Οι κοινωνικοπολιτικές μεταβολές και οι θεσμικές προκλήσεις της εποχής μας δημιουργούν την ανάγκη για μία Συνταγματική αναθεώρηση. Η αναγκαιότητα αυτή συνυπάρχει με τη βούληση για προσαρμογή του Συντάγματος στις απαιτήσεις της σύγχρονης διακυβέρνησης.

Κορυφαίο παράδειγμα ανάγκης αναθεώρησης συνιστά το άρθρο 86 περί ποινικής ευθύνης υπουργών. Η μέχρι σήμερα ισχύουσα αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση ποινικής δίωξης έχει ενισχύσει την αντίληψη περί θεσμοθετημένης ατιμωρησίας, υπονομεύοντας την αρχή της ισονομίας. Μια συνταγματική πρόβλεψη που θα εξάλειφε αυτή την ιδιότυπη ποινική προνομία και θα υπήγαγε τα μέλη της κυβέρνησης στις συνήθεις δικαστικές διαδικασίες μετά το πέρας της θητείας τους, συνοδευόμενη από θεσμικά αντίβαρα κατά της πολιτικής εργαλειοποίησης της δικαιοσύνης.

Η αρχιτεκτονική του Συντάγματός μας “πριμοδοτεί” την εκτελεστική εξουσία έναντι της νομοθετικής. Ο εγγενής πρωθυπουργοκεντρισμός καταδεικνύει το έλλειμα της αποτελεσματικότητας των θεσμικών αντιβάρων.( checks and balances) Η Βουλή, ιδίως μετά την αναθεώρηση του 1986, συχνά λειτουργεί ως επικυρωτικό όργανο της εκτελεστικής εκτελεστικής εξουσίας με αποτέλεσμα τον υποβιβασμό του κοινοβουλευτικού ελέγχου. Η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων των διαρκών επιτροπών, η υποχρεωτική παρουσία υπουργών στις συζητήσεις, η θεσμοθέτηση μηχανισμών αυτεπάγγελτης κοινοβουλευτικής έρευνας και η θεσμική ενίσχυση της ανεξαρτησίας των βουλευτών συνιστούν μέτρα προς την κατεύθυνση μιας πιο ουσιαστικής διάκρισης εξουσιών. Ο στόχος δεν είναι η αποδυνάμωση της εκτελεστικής αποτελεσματικότητας, αλλά η ανάκτηση του ουσιαστικού ρόλου του Κοινοβουλίου ως αντιπροσωπευτικού και ελεγκτικού σώματος.

Καίριο ζήτημα αποτελεί και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Η ισχύουσα διαδικασία επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων από το Υπουργικό Συμβούλιο ενέχει τον κίνδυνο θεσμικής εξάρτησης της Δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία. Η σύσταση ενός μικτού ανεξάρτητου συμβουλίου επιλογής, αποτελούμενου από ανώτατους δικαστές, μέλη της Βουλής με αυξημένη πλειοψηφία και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, θα ενίσχυε την αξιοκρατία και τη διαφάνεια της διαδικασίας. Μια τέτοια μεταρρύθμιση θα ενίσχυε και την εμπιστοσύνη των πολιτών στην αμεροληψία της Δικαιοσύνης ως θεσμικού εγγυητή του κράτους δικαίου.

. Η ενίσχυση του θεσμικού του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας ως αρχηγού του Κράτους σε κρίσεις συνταγματικής φύσης, εντός των ορίων της μη εκτελεστικής λειτουργίας του αξιώματος και της προεδρευόμενης φύσης του πολιτεύματος, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ικανοποιητικό αντίβαρο.

Η κομματική πειθαρχία, αν και εγγενές χαρακτηριστικό των κοινοβουλευτικών συστημάτων, ενίοτε θίγει τη βουλευτική ανεξαρτησία, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 60 του Συντάγματος. Η πίεση για ενιαία στάση σε όλες τις ψηφοφορίες οδηγεί σε έκπτωση της προσωπικής πολιτικής ευθύνης του βουλευτή και υπονομεύει την αρχή της κατά συνείδηση ψήφου. Η αποσύνδεση της ψήφου εμπιστοσύνης από τις λοιπές κοινοβουλευτικές διαδικασίες, καθώς και η θέσπιση εσωκομματικών μηχανισμών διαβούλευσης για κρίσιμα νομοθετήματα, θα μπορούσαν να προσδώσουν μεγαλύτερη αυτενέργεια στους αντιπροσώπους του λαού χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η συνοχή των κοινοβουλευτικών ομάδων.

Η ενίσχυση των θεσμών άμεσης δημοκρατίας αποτελεί ένα ακόμη πεδίο συνταγματικού επαναπροσδιορισμού. Η καθιέρωση δημοψηφισμάτων πρωτοβουλίας πολιτών, με συλλογή υπογραφών από συγκεκριμένο ποσοστό του εκλογικού σώματος και εντός αυστηρού θεσμικού πλαισίου, δύναται να εμπλουτίσει τη δημοκρατική νομιμοποίηση των πολιτικών αποφάσεων. Τα δημοψηφίσματα αυτά δεν θα πρέπει να αφορούν ζητήματα εθνικής ασφάλειας, δημοσιονομικής πολιτικής ή διεθνών σχέσεων, προκειμένου να αποτραπεί η υπονόμευση της πολιτειακής σταθερότητας. Η υποχρεωτική συζήτηση των σχετικών προτάσεων στη Βουλή θα ενίσχυε τον θεσμικό διάλογο μεταξύ πολιτών και κρατικής εξουσίας, αποτρέποντας τον λαϊκισμό.

Η ανάγκη περιβαλλοντικής συνταγματικής αναβάθμισης είναι πλέον επιτακτική. Το άρθρο 24 του Συντάγματος για την προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να ενισχυθεί ώστε να ανταποκρίνεται στην κλιματική κρίση και στις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας. Η ρητή κατοχύρωση της αρχής της διαγενεακής δικαιοσύνης, η εισαγωγή του δικαιώματος σε υγιές περιβάλλον ως ατομικό και κοινωνικό δικαίωμα, καθώς και η ενίσχυση της υποχρέωσης της διοίκησης για πρόληψη και αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας, συνιστούν αναγκαίες προσθήκες. Η αναθεώρηση προς την κατεύθυνση αυτή θα ευθυγραμμίσει τη χώρα με διεθνείς τάσεις συνταγματικής οικολογίας.

Τέλος, η συνταγματική κατοχύρωση σταθερού εκλογικού κύκλου τετραετίας θα ενίσχυε τη θεσμική προβλεψιμότητα και την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος στο πολιτικό σύστημα. Η πρόβλεψη εξαιρετικών περιπτώσεων πρόωρων εκλογών, υπό αυστηρές προϋποθέσεις και με θεσμική πιστοποίηση της αναγκαιότητας (π.χ. από ειδικό ανεξάρτητο όργανο), θα αποτελούσε ένα ισορροπημένο μέτρο μεταξύ ευελιξίας και σταθερότητας.

Η συνταγματική αναθεώρηση δεν είναι μια απλή νομική τροποποίηση. Συνιστά κορυφαία πολιτειακή διαδικασία, όπου το Σύνταγμα μετατρέπεται σε καθρέφτη της ιστορικής αυτογνωσίας και του θεσμικού αναστοχασμού μιας κοινωνίας. Οι προτάσεις που αναπτύχθηκαν δεν επιδιώκουν την ανατροπή του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, αλλά την εμβάθυνση της δημοκρατίας, και την ενίσχυση της λογοδοσίας Για να ευοδωθεί το εγχείρημα αυτό, απαιτείται πολιτική γενναιότητα, ευρύτατη διακομματική συναίνεση και αποφυγή μικροκομματικών σκοπιμοτήτων.