Η αντιπαράθεση στην Ανατολική Μεσόγειο γύρω από τις θαλάσσιες ζώνες δεν αποτελεί απλώς νομική διαφωνία, αλλά βαθιά πολιτικο-στρατηγική σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές αντιλήψεις περί γεωγραφίας και διεθνούς τάξης. Από τη μία πλευρά, βρίσκεται η αρχή της νησιωτικής επήρειας, όπως αυτή αποτυπώνεται στη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας και στη διεθνή νομολογία. Από την άλλη, αναδύεται μια αναθεωρητική λογική που επιχειρεί να υποβαθμίσει τη σημασία των νησιών, προκρίνοντας ηπειρωτικά κριτήρια ισχύος και γεωπολιτικής συνέχειας.

Το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο εντάσσεται ακριβώς σε αυτή τη δεύτερη λογική. Δεν επιχειρεί απλώς να αμφισβητήσει την ελληνική ΑΟΖ, αλλά να επιβάλει ένα εναλλακτικό πρότυπο χωρικής ανάγνωσης, στο οποίο τα νησιά αντιμετωπίζονται ως γεωγραφικές εξαιρέσεις και όχι ως πλήρεις φορείς κυριαρχικών δικαιωμάτων. Η Κρήτη, σε αυτό το σχήμα, δεν αποτελεί κανονικό παράγοντα οριοθέτησης, αλλά εμπόδιο στη γεωπολιτική συνέχεια Τουρκίας–Βόρειας Αφρικής.

Η συγκεκριμένη προσέγγιση δεν στηρίζεται σε διεθνή νομολογία, αλλά σε πολιτική ισχύ. Η τουρκική στρατηγική επιδιώκει να μεταφέρει τη συζήτηση από το πεδίο του δικαίου στο πεδίο της διαπραγμάτευσης υπό πίεση, όπου η ύπαρξη στρατιωτικής παρουσίας και περιφερειακής επιρροής λειτουργεί ως υποκατάστατο νομικής τεκμηρίωσης. Η Λιβύη, λόγω της θεσμικής της αποσύνθεσης, προσφέρεται ως ιδανικός εταίρος για την εφαρμογή αυτής της λογικής.

Ωστόσο, η σύγκρουση γεωγραφίας και ισχύος δεν εξελίσσεται σε κενό. Η διεθνής πρακτική δείχνει ότι, ακόμη και σε περιπτώσεις περιορισμένης επήρειας, τα νησιά δεν μηδενίζονται. Η προσπάθεια πλήρους παράκαμψης της Κρήτης συνιστά νομική ακρότητα, η οποία καθιστά το Μνημόνιο εγγενώς ασταθές. Κάθε μελλοντική διαδικασία οριοθέτησης, είτε διμερής είτε δικαστική, θα αναγκαστεί να επανεισάγει τα νησιά στην εξίσωση.

Για την Ελλάδα, το κρίσιμο διακύβευμα δεν είναι μόνο η υπεράσπιση συγκεκριμένων θαλάσσιων γραμμών, αλλά η αποτροπή της παγίωσης ενός επικίνδυνου προηγούμενου. Αν γίνει αποδεκτή η λογική ότι μεγάλα νησιά μπορούν να αγνοούνται πλήρως, τότε το διεθνές δίκαιο μετατρέπεται σε ευέλικτο εργαλείο ισχύος, με σοβαρές συνέπειες πέραν της Ανατολικής Μεσογείου.

Η διαμάχη για τις θαλάσσιες οριοθετήσεις, συνεπώς, δεν αφορά μόνο Ελλάδα και Τουρκία, αλλά τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται η θαλάσσια τάξη πραγμάτων. Εκεί ακριβώς έγκειται η στρατηγική της σημασία.