Η συμφωνία για την προμήθεια 20 μαχητικών Eurofighter από την Τουρκία αποτελεί μια εξέλιξη με βαθύ γεωπολιτικό, στρατηγικό και βιομηχανικό αποτύπωμα που υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια μιας συμβατικής εξοπλιστικής πράξης. Η απόφαση αυτή επαναπροσδιορίζει την τοποθέτηση της Άγκυρας στο διεθνές σύστημα ασφαλείας και αναδεικνύει τον νέο ρόλο του Ηνωμένου Βασιλείου στη μετα-Brexit εποχή ως διαμορφωτή ισορροπιών στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε μια περίοδο κατά την οποία η γεωπολιτική ρευστότητα, οι ενεργειακές αντιπαραθέσεις και η στρατηγική σημασία της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ βρίσκονται σε κορύφωση, η συμφωνία αποκτά χαρακτήρα συστημικής μεταβλητής.
Ο οικονομικός όγκος της σύμβασης, που υπερβαίνει τα δέκα δισεκατομμύρια δολάρια, εμπεδώνει τη βιωσιμότητα της ευρωπαϊκής γραμμής παραγωγής για περισσότερο από μια δεκαετία. Η εγγυημένη απασχόληση χιλιάδων εξειδικευμένων εργαζομένων και η διατήρηση τεχνολογικών ικανοτήτων αυξάνουν το στρατηγικό βάθος της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, ανακόπτοντας το ρήγμα που δημιούργησε η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η συμφωνία λειτουργεί έτσι ως κρίσιμος συνδετικός ιστός ανάμεσα σε μία Ευρώπη που αναζητεί στρατηγική αυτονομία και σε ένα Λονδίνο που επιδιώκει να παραμείνει κορυφαίος εξαγωγικός πόλος τεχνολογιών αιχμής.
Στο επιχειρησιακό επίπεδο, το Eurofighter ενισχύει ποιοτικά και δομικά την τουρκική Πολεμική Αεροπορία. Οι προηγμένες εκδόσεις του αεροσκάφους εισάγουν νέες παραμέτρους αεροπορικής ισχύος, επιτρέποντας δικτυοκεντρικές επιχειρήσεις, παρακολούθηση πολλαπλών στόχων και εμπλοκές σε αποστάσεις πολλαπλάσιες των αντίστοιχων δυνατοτήτων παλαιότερων τύπων μαχητικών. Η ενσωμάτωση προηγμένων όπλων μεγάλης εμβέλειας, όπως ο πύραυλος Meteor, μετασχηματίζει το δόγμα αεροπορικής αντιπαράθεσης, επιτρέποντας πλήγματα πέραν του οπτικού ορίζοντα, όπου ο εντοπισμός, και όχι η ορατότητα, αποτελεί τον παράγοντα επιβίωσης. Η μετάβαση αυτή ενδυναμώνει θεαματικά τη δυνατότητα του αγοραστή να ασκήσει αποτρεπτική ισχύ και να επιτελεί στρατηγικές αποστολές που αφορούν όλο το τόξο της Ανατολικής Μεσογείου.
Σε διπλωματικό επίπεδο, η επιλογή ευρωπαϊκού μαχητικού συνιστά σαφές μήνυμα αναπροσαρμογής της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η Άγκυρα δηλώνει ότι, χωρίς να αποκόπτεται από τις υφιστάμενες σχέσεις με μεγάλους εξωευρωπαϊκούς προμηθευτές, αναζητά και επιτυγχάνει μια νέα ισορροπία, στην οποία οι ευρωπαϊκές τεχνολογίες καθίστανται στρατηγικά αναγκαίες. Η στροφή αυτή λειτουργεί ως διπλωματικό εργαλείο επαναπροσέγγισης με τη Δύση, αλλά παράλληλα ενισχύει την ευρωπαϊκή επιρροή πάνω στις τουρκικές επιλογές, δημιουργώντας ένα πλέγμα αμοιβαίας εξάρτησης που μετατρέπει τη συμφωνία σε πολιτικό συν-διαμορφωτή της περιφερειακής ασφάλειας.
Η νέα πραγματικότητα προκαλεί ανησυχίες στην Αθήνα· όχι όμως λόγω ενός άμεσου κινδύνου απώλειας αεροπορικής υπεροχής. Η Ελλάδα έχει ήδη χαράξει έναν σχεδόν προτυποποιημένο οδικό χάρτη προς την τεχνολογική κορυφή της αεροπορικής ισχύος μέσω της ένταξης μαχητικών 5ης γενιάς, της ολοκλήρωσης των αναβαθμίσεων στα F-16 σε διαμόρφωση Viper και της επιχειρησιακής αξιοποίησης των Rafale. Ωστόσο, η διατήρηση αυτής της ανωτερότητας δεν είναι δεδομένη. Αποτελεί λειτουργία της δυνατότητας υποστήριξης, του βάθους των συμμαχιών, της ικανότητας δικτυοκεντρικής ολοκλήρωσης και της τεχνικής διαθεσιμότητας σε πραγματικό χρόνο. Επομένως, η Ελλάδα καλείται να επενδύσει όχι μόνο σε νέα πλατφόρμα ισχύος αλλά σε νέο οικοσύστημα ισχύος.
Παράλληλα, η Αθήνα έχει στη διάθεσή της ισχυρά θεσμικά εργαλεία στο πλαίσιο της ΕΕ. Η συμμετοχή τρίτων χωρών σε ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά προγράμματα άμυνας δεν είναι αυτόματη· αποτελεί διαδικασία που διέπεται από όρους, προϋποθέσεις και κυρίως δικαίωμα αρνησικυρίας. Έτσι, η αναβάθμιση των ευρωπαϊκών σχέσεων της Τουρκίας μπορεί να εξελιχθεί σε διπλωματικό μοχλό για τη μείωση των εντάσεων και τη σταδιακή άρση αναθεωρητικών απειλών. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να μετατρέψει την τεχνολογική ανάγκη της Τουρκίας σε διαπραγματευτικό κεφάλαιο σταθερότητας.
Η συμφωνία Eurofighter επιβεβαιώνει ότι το στρατηγικό περιβάλλον της Ανατολικής Μεσογείου εισέρχεται σε φάση υψηλής τεχνολογικής αποτροπής, όπου οι αεροπορικές δυνατότητες δεν κρίνονται από τον αριθμό των μέσων, αλλά από την εμβέλεια των αισθητήρων, την αποτελεσματικότητα των συστημάτων ηλεκτρονικού πολέμου, τον χρόνο ανταπόκρισης της αλυσίδας διοίκησης και την πραγματική διαθεσιμότητα στόλου σε περιόδους κρίσης. Η ασφάλεια δεν είναι πλέον ζήτημα ποσοτικής υπεροχής αλλά ποιοτικής συνέργειας, δικτύωσης και ενεργού συμμετοχής σε συμμαχικές δομές.
Στο νέο αυτό πλαίσιο, η Τουρκία επιδιώκει να κερδίσει χώρο ώστε να αναδιαπραγματευθεί τη θέση της στη Δύση και να διεκδικήσει αυξημένο ρόλο ως περιφερειακός ρυθμιστής. Η Ελλάδα, από την πλευρά της, πρέπει να μετατρέψει το ισχύον ποιοτικό προβάδισμά της σε μακροχρόνια στρατηγική υπεροχή, θωρακίζοντας την αποτρεπτική της ικανότητα και ενισχύοντας την ευρωπαϊκή της πολιτική βαρύτητα. Η Ανατολική Μεσόγειος δεν μεταβάλλεται απλά ως προς τα οπλικά συστήματα· μετασχηματίζεται ως προς το ποιος έχει τον έλεγχο των όρων του παιχνιδιού.
Πρόσφατα σχόλια