Το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο του 2019 δεν αποτελεί απλώς μια αμφισβητούμενη διμερή συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών, αλλά ένα σύνθετο γεωπολιτικό προϊόν που αναδύθηκε μέσα από τη δομική αποσύνθεση της λιβυκής κρατικής υπόστασης. Η Λιβύη, από το 2011 και εξής, δεν λειτουργεί ως ενιαίο κυρίαρχο κράτος με συγκροτημένη εθνική στρατηγική, αλλά ως πεδίο ανταγωνιστικών νομιμοποιήσεων, όπου η εσωτερική θεσμική αδυναμία μετατρέπεται σε ευκαιρία εξωτερικής επιβολής ισχύος. Σε αυτό το περιβάλλον, οι διεθνείς συμφωνίες δεν αποτυπώνουν συλλογική κρατική βούληση, αλλά αντανακλούν πρόσκαιρες ισορροπίες ισχύος μεταξύ εσωτερικών φατριών και εξωτερικών πατρώνων.

Η δημόσια και κατηγορηματική απόρριψη του Μνημονίου από τον πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, Ακίλα Σάλεχ, αποκτά ιδιαίτερη σημασία ακριβώς επειδή επαναφέρει στο προσκήνιο τη διάκριση μεταξύ θεσμικής νομιμότητας και πολιτικοστρατιωτικής επιβολής. Η έλλειψη κοινοβουλευτικής κύρωσης δεν συνιστά δευτερεύον διαδικαστικό ζήτημα, αλλά δομικό έλλειμμα κρατικής συναίνεσης, το οποίο υπονομεύει τη δυνατότητα του Μνημονίου να αποκτήσει κανονιστικό βάθος στο διεθνές σύστημα. Η λιβυκή περίπτωση καταδεικνύει ότι τα γεωπολιτικά τετελεσμένα που δεν εδράζονται σε ελάχιστο επίπεδο εσωτερικής νομιμοποίησης παραμένουν εγγενώς εύθραυστα.

Η Ανατολική Μεσόγειος, στο πλαίσιο αυτό, μετατρέπεται σε πεδίο σύγκρουσης μεταξύ δύο διαφορετικών λογικών διεθνούς τάξης. Από τη μία πλευρά, διαμορφώνεται μια λογική θεσμικής κανονικότητας, βασισμένη στο διεθνές δίκαιο της θάλασσας, στη γεωγραφία και στη νομολογία. Από την άλλη, αναπτύσσεται μια αναθεωρητική λογική πολιτικής συναλλαγής, όπου η στρατιωτική παρουσία, η εκμετάλλευση κρατικής αδυναμίας και η παραγωγή τετελεσμένων προηγούνται της νομικής τεκμηρίωσης.

Η Λιβύη, λόγω της κατακερματισμένης κυριαρχίας της, λειτουργεί ως καταλύτης αυτής της σύγκρουσης. Η Ανατολική Λιβύη επιδιώκει θεσμική αποκατάσταση μέσω κοινοβουλευτικής νομιμότητας και διεθνούς αναγνώρισης, ενώ η Τρίπολη αντλεί επιβίωση από την εξωτερική στρατιωτική προστασία. Οι διεθνείς συμφωνίες καθίστανται εργαλεία εσωτερικής πολιτικής ισορροπίας και όχι έκφραση ενιαίας κρατικής στρατηγικής.

Για την Ελλάδα, το διακύβευμα δεν περιορίζεται στη νομική αποδόμηση του Μνημονίου, αλλά αφορά τη διαχείριση ενός περιβάλλοντος όπου η θεσμική αστάθεια παράγει γεωπολιτικά ρίσκα. Η στρατηγική απάντηση δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη, αλλά οφείλει να συνδυάζει νομική τεκμηρίωση, ενεργή διπλωματία και υποστήριξη της θεσμικής κανονικότητας ως προϋπόθεσης σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο.