Το υπό διαμόρφωση προσχέδιο ειρηνευτικής διευθέτησης μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία συνιστά ένα σύνθετο και πολυεπίπεδο σχήμα, στο οποίο συμπυκνώνονται ασύμμετρες αντιλήψεις ασφάλειας, ανταγωνιστικές γεωπολιτικές στοχεύσεις και βαθιές συγκρούσεις γύρω από τη φύση της διεθνούς τάξης. Δεν πρόκειται απλώς για ένα κείμενο «τεχνικής» κατάπαυσης του πυρός, αλλά για μια απόπειρα αναδιαμόρφωσης της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας και επανατοποθέτησης της Ρωσίας και της Ουκρανίας μέσα σε αυτήν. Η αξιολόγησή του, εάν είναι να είναι επιστημονικά επαρκής και πολιτικά ουσιαστική, οφείλει να γίνει υπό δύο αλληλένδετα πρίσματα: πρώτον, της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας της Ουκρανίας· δεύτερον, της συνοχής και αξιοπιστίας του διεθνούς δικαίου και ειδικότερα της απαγόρευσης χρήσης βίας και απόκτησης εδαφών δια της βίας. Από αυτήν τη σκοπιά, η θέση υπέρ της πλήρους εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας και του διεθνούς δικαίου δεν αποτελεί απλώς αξιακή επιλογή, αλλά στρατηγική προϋπόθεση για μια βιώσιμη ειρήνη.
Σε εδαφικό επίπεδο, ο πυρήνας του προσχεδίου συνδέεται με την de facto αναγνώριση σημαντικών εδαφικών κερδών της Ρωσίας. Προβλέπεται ότι τμήματα της ανατολικής βιομηχανικής ζώνης του Ντονμπάς, τα οποία παραμένουν υπό ουκρανικό έλεγχο, θα μεταβιβαστούν σε καθεστώς που αναγνωρίζει την κυριαρχία της Ρωσικής Ομοσπονδίας, μέσω της θεσμοθέτησης αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης και της διεθνούς αποδοχής ότι πρόκειται «ντε φάκτο» για ρωσικό έδαφος. Παράλληλα, η Κριμαία, το Λουχάνσκ και το Ντονέτσκ παρουσιάζονται ως περιοχές υπό ρωσικό έλεγχο που θα τυγχάνουν επίσημης πρακτικής αποδοχής από τρίτες δυνάμεις, έστω και αν αποφεύγεται η τυπική, de jure αναγνώριση από την Ουκρανία. Στις νότιες περιφέρειες Χερσώνας και Ζαπορίζια προβλέπεται παγίωση των υφιστάμενων γραμμών αντιπαράθεσης, δημιουργώντας μια νέα πραγματικότητα επί του εδάφους με χαρακτηριστικά διαρκούς οριοθέτησης.
Από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου, τα παραπάνω συνιστούν επικίνδυνη αποδοχή της λογικής ότι η ένοπλη επιθετικότητα μπορεί να αποφέρει μόνιμα εδαφικά οφέλη στον επιτιθέμενο. Η θεμελιώδης αρχή της απαγόρευσης χρήσης βίας στις διεθνείς σχέσεις και της μη αναγνώρισης εδαφικών κτήσεων που απορρέουν από επιθετικό πόλεμο υποσκάπτεται όταν η διεθνής κοινότητα, μέσω μιας «ειρηνευτικής» συμφωνίας, παγιώνει τα αποτελέσματα της εισβολής. Ακόμη και εάν η Ουκρανία δεν υποχρεώνεται τυπικά σε νομική αναγνώριση, η πρακτική και πολιτική συνέπεια μιας τέτοιας διευθέτησης είναι η νομιμοποίηση της de facto αλλαγής συνόρων. Αυτό δεν θα επηρεάσει μόνο την Ουκρανία· θα δημιουργήσει ένα προηγούμενο, σύμφωνα με το οποίο αναθεωρητικές δυνάμεις μπορούν να ελπίζουν στον «εξαγνισμό» των εδαφικών τους κερδών μέσω ενός μελλοντικού πακέτου συμφωνίας.
Η ανάλυση του στρατιωτικού σκέλους του προσχεδίου αποκαλύπτει μια βαθιά ασυμμετρία σε βάρος της Ουκρανίας. Η πρόβλεψη περιορισμού των ενόπλων δυνάμεών της σε 600.000 στρατιώτες δεν είναι απλώς αριθμητική ρύθμιση· συνιστά περιορισμό του δικαιώματος ενός κυρίαρχου κράτους να καθορίζει μόνο του τις αμυντικές του δυνατότητες. Η Ουκρανία, από την έναρξη της πλήρους κλίμακας εισβολής, αύξησε τον στρατό της για να αντιμετωπίσει υπαρκτή και συνεχιζόμενη απειλή. Ο εξωγενής καθορισμός ενός ανώτατου ορίου προσωπικού, χωρίς συμμετρικούς περιορισμούς στις ρωσικές δυνατότητες και χωρίς στέρεες, δεσμευτικές εγγυήσεις ασφάλειας, έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα του Άρθρου 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που κατοχυρώνει το δικαίωμα ατομικής και συλλογικής αυτοάμυνας. Επί της ουσίας, το κράτος που υπέστη την εισβολή καλείται να περιορίσει τη δυνατότητα άμυνάς του, ενώ ο επιτιθέμενος δεν δεσμεύεται αντίστοιχα.
Η μόνη σαφής στρατιωτική «κόκκινη γραμμή» που τίθεται αφορά την εκτόξευση ουκρανικών πυραύλων κατά ρωσικών μητροπολιτικών κέντρων, η οποία θα συνεπάγεται ακύρωση των εγγυήσεων ασφαλείας. Ενώ η αποτροπή επιθέσεων κατά πόλεων που φιλοξενούν πυκνό άμαχο πληθυσμό είναι συμβατή με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, η συγκεκριμένη ρύθμιση, όπως τίθεται, στοχεύει στην περιοριστική αντιμετώπιση της ουκρανικής δυνατότητας στρατηγικού πλήγματος, όχι στη δομική εξισορρόπηση της ικανότητας επιθετικότητας της Ρωσίας. Η Ουκρανία έχει, σε νομικό και πολιτικό επίπεδο, το δικαίωμα να υπερασπίζεται τον εαυτό της, περιλαμβανομένης της στόχευσης στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε έδαφος του επιτιθέμενου, υπό την προϋπόθεση σεβασμού των αρχών διάκρισης και αναλογικότητας. Το να ποινικοποιείται πολιτικά αυτή η δυνατότητα μέσω ακύρωσης των εγγυήσεων ασφαλείας σημαίνει ότι η χώρα καλείται να αποδεχθεί έναν εξαιρετικά περιορισμένο, ουσιαστικά μειονεκτικό ορισμό αυτοάμυνας.
Σε θεσμικό–στρατηγικό επίπεδο, το προσχέδιο πλήττει μια από τις πιο θεμελιώδεις αρχές του μεταψυχροπολεμικού διεθνούς συστήματος: το δικαίωμα κάθε κυρίαρχου κράτους να επιλέγει ελεύθερα τις συμμαχίες του. Η διπλή ρύθμιση που προβλέπεται – συνταγματική δέσμευση της Ουκρανίας ότι δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και τροποποίηση του καταστατικού της Συμμαχίας ώστε να αποκλείει την ένταξη της Ουκρανίας – εγκαθιδρύει ένα ανησυχητικό προηγούμενο. Μία πυρηνική δύναμη, μέσω ενός πολέμου που η ίδια ξεκίνησε, αποκτά ουσιαστικό λόγο στη διαμόρφωση της εσωτερικής θεσμικής τάξης ενός ανεξάρτητου κράτους και στον στρατηγικό προσανατολισμό ενός διεθνούς οργανισμού συλλογικής ασφάλειας. Η αποδοχή αυτού του σχήματος θα σηματοδοτούσε στροφή από μια τάξη βασισμένη σε κανόνες, όπου τα κράτη ασκούν ελεύθερα την κυριαρχία τους, σε μια τάξη όπου οι ισχυροί επιβάλλουν «ζώνες εξαίρεσης» στις επιλογές των ασθενέστερων.
Η όποια αντιστάθμιση μέσω της ευρωπαϊκής προοπτικής της Ουκρανίας, με ένταξη στην ΕΕ ή προνομιακή πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές, δεν μπορεί να καλύψει το κενό ασφαλείας που δημιουργεί ο αποκλεισμός από το ΝΑΤΟ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι στρατιωτική συμμαχία και, παρά τις προσπάθειες ενίσχυσης της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, δεν διαθέτει μηχανισμό αντίστοιχης αξιοπιστίας με ρήτρα συλλογικής άμυνας όπως το Άρθρο 5. Η οικονομική ενσωμάτωση αποτελεί σημαντικό εργαλείο ενδυνάμωσης, αλλά δεν αναιρεί την ανάγκη για στέρεη στρατιωτική ασφάλεια απέναντι σε μια δύναμη που έχει ήδη αποδείξει την ετοιμότητά της να χρησιμοποιήσει βία μεγάλης κλίμακας.
Το προτεινόμενο καθεστώς εγγυήσεων ασφάλειας είναι ασαφές, πολιτικά αδύναμο και νομικά προβληματικό. Η αναφορά σε «πλήρη και ολοκληρωμένη συμφωνία μη επίθεσης» και σε «ισχυρές» ή «αξιόπιστες» εγγυήσεις, χωρίς σαφή προσδιορισμό εγγυητριών δυνάμεων, μηχανισμών επιτήρησης και προκαθορισμένων μορφών αντίδρασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής υποκατάστατο μιας πραγματικής δομής συλλογικής ασφάλειας. Η ιστορική εμπειρία της Ουκρανίας με το Μνημόνιο της Βουδαπέστης, βάσει του οποίου παραιτήθηκε από το πυρηνικό της οπλοστάσιο με αντάλλαγμα πολιτικές εγγυήσεις για την ασφάλεια και την εδαφική της ακεραιότητα, καθιστά οποιαδήποτε νέα ασαφή υπόσχεση εξ ορισμού ανεπαρκή. Μια βιώσιμη διευθέτηση οφείλει να βασίζεται σε νομικά δεσμευτικά, ρητώς διατυπωμένα σχήματα εγγυήσεων, με πρόβλεψη συγκεκριμένων συνεπειών σε περίπτωση παραβίασης.
Η οικονομική διάσταση του προσχεδίου παρουσιάζει μια διττή εικόνα. Από τη μια πλευρά, η χρήση παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας αντανακλά μια στοιχειώδη αρχή δικαιοσύνης: ο επιτιθέμενος συνεισφέρει στην αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσε. Από την άλλη, ο τρόπος σχεδιασμού των μηχανισμών – με τη συγκρότηση αμερικανορωσικών επενδυτικών σχημάτων και την απόδοση μέρους των κερδών στη Ρωσία – δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα. Ο κίνδυνος είναι να μετατραπεί ένα εργαλείο αποκατάστασης ευθύνης σε μέσο σταδιακής «επανακανονικοποίησης» του επιτιθέμενου, με οικονομικά οφέλη που ενδέχεται να υπερσκελίσουν το όποιο κόστος των κυρώσεων. Την ίδια στιγμή, η ΕΕ φαίνεται να αναλαμβάνει δυσανάλογα μεγάλο μέρος του οικονομικού βάρους της ανοικοδόμησης και της στήριξης, ενώ το κύριο στρατηγικό πλαίσιο σχεδιάζεται και επιβάλλεται από τρίτο δρώντα.
Κομβική, τόσο νομικά όσο και πολιτικά, είναι η πρόβλεψη «πλήρους αμνηστίας» για όλες τις πλευρές. Η διάταξη αυτή βρίσκεται σε ένταση με τις σύγχρονες εξελίξεις του διεθνούς ποινικού δικαίου και με την αντίληψη ότι σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου δεν μπορούν να μένουν χωρίς λογοδοσία. Καθολικές αμνηστίες, που καλύπτουν εκ προοιμίου κάθε πράξη, ανεξαρτήτως βαρύτητας, υποσκάπτουν την αρχή της ατομικής ευθύνης και ενδέχεται να συγκρούονται με υποχρεώσεις erga omnes και με κανόνες jus cogens. Σε πολιτικό επίπεδο, μια τέτοια ρύθμιση είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει αποδεκτή από την ουκρανική κοινωνία και από ευρωπαϊκές δημοκρατίες, καθώς εκπέμπει το μήνυμα ότι η χρήση ακραίας βίας δεν έχει ουσιαστικό κόστος για τους υπεύθυνους.
Η πτυχή των δικαιωμάτων των πληθυσμών στις περιοχές υπό διαπραγμάτευση αναδεικνύεται συχνά στη ρητορική του προσχεδίου, αλλά με ανεπαρκή θεσμική υποστήριξη. Η γενική αναφορά στην κατάργηση διακριτικών μέτρων και στην προστασία των δικαιωμάτων ουκρανόφωνων και ρωσόφωνων κατοίκων είναι θετική ως διακήρυξη, αλλά χωρίς συγκεκριμένους μηχανισμούς παρακολούθησης, προσφυγής και επιβολής, κινδυνεύει να μείνει κενή περιεχομένου. Η προστασία των μειονοτήτων και των γλωσσικών–πολιτισμικών δικαιωμάτων πρέπει να εντάσσεται σε ένα πλαίσιο πλήρους σεβασμού της κυριαρχίας και της ενότητας του κράτους, όχι να λειτουργεί ως άλλοθι για αναθεωρητικές αξιώσεις ή ως εργαλείο διαμελισμού.
Σε ευρύτερο γεωπολιτικό επίπεδο, η αποδοχή ενός τέτοιου προσχεδίου χωρίς ουσιαστικές τροποποιήσεις θα σηματοδοτούσε μια βαθιά μετατόπιση της διεθνούς τάξης από μια, έστω ατελή, κανόνα-κεντρική δομή σε μια δομή όπου η ισχύς παράγει τετελεσμένα, τα οποία στη συνέχεια «εξωραΐζονται» μέσω διπλωματικών συμβιβασμών. Άλλες αναθεωρητικές δυνάμεις θα μπορούσαν να αντλήσουν ενθαρρυντικά συμπεράσματα, βλέποντας ότι η χρήση βίας, εάν αντέξει στον χρόνο και συνδυαστεί με κατάλληλη διαπραγμάτευση, μπορεί να οδηγήσει σε αναθεώρηση συνόρων ή καθεστώτων ασφαλείας. Αυτό δεν αφορά μόνο την Ευρώπη, αλλά και περιοχές όπως ο Καύκασος, η Μέση Ανατολή ή η Ανατολική Ασία, όπου υπάρχουν ήδη ανοιχτά ή λανθάνοντα εδαφικά ζητήματα.
Υπό το φως όλων αυτών, η θέση υπέρ της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας και του διεθνούς δικαίου δεν είναι απλώς μια «φιλοουκρανική» στάση, αλλά μια προσπάθεια υπεράσπισης των θεμελίων της διεθνούς έννομης τάξης. Μια πραγματικά βιώσιμη ειρηνευτική διευθέτηση οφείλει να στηρίζεται σε αρχές και όχι σε τετελεσμένα βίας. Αυτό σημαίνει, κατ’ ελάχιστον: αναγνώριση της Ουκρανίας στα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορά της· σαφή απόρριψη οποιασδήποτε μορφής έμμεσης ή άμεσης νομιμοποίησης εδαφικών κτήσεων που προέκυψαν από επιθετική ενέργεια· θεσμικά ισχυρές, νομικά δεσμευτικές εγγυήσεις ασφαλείας, που δεν θα υποκαθίστανται από ασαφείς πολιτικές διακηρύξεις· χρήση των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων με κύριο σκοπό την αποκατάσταση των ζημιών, χωρίς πρόωρη κανονικοποίηση του επιτιθέμενου· και προβλέψεις για λογοδοσία σε σοβαρά εγκλήματα, ώστε η ειρήνη να μην ταυτιστεί με αμνησία.
Η ειρήνη που θα οικοδομηθεί πάνω σε θεσμοποιημένη παραβίαση εδαφικής ακεραιότητας, σε ασύμμετρους περιορισμούς αυτοάμυνας και σε σιωπηρή αμνήστευση σοβαρών παραβιάσεων διεθνούς δικαίου θα είναι δομικά ασταθής. Αντιθέτως, μια ειρήνη που θα σέβεται την ουκρανική κυριαρχία και θα επαναβεβαιώνει στην πράξη την απαγόρευση βίας και την απαραβίαστη φύση των συνόρων μπορεί να λειτουργήσει ως επένδυση στη μακροπρόθεσμη ασφάλεια όχι μόνο της Ουκρανίας, αλλά και της Ευρώπης και του διεθνούς συστήματος συνολικά. Η υποστήριξη της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας είναι, επομένως, ταυτόχρονα στάση αρχής και στρατηγική επιλογή υπέρ μιας διεθνούς τάξης που δεν αποδέχεται ότι η ισχύς δημιουργεί δίκαιο.
Πρόσφατα σχόλια