Η ιστορία του μικρασιατικού ελληνισμού αποτελεί μία από τις πλέον συναρπαστικές και τραγικές ταυτόχρονα διαδρομές του ελληνικού έθνους, μια πορεία που εκτείνεται από την απώτατη αρχαιότητα έως τη δραματική κατάληξη του 1922. Ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας δεν υπήρξε περιφερειακός ή δευτερεύων· αντίθετα, συνιστούσε έναν από τους κεντρικούς άξονες του ελληνικού πολιτισμού, της πολιτικής του σκέψης, της οικονομικής του δραστηριότητας και της πολιτισμικής του ακτινοβολίας. Από τα πρώτα παράλια της Ιωνίας και της Αιολίδας έως τα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα της Οθωμανικής περιόδου, ο μικρασιατικός ελληνισμός κατέστη ο φορέας δημιουργίας, διασποράς και αναγέννησης ιδεών που επηρέασαν τόσο τον ελληνικό κόσμο όσο και τον ευρύτερο μεσογειακό και παγκόσμιο πολιτισμό. Η παρουσία των Ελλήνων στις μικρασιατικές ακτές μπορεί να ανιχνευθεί ήδη από την εποχή του μυκηναϊκού πολιτισμού, όταν τα πρώτα ναυτικά ταξίδια δημιούργησαν ένα δίκτυο επικοινωνίας και εμπορίου με τις πλούσιες περιοχές της Ανατολίας. Ωστόσο, η πραγματική έκρηξη του ελληνισμού στην περιοχή σημειώθηκε κατά τους λεγόμενους αποικιστικούς αιώνες, από τον 11ο έως τον 8ο αιώνα π.Χ., όταν πόλεις όπως η Μίλητος, η Έφεσος, η Σμύρνη και η Κολοφώνα ανέδειξαν ένα πρωτόγνωρο δυναμισμό, διαμορφώνοντας το υπόβαθρο της ιωνικής φιλοσοφίας, της επιστήμης, της τέχνης και της δημοκρατικής οργάνωσης. Στη Μίλητο γεννήθηκε η πρώτη φιλοσοφική σκέψη που αναζητούσε την αρχή του κόσμου μέσα από ορθολογικά σχήματα και όχι μυθολογικές ερμηνείες, ενώ η Έφεσος, με τον ναό της Αρτέμιδος, κατέστη ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά και πολιτιστικά κέντρα του αρχαίου κόσμου. Η Μικρά Ασία υπήρξε επίσης τόπος συνάντησης και αντιπαράθεσης ελληνικών και ανατολικών στοιχείων, γεγονός που γέννησε έναν ιδιαίτερα δημιουργικό συγκρητισμό, επιτρέποντας στον ελληνισμό να εξελιχθεί και να ενσωματώσει νέα πολιτισμικά δεδομένα.

Κατά την κλασική και ελληνιστική εποχή, ο μικρασιατικός ελληνισμός απέκτησε ακόμη μεγαλύτερη ισχύ και κύρος. Η νίκη των ελληνικών πόλεων εναντίον της περσικής κυριαρχίας αποτέλεσε το πρώτο βήμα προς την πολιτική και πολιτιστική αυτονομία, ενώ στη συνέχεια, με τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Μικρά Ασία εξελίχθηκε σε κέντρο του ελληνιστικού κόσμου. Πόλεις όπως η Πέργαμος, η Αλικαρνασσός και η Αλικαρνασσός μετατράπηκαν σε φάρους γραμμάτων, τεχνών και επιστημών, προσελκύοντας διανοητές, καλλιτέχνες και εμπόρους. Η ενσωμάτωση της Μικράς Ασίας στη ρωμαϊκή επικράτεια δεν ανέκοψε την ελληνική παρουσία· αντιθέτως, την ενίσχυσε, καθώς οι πόλεις διατήρησαν την αυτοδιοίκησή τους και η ελληνική γλώσσα και παιδεία κατέστησαν οι κυρίαρχες μορφές πολιτισμικής έκφρασης στην Ανατολική Μεσόγειο. 

Κατά τη βυζαντινή περίοδο, η Μικρά Ασία υπήρξε ο ακρογωνιαίος λίθος της αυτοκρατορίας, το στρατηγικό και οικονομικό της κέντρο. Οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ανατολίας αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του βυζαντινού στρατού, ενώ οι πόλεις της Μικράς Ασίας συντηρούσαν την οικονομική και πνευματική ζωή του κράτους. Η Κωνσταντινούπολη, αν και γεωγραφικά εκτός της κλασικής Μικράς Ασίας, αποτελούσε το κορυφαίο παράδειγμα της σύνθεσης ελληνικών και ανατολικών στοιχείων σε μια νέα οικουμενική ταυτότητα, που ακτινοβολούσε από τον Ελλήσποντο έως την Κιλικία και την Καππαδοκία. Ωστόσο, η εμφάνιση των Σελτζούκων και αργότερα των Οθωμανών ανέτρεψε δραματικά τις ισορροπίες. Από τον 11ο αιώνα και εξής, οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας βρέθηκαν αντιμέτωποι με αλλεπάλληλα κύματα στρατιωτικών συγκρούσεων, δημογραφικών ανακατατάξεων και πολιτισμικών μεταβολών. Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική ταυτότητα δεν εξαλείφθηκε· αντιθέτως, μέσα από την Εκκλησία, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τη διαρκή σύνδεση με τον ευρύτερο ελληνισμό, διατηρήθηκε και προσαρμόστηκε στις νέες συνθήκες.

Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο μικρασιατικός ελληνισμός εντάχθηκε στο πλαίσιο του ρωμαίικου μιλετιού, διατηρώντας την ορθόδοξη πίστη, την ελληνική γλώσσα και τις κοινοτικές δομές ως θεμέλια της συλλογικής του ταυτότητας. Παρά τις δυσχέρειες, τις φορολογικές πιέσεις και τους περιορισμούς, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας αναδείχθηκαν σε εξέχοντες εμπόρους, ναυτικούς και διανοουμένους. Από τον 17ο και 18ο αιώνα, η άνθηση του εμπορίου και η ενίσχυση της παιδείας οδήγησαν σε μία νέα πολιτιστική αναγέννηση, που συνδέθηκε άμεσα με τις ιδέες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Οι σχολές της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης, οι εμπορικές δραστηριότητες στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο, καθώς και η συμμετοχή λογίων από τη Μικρά Ασία στη Φιλική Εταιρεία και στην Επανάσταση του 1821, κατέδειξαν ότι ο μικρασιατικός ελληνισμός ήταν οργανικό κομμάτι της ευρύτερης εθνικής αφύπνισης.

Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η Μικρά Ασία παρέμεινε εκτός των συνόρων του, αλλά όχι εκτός των εθνικών οραμάτων. Η Μεγάλη Ιδέα, που κυριάρχησε στον πολιτικό λόγο του 19ου αιώνα, είχε ως κεντρικό πυλώνα την απελευθέρωση και ενσωμάτωση των μικρασιατικών περιοχών. Οι Έλληνες της Ιωνίας, της Καππαδοκίας και του Πόντου συνέχισαν να αποτελούν ισχυρές κοινότητες, επενδύοντας στην παιδεία, στις εκδόσεις, στην εκκλησιαστική ζωή και στις οικονομικές δραστηριότητες. Η Σμύρνη, ιδίως, αναδείχθηκε σε μια πραγματική μητρόπολη του ελληνισμού, με πλούσια πνευματική και εμπορική ζωή, όπου η ελληνική αστική τάξη έπαιξε ρόλο κεντρικό στη διαμόρφωση της κοινωνικής φυσιογνωμίας της πόλης.

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δημιούργησαν νέες συνθήκες που φάνηκαν να ευνοούν την πραγματοποίηση των εθνικών πόθων. Η Μικρασιατική Εκστρατεία, που ξεκίνησε το 1919 με την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, αρχικά φάνηκε να αποτελεί την επισφράγιση μιας μακρόχρονης ιστορικής πορείας. Η ελληνική παρουσία οργανώθηκε με πολιτικές, διοικητικές και εκπαιδευτικές δομές, ενώ η ιδέα της οριστικής ενσωμάτωσης της Ιωνίας στο ελληνικό κράτος φάνταζε εφικτή. Ωστόσο, οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις, οι διεθνείς αντιθέσεις και οι εσωτερικές αδυναμίες της Ελλάδας οδήγησαν σε οδυνηρή ανατροπή. Η αντεπίθεση των κεμαλικών δυνάμεων και η στρατιωτική κατάρρευση του 1922 κατέληξαν στη Μικρασιατική Καταστροφή, την πυρπόληση της Σμύρνης και τον ξεριζωμό εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες. Η ανταλλαγή πληθυσμών, που θεσμοθετήθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923, σφράγισε το τέλος της χιλιετούς παρουσίας του ελληνισμού στη Μικρά Ασία.

Η ιστορία του μικρασιατικού ελληνισμού, από την αρχαιότητα δεν μπορεί να ιδωθεί απλώς ως μια αλληλουχία γεγονότων, αλλά ως μια μακραίωνη πορεία δημιουργίας, ακμής, προσαρμογής και, τέλος, τραγικής απώλειας. Πρόκειται για ένα ιστορικό βίωμα που διαμόρφωσε όχι μόνο την ταυτότητα του ελληνισμού, αλλά και την ευρύτερη πολιτισμική φυσιογνωμία της Ανατολικής Μεσογείου. Η παρακαταθήκη του μικρασιατικού ελληνισμού συνεχίζει να επηρεάζει τον ελληνικό πολιτισμό, την ιστορική μνήμη και την πολιτική σκέψη έως σήμερα, αναδεικνύοντας τη σημασία της Μικράς Ασίας ως αναπόσπαστου τμήματος της ελληνικής ιστορίας και συλλογικής εμπειρίας.