Η Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται σε μια μεταβατική περίοδο που δεν χαρακτηρίζεται από θεαματικές ρήξεις, αλλά από σωρευτικές μετατοπίσεις. Οι αλλαγές αυτές, αν και παρουσιάζονται ως τεχνικές βελτιστοποιήσεις και προσαρμογές σε νέες προτεραιότητες, συνιστούν βαθύτερες αναδιατάξεις στο πώς νοείται ο ρόλος του αγροτικού τομέα στο ευρωπαϊκό οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο. Η σημερινή πολιτική επικαιρότητα καθιστά εμφανές ότι η ΚΑΠ δεν λειτουργεί πλέον μόνο ως εργαλείο στήριξης εισοδήματος, αλλά ως μηχανισμός διαχείρισης κρίσεων, περιβαλλοντικών στόχων και γεωπολιτικών αβεβαιοτήτων.

Στον πυρήνα της τρέχουσας ΚΑΠ βρίσκεται η προσπάθεια εξισορρόπησης αντικρουόμενων στόχων. Από τη μία πλευρά, η Ένωση επιδιώκει τη δημοσιονομική πειθαρχία και την αποτελεσματικότητα των δαπανών. Από την άλλη, καλείται να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα της αγροτικής παραγωγής σε ένα περιβάλλον αυξημένων πιέσεων, τόσο από τις αγορές όσο και από την κλιματική αλλαγή. Η έμμεση κριτική προς το ισχύον πλαίσιο αφορά ακριβώς αυτή τη δυσκολία συνδυασμού στόχων χωρίς σαφή ιεράρχηση.

Η μετάβαση σε ένα μοντέλο που δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην «πράσινη αρχιτεκτονική» της ΚΑΠ παρουσιάζεται ως αναγκαία και αυτονόητη. Ωστόσο, η εφαρμογή των νέων απαιτήσεων μεταφέρει σημαντικό μέρος του κόστους προσαρμογής στους ίδιους τους παραγωγούς. Οι οικολογικές δεσμεύσεις, τα οικολογικά σχήματα και οι αυξημένες κανονιστικές υποχρεώσεις λειτουργούν συχνά ως φίλτρα αποκλεισμού για τις μικρότερες εκμεταλλεύσεις, χωρίς να αμφισβητείται ευθέως ο συνολικός προσανατολισμός της πολιτικής.

Η ΚΑΠ, ιστορικά, αποτέλεσε εργαλείο σταθεροποίησης εισοδημάτων και κοινωνικής συνοχής στην ύπαιθρο. Σήμερα, όμως, παρατηρείται μια σταδιακή μετατόπιση προς ένα μοντέλο υπό όρους στήριξης, όπου η πρόσβαση στους πόρους εξαρτάται όλο και περισσότερο από διοικητική ικανότητα, τεχνική επάρκεια και επενδυτική δυνατότητα. Αυτή η εξέλιξη, αν και δεν διακηρύσσεται ρητά, επηρεάζει τον κοινωνικό χαρακτήρα της πολιτικής.

Η έμμεση κριτική αναδύεται μέσα από τα αποτελέσματα και όχι από τις διακηρύξεις. Η συγκέντρωση των ενισχύσεων παραμένει ένα από τα πιο επίμονα χαρακτηριστικά της ΚΑΠ, παρά τις προσπάθειες ανακατανομής. Οι μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις και οι επιχειρηματικές μορφές γεωργίας διαθέτουν τα μέσα να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις, να αξιοποιήσουν τα εργαλεία και να απορροφήσουν τους κραδασμούς. Αντίθετα, οι μικροί και μεσαίοι παραγωγοί συχνά αντιμετωπίζουν την πολιτική ως ένα ολοένα πιο σύνθετο και απαιτητικό σύστημα.

Η τρέχουσα πολιτική συγκυρία, με τις συζητήσεις για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και τις μελλοντικές προτεραιότητες της Ένωσης, αναδεικνύει το ζήτημα της στρατηγικής αυτονομίας. Η αγροτική παραγωγή επανέρχεται στο επίκεντρο ως κρίσιμος παράγοντας επισιτιστικής ασφάλειας. Παρά ταύτα, η ΚΑΠ εξακολουθεί να λειτουργεί κυρίως ως μηχανισμός προσαρμογής σε εξωτερικούς στόχους, παρά ως ενεργό εργαλείο αναπτυξιακού σχεδιασμού για την ύπαιθρο.

Η κοινωνική διάσταση της ΚΑΠ δεν απουσιάζει από τα κείμενα πολιτικής, αλλά συχνά παραμένει δευτερεύουσα στην εφαρμογή. Η ανανέωση του αγροτικού πληθυσμού, η συγκράτηση της εγκατάλειψης και η ενίσχυση της τοπικής οικονομίας αντιμετωπίζονται περισσότερο ως συνοδευτικοί στόχοι, παρά ως κεντρικοί άξονες. Το αποτέλεσμα είναι μια πολιτική που διατηρεί την τυπική της συνοχή, αλλά εμφανίζει λειτουργικά κενά σε επίπεδο κοινωνικών αποτελεσμάτων.

Σε αυτό το πλαίσιο, η έμμεση κριτική αφορά την έλλειψη μηχανισμών ουσιαστικής αναδιανομής κινδύνων. Η ΚΑΠ εξακολουθεί να βασίζεται σε άμεσες ενισχύσεις, χωρίς να έχει αναπτύξει επαρκώς συλλογικά εργαλεία διαχείρισης κρίσεων. Οι πρόσφατες αναταράξεις στις αγορές και τα ακραία καιρικά φαινόμενα ανέδειξαν τα όρια ενός συστήματος που προϋποθέτει σταθερότητα για να λειτουργήσει αποτελεσματικά.

Η πολιτική οικονομία της ΚΑΠ επηρεάζεται επίσης από τις γεωπολιτικές εξελίξεις. Οι εμπορικές συμφωνίες, οι διεθνείς εντάσεις και η αβεβαιότητα στις εφοδιαστικές αλυσίδες μεταβάλλουν το περιβάλλον στο οποίο καλείται να λειτουργήσει ο ευρωπαίος παραγωγός. Η πολιτική απάντηση, ωστόσο, παραμένει περισσότερο αντιδραστική παρά προληπτική, εστιάζοντας στη διαχείριση συνεπειών αντί στον στρατηγικό σχεδιασμό.

Συνολικά, η ΚΑΠ βρίσκεται σε μια φάση όπου οι επιλογές της δεν αμφισβητούνται ανοιχτά, αλλά επαναπροσδιορίζονται σιωπηρά μέσα από την εφαρμογή. Η κοινωνική ευαισθησία της πολιτικής εξαρτάται όλο και περισσότερο από εθνικές παρεμβάσεις και λιγότερο από τον ευρωπαϊκό πυρήνα της. Αυτό δημιουργεί ένα άνισο πεδίο, όπου τα αποτελέσματα διαφοροποιούνται σημαντικά μεταξύ κρατών και περιφερειών.

Η ουσιαστική συζήτηση για το μέλλον της ΚΑΠ δεν αφορά μόνο το ύψος των κονδυλίων, αλλά τον τρόπο με τον οποίο αυτά κατανέμονται και τους στόχους που υπηρετούν. Η έμμεση κριτική που προκύπτει από την ανάλυση δεν αμφισβητεί τη χρησιμότητα της πολιτικής, αλλά αναδεικνύει την ανάγκη επαναφοράς του κοινωνικού της πυρήνα ως κεντρικού και όχι περιφερειακού στοιχείου.