Η εμπορική συμφωνία ΗΠΑ–ΕΕ πρόκειται για έναν επανακαταμερισμό ισχύος που επιδρά τόσο στην εσωτερική συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και στον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών. Η συμφωνία, προϊόν εντατικών αλλά αδιαφανών διαπραγματεύσεων, επιχειρεί να αποτρέψει την πλήρη σύγκρουση μετά την εξαγγελία της αμερικανικής κυβέρνησης για επιβολή δασμών 50% στα περισσότερα ευρωπαϊκά προϊόντα. Αν και τελικά κατέληξε σε ένα «ήπιο» πλαίσιο 15% για το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, τα βαθύτερα πολιτικά και στρατηγικά διακυβεύματα ξεπερνούν κατά πολύ τους αριθμούς.

Από την απειλή στην «ρεαλιστική συμφωνία»

Η ανακοίνωση της Ουάσινγκτον περί εκτεταμένων δασμολογικών επιβαρύνσεων λειτουργούσε ως μέσο πίεσης, προκειμένου η Ευρώπη να συναινέσει σε μία ευρύτερη αναδιάταξη του διατλαντικού εμπορίου. Η ΕΕ, με τη σειρά της, βρέθηκε αντιμέτωπη με την πρόκληση να προστατεύσει την ενιαία αγορά, να αποφύγει εσωτερική διάσπαση, και να αποτρέψει την πυροδότηση εμπορικού πολέμου με τον βασικότερο στρατηγικό της εταίρο. Η συμφωνία που επιτεύχθηκε μπορεί να θεωρηθεί «έντιμος συμβιβασμός»: επιβλήθηκε ένας γενικευμένος δασμός 15% για τα περισσότερα βιομηχανικά προϊόντα, αλλά εξαιρέθηκαν κρίσιμοι τομείς όπως η φαρμακευτική βιομηχανία, η αεροναυπηγική, οι ημιαγωγοί και οι στρατηγικές πρώτες ύλες.

Αν και το ποσοστό 15% θεωρείται σημαντικό, η επιβολή του ενιαία και χωρίς διακρίσεις παρουσιάζεται από την αμερικανική πλευρά ως «δίκαιη συμμετρία», ενώ από την ΕΕ ως το ελάχιστο κακό. Πέραν των αριθμών, όμως, το ουσιώδες στοιχείο είναι ότι για πρώτη φορά από την εποχή της TTIP, οι δύο πλευρές συμφωνούν σε ένα θεσμικό πλαίσιο παρακολούθησης, επαναξιολόγησης και δυναμικής αναπροσαρμογής των όρων της συμφωνίας ανά εξάμηνο. Πρόκειται για ένα «μηχανισμό διαλόγου υπό πίεση», χωρίς ακόμα πλήρη νομική ισχύ, αλλά με πολιτική και στρατηγική βαρύτητα.

Ενέργεια και επενδύσεις: υπερδεσμεύσεις και αβεβαιότητα

Το επενδυτικό και ενεργειακό σκέλος της συμφωνίας αποτελεί δεύτερο πυλώνα, ακόμη πιο αμφιλεγόμενο από τον πρώτο. Η ΕΕ δεσμεύτηκε να αυξήσει δραματικά τις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ με στόχο $750 δισ. έως το 2028. Επιπλέον, ανακοινώθηκαν επενδύσεις ευρωπαϊκής προέλευσης άνω των $600 δισ. σε αμερικανικά τεχνολογικά έργα και υποδομές. Παρά το εντυπωσιακό ύψος των κεφαλαίων, η υλοποίηση αυτών των δεσμεύσεων εγείρει ερωτήματα.

Πρώτον, η έλλειψη σαφών μηχανισμών χρηματοδότησης και θεσμικής εποπτείας θέτει ζήτημα αξιοπιστίας. Η πλειονότητα των ενεργειακών και επενδυτικών αποφάσεων στην ΕΕ λαμβάνεται από ιδιώτες ή εθνικές αρχές – όχι από τις Βρυξέλλες. Συνεπώς, οι ανακοινώσεις αυτές ενδέχεται να αποτελούν περισσότερο συμβολικές χειρονομίες παρά δεσμεύσεις με νομική ισχύ.

Δεύτερον, από περιβαλλοντική και ενεργειακή σκοπιά, η αύξηση εισαγωγών LNG έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον Ευρωπαϊκό Πράσινο Συμφωνημένο Οδικό Χάρτη. Η Ευρώπη φαίνεται να υποκαθιστά την εξάρτηση από ρωσική ενέργεια με μία νέα, δυτικόστροφη ενεργειακή εξάρτηση, γεγονός που υπονομεύει την ενεργειακή αυτονομία και την πράσινη μετάβαση.

Εσωτερικές διαιρέσεις και στρατηγική ασυμμετρία

Η αντίδραση εντός της ΕΕ απέναντι στη συμφωνία υπήρξε έντονα διαιρεμένη. Η Γαλλία επέκρινε τη συμφωνία ως «στρατηγικά άνιση» και πολιτικά αδιαφανή. Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία, με σαφή προσήλωση στις εξαγωγές και στην ανάγκη αποφυγής διαταραχής του εμπορικού status quo, υποστήριξε τη συμφωνία ως τον μόνο ρεαλιστικό δρόμο υπό τις συνθήκες πίεσης που δημιούργησε η αμερικανική πλευρά.

Η συζήτηση αυτή δεν είναι απλώς εμπορική, αλλά συνιστά στρατηγική σύγκρουση για το μέλλον της ευρωπαϊκής αυτονομίας. Η διαφαινόμενη αδυναμία της ΕΕ να μιλήσει με ενιαία φωνή και να χαράξει μακροπρόθεσμη στρατηγική απέναντι σε πιέσεις υπερδυνάμεων αποκαλύπτει μια κρίσιμη θεσμική υστέρηση.

Ποιοι κερδίζουν και ποιοι χάνουν;

Από βιομηχανική σκοπιά, τα μεγάλα ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που εξάγουν προϊόντα υψηλής τεχνολογίας επωφελούνται από τις εξαιρέσεις. Η φαρμακοβιομηχανία, η αεροδιαστημική, τα λογισμικά, οι πράσινες τεχνολογίες και οι ημιαγωγοί παραμένουν, προς το παρόν, αλώβητοι. Αντιθέτως, οι βιομηχανίες μεσαίας έντασης κεφαλαίου – χημικά, χάλυβας, αγροτικά προϊόντα – θα επιβαρυνθούν σημαντικά, με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να βρίσκονται σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση. Παράλληλα, οι αμερικανικές επιχειρήσεις αποκτούν πρόσβαση σε μεγαλύτερες ευρωπαϊκές επενδύσεις και σε σταθερό ενεργειακό αγοραστή.

Οι καταναλωτές, και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, αναμένεται να υποστούν επιβάρυνση: οι ευρωπαϊκές εξαγωγές γίνονται πιο ακριβές στις ΗΠΑ, ενώ η ενεργειακή εξάρτηση συνεπάγεται διακυμάνσεις στο κόστος ενέργειας στην ΕΕ. Μακροοικονομικά, η ΕΕ ίσως καταγράψει απώλεια 0,3% έως 0,5% του ΑΕΠ της το 2025, ενώ η Αμερική θα αντιμετωπίσει πληθωριστική πίεση της τάξης του 0,2–0,4%.

Μελλοντικές προκλήσεις και στρατηγικές επισημάνσεις

Καθώς η συμφωνία δεν είναι ένα τετελεσμένο γεγονός, αλλά μία δυναμική δομή υπό συνεχή διαπραγμάτευση δημιουργούνται συγκεκριμένα ερωτήματα:

  • Πώς θα ενεργοποιηθεί ο ευρωπαϊκός μηχανισμός «Anti-Coercion» σε περίπτωση αθέτησης;
  • Θα κατοχυρωθούν δικλείδες ασφαλείας σε τεχνολογικές μεταβιβάσεις, ιδίως στην τεχνητή νοημοσύνη;
  • Μπορεί η ΕΕ να αναπτύξει εναλλακτικές διατλαντικές συμμαχίες που να εξισορροπήσουν το βάρος των ΗΠΑ;

Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δεν εξαρτάται μόνον από την οικονομική πολιτική, αλλά από τον ευρύτερο στρατηγικό προσανατολισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συμφωνία είναι καθρέπτης του σημερινού γεωπολιτικού ρεαλισμού: σε έναν κόσμο πολλαπλών κρίσεων, η στρατηγική αυτονομία μπορεί να είναι επιθυμητή, αλλά η στρατηγική εξάρτηση είναι ακόμη η κυρίαρχη συνθήκη.