυγχάνει εντυπωσιακά σε έργα με σαφή ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και ορόσημα, αλλά υστερεί εκεί όπου απαιτείται εσωτερικός αυτοεξαναγκασμός χωρίς εξωτερικό επιτηρητή.
Η αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, σε καίριους τομείς, διατηρεί ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά με υψηλά περιθώρια και περιορισμένη κινητικότητα νεοεισερχομένων. Οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις εστιάζουν συχνά στη «διευκόλυνση» διαδικασιών, σπανιότερα στη διάρρηξη εδραιωμένων δομών ισχύος. Χωρίς έμπρακτη πολιτική υπέρ του ανταγωνισμού στις προμήθειες, στα δίκτυα, στη λιανική ενέργειας, στις επαγγελματικές υπηρεσίες, η όποια μακροοικονομική βελτίωση δεν μεταφράζεται σε διατηρήσιμη ενίσχυση της συνολικής παραγωγικότητας. Η κανονικότητα γίνεται κανονιστική: εξασφαλίζει συμμόρφωση με τους τύπους, όχι με το αποτέλεσμα.
Στο φορολογικό/εισπρακτικό πεδίο, η βάση παραμένει στενή και η προοδευτικότητα δοκιμάζεται από την εκτεταμένη αυτοαπασχόληση, τη νομική πολυπλοκότητα και την ετερογένεια ελέγχων. Η ψηφιοποίηση εσόδων βελτιώνει το τοπίο, αλλά η ουσία βρίσκεται στην ικανότητα διασταυρώσεων, στην απονομή δικαιοσύνης με ταχύτητα και στη συνεπή επιβολή κανόνων ανεξαρτήτως ισχύος υπόχρεων. Όσο η κοινωνική αντίληψη παραμένει ότι οι κανόνες εφαρμόζονται επιλεκτικά, η πολιτική νομιμοποίηση για γενναίες μεταρρυθμίσεις παραμένει ρηχή. Η δυσανεξία δεν είναι απέναντι στην αλλαγή ως τέτοια· είναι απέναντι στην άνιση εφαρμογή της.
Η σχέση οικονομίας–πολιτικής κλείνει τον κύκλο της αντίφασης. Η επιτυχία στην εξωτερική αξιολόγηση παράγει πολιτικό κεφάλαιο που επανεπενδύεται στην επικοινωνία της σταθερότητας. Η κοινωνική πλειοψηφία ανταμείβει την προβλεψιμότητα, ανεχόμενη χαμηλότερη ένταση μετασχηματισμού. Όμως η ίδια αυτή στρατηγική υπονομεύει το μεσοπρόθεσμο δυναμικό: χωρίς εκσυγχρονισμένη δικαιοσύνη, χωρίς σπασίματα ολιγοπωλίων, χωρίς αποτελεσματική τοπική διοίκηση με φορολογική ευθύνη, χωρίς επαγγελματική εκπαίδευση ευθυγραμμισμένη με νέες τεχνολογίες, η παραγωγικότητα καθηλώνεται. Το αποτέλεσμα είναι «ανάπτυξη με οροφή»: επαρκής για πολιτική σταθερότητα και θεσμική φερεγγυότητα, ανεπαρκής για σύγκλιση με τα δυναμικά τμήματα της Ευρώπης.
Η εξωτερική γεωοικονομική συγκυρία επιτείνει τις πιέσεις. Η αποπαγκοσμιοποίηση σε επιλεγμένες αλυσίδες αξίας, η ασφάλεια εφοδιασμών, η πράσινη μετάβαση και η στρατηγική τεχνολογική πολιτική των μεγάλων δυνάμεων αναδιοργανώνουν τα κριτήρια βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας. Η ελληνική οικονομία έχει ευκαιρίες (ενέργεια, διαμετακόμιση, δεδομένα/υποθαλάσσιες υποδομές, άμυνα/διττή τεχνολογία), αλλά η αξιοποίησή τους δεν είναι «ουδέτερη»: απαιτεί οριζόντιους θεσμικούς μετασχηματισμούς και κατακόρυφες επιλογές που δημιουργούν νέες συμμαχίες και νέες αντιστάσεις. Η πολιτική οικονομία της κανονικότητας τείνει να αποφεύγει τις κατακόρυφες επιλογές, επειδή απογυμνώνουν τα κόστη και προκαλούν συγκρούσεις. Η συνέπεια είναι απώλεια παραθύρων ευκαιρίας.
Η εμβάθυνση στην εξάρτηση από εξωτερικά κέντρα αποφάσεων επιβάλλει μια πιο ρεαλιστική ανάγνωση. Δεν υφίσταται «επιστροφή» σε πλήρη πολιτική αυτονομία μέσα σε νομισματική ένωση και αλληλεξαρτώμενες αγορές. Υφίσταται, όμως, δυνατότητα για «ενεργητική συμμόρφωση»: χρήση των κανόνων ως μοχλών εσωτερικής αλλαγής. Όταν οι ευρωπαϊκές δεσμεύσεις γίνονται αφορμή για μετασχηματισμό «στην ουσία» (ανταγωνισμός, δικαιοσύνη, επιβολή, τοπική διακυβέρνηση), η εξάρτηση μετατρέπεται σε εργαλείο. Όταν γίνονται αποκλειστικά πλαίσιο «επικοινωνιακής τήρησης» και απορρόφησης πόρων, η εξάρτηση παγιώνει την αδράνεια. Η διάκριση αυτή δεν είναι ρητορική· κρίνεται σε μικρές, μετρήσιμες πράξεις: πόσες αποφάσεις ρυθμιστικών αρχών άντεξαν πολιτική πίεση, πόσοι διαγωνισμοί έγιναν ανταγωνιστικοί, πόσοι έλεγχοι έπληξαν κατεστημένα συμφέροντα, πόσες διοικητικές διαδικασίες απλοποιήθηκαν «στον πυρήνα» αντί να μετακομίσουν απλώς σε ψηφιακές οθόνες.
Η πολιτική δυσανεξία στις πραγματικές αλλαγές δεν πρόκειται να εξαλειφθεί· μπορεί, όμως, να τιθασευθεί με τρεις προϋποθέσεις πολιτικής οικονομίας. Πρώτον, με σοβαρή χαρτογράφηση των χαμένων/κερδισμένων και ειλικρινή, έγκαιρη αντιστάθμιση κόστους μετάβασης — όχι ως πελατειακή αποζημίωση, αλλά ως επένδυση δεξιοτήτων και πρόσβασης σε κεφάλαιο. Δεύτερον, με θωράκιση θεσμών επιβολής κανόνων από περιστασιακά βέτο: χρηματοδοτική και λειτουργική ανεξαρτησία, στελέχωση με επαγγελματικά πρότυπα, μετρήσιμους στόχους έκβασης. Τρίτον, με επαναφορά της έννοιας του ανταγωνισμού ως δημόσιου αγαθού: στον βαθμό που ο πολίτης/καταναλωτής βιώνει χειροπιαστά οφέλη από σπασίματα ολιγοπωλίων, η κοινωνική νομιμοποίηση των δύσκολων μεταρρυθμίσεων αυξάνει.
Η ελληνική κανονικότητα υπήρξε αναγκαία μετά την περίοδο ακραίας αβεβαιότητας. Δεν μπορεί όμως να αποτελέσει επαρκές αναπτυξιακό πρόταγμα στον ορίζοντα της επόμενης δεκαετίας. Η πρόκληση δεν είναι να αρνηθεί κανείς τους κανόνες που εξασφαλίζουν φερεγγυότητα, αλλά να τους υπερβεί ως αποκλειστικό ορίζοντα. Η πραγματική μεταρρύθμιση είναι πολιτική πράξη ανακατανομής ισχύος με καθαρή στόχευση: να μετακινηθεί η οικονομία από ένα υπό-βέλτιστο ισοζύγιο σταθερότητας–χαμηλής παραγωγικότητας σε μια νέα ισορροπία όπου οι κανόνες εφαρμόζονται οριζόντια, ο ανταγωνισμός γίνεται αξίωση της κοινωνίας, το κράτος μετρά την επιτυχία του με βάση την ικανότητα επιβολής και τις επιδόσεις δικαιοσύνης και η εξωτερική εξάρτηση μετατρέπεται από επιτηρούμενη συμμόρφωση σε καταλύτη εγχώριας θεσμικής ενδυνάμωσης. Μόνο τότε η κανονικότητα θα πάψει να είναι συνώνυμη της αδράνειας και θα γίνει υπόβαθρο για μια ανάπτυξη με ανθεκτικότητα, βάθος και κοινωνική νομιμοποίηση.
Πρόσφατα σχόλια