Ο φετινός προϋπολογισμός καταρτίζεται σε ένα διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από πολλαπλές και αλληλεπικαλυπτόμενες κρίσεις. Η γεωπολιτική αστάθεια, οι διαταραχές στις παγκόσμιες αγορές ενέργειας και τροφίμων, η κλιματική κρίση και η επαναφορά της επισιτιστικής ασφάλειας στο κέντρο της πολιτικής ατζέντας μεταβάλλουν ριζικά τον ρόλο της αγροτικής πολιτικής. Η γεωργία παύει να αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως προστατευόμενος τομέας και αναδεικνύεται σε στρατηγικό πυλώνα οικονομικής και κοινωνικής ασφάλειας.
Η ενσωμάτωση των κατευθύνσεων της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής αποτυπώνει τη δέσμευση σε ένα μοντέλο βιώσιμης μετάβασης, με έμφαση στη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος και στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η επίτευξη αυτών των στόχων δεν εξαρτάται μόνο από κανονιστικά πλαίσια και χρηματοδοτικές προβλέψεις, αλλά από τη συνολική θεσμική ικανότητα του αγροτικού συστήματος να μαθαίνει, να συνεργάζεται και να προσαρμόζεται συλλογικά.
Η αυξημένη πρόβλεψη για αποζημιώσεις λόγω φυσικών καταστροφών καταδεικνύει την παγίωση του κλιματικού κινδύνου ως διαρθρωτικού χαρακτηριστικού της αγροτικής παραγωγής. Από την οπτική της δημόσιας οικονομικής, πρόκειται για αναγκαία παρέμβαση κοινωνικής σταθεροποίησης. Ταυτόχρονα, όμως, η διαρκής διεύρυνση των διορθωτικών παρεμβάσεων υποδηλώνει την αδυναμία μετάβασης σε ένα μοντέλο πρόληψης και συστηματικής μείωσης της τρωτότητας.
Διεθνείς οργανισμοί, όπως η FAO και ο ΟΟΣΑ, έχουν επισημάνει ότι η ανθεκτικότητα του αγροτικού τομέα αποτελεί συλλογικό και όχι ατομικό χαρακτηριστικό. Απαιτεί κοινές υποδομές, μηχανισμούς διαμοιρασμού κινδύνου, θεσμούς συνεργασίας και συνεχή διάχυση γνώσης. Ο προϋπολογισμός αναγνωρίζει έμμεσα αυτές τις ανάγκες, χωρίς όμως να τις καθιστά μείζον στοιχείο της πολιτικής παρέμβασης.
Στο πεδίο της επισιτιστικής ασφάλειας, η ελληνική αγροτική πολιτική εξακολουθεί να εντάσσεται κυρίως σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο αγορών. Η διεθνής βιβλιογραφία, ωστόσο, αναδεικνύει ότι τα ανθεκτικά αγροδιατροφικά συστήματα στηρίζονται στη διατήρηση ενός βιώσιμου εγχώριου παραγωγικού πυρήνα, ικανού να απορροφά εξωτερικούς κραδασμούς. Ο προϋπολογισμός δεν αμφισβητεί αυτή τη διαπίστωση, αλλά δεν την μεταφράζει και σε συνεκτική στρατηγική ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγικής βάσης.
Το κοινωνικό πρόσημο της αγροτικής πολιτικής παραμένει ισχυρό σε επίπεδο προστασίας, αλλά περιορισμένο σε επίπεδο ενδυνάμωσης. Η απουσία ισχυρών θεσμών συλλογικής εκπροσώπησης και συμμετοχής των παραγωγών στον σχεδιασμό πολιτικής μειώνει τη δυνατότητα μετάβασης από τη διαχείριση κρίσεων σε μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό.
Ο προϋπολογισμός εν τέλει, αποτυπώνει μια αγροτική πολιτική προσαρμοστική αλλά επιφυλακτική. Η βασική πρόκληση δεν είναι η τεχνική επάρκεια των μέτρων, αλλά η πολιτική επιλογή μεταξύ μιας αγροτικής πολιτικής που περιορίζεται στη διαχείριση αβεβαιότητας και μιας πολιτικής που επενδύει συστηματικά στη συλλογική ανθεκτικότητα, την παραγωγική αναβάθμιση και τη μακροπρόθεσμη κοινωνική βιωσιμότητα.
Πρόσφατα σχόλια