Ο συνταγματισμός είναι η ιστορική πράξη με την οποία μια κοινωνία επιλέγει να μετατρέψει τη μνήμη της σε θεσμό. Δεν πρόκειται απλώς για μια νομική σύμβαση ή για ένα κείμενο που ρυθμίζει τις σχέσεις εξουσίας· είναι η έκφραση μιας συλλογικής αυτογνωσίας που αποτυπώνει την πορεία ενός λαού μέσα στον χρόνο. Κάθε Σύνταγμα είναι, με τον τρόπο του, μια συμπύκνωση μνήμης και αξιών, μια καταγραφή των τραυμάτων και των προσδοκιών ενός έθνους. Η πολιτεία, όταν θεμελιώνει το Σύνταγμά της, δεν κατασκευάζει μόνο κανόνες· αφηγείται τον εαυτό της. Από τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και την αμερικανική συνταγματική θεμελίωση του 1787 έως τις ευρωπαϊκές συνταγματικές αναγεννήσεις του 20ού αιώνα, το φαινόμενο του συνταγματισμού αποτελεί διαρκές αίτημα πολιτικής μνήμης: είναι η θεσμική απάντηση της ελευθερίας στο παρελθόν της αυθαιρεσίας. Κάθε συνταγματική στιγμή γεννιέται μέσα από κρίση· κάθε συνταγματικό κείμενο γεννιέται από τη συνείδηση ότι η εξουσία πρέπει να οριοθετηθεί για να παραμείνει δίκαιη. Έτσι, ο συνταγματισμός δεν είναι στατικός μηχανισμός αλλά ιστορική διαδικασία αυτοπεριορισμού της δύναμης μέσω της μνήμης. Η πολιτεία θυμάται τις εκτροπές της για να μην τις επαναλάβει. Στην ιστορική διαδρομή των νεωτερικών δημοκρατιών, η μνήμη λειτουργεί ως συνταγματικός άξονας. Η Γαλλία διατήρησε στο συνταγματικό της φαντασιακό τη μνήμη της Επανάστασης ως συμβολική θεμελίωση της ισότητας· η Γερμανία μετέτρεψε το τραύμα του ολοκληρωτισμού σε πυρήνα του Grundgesetz και σε δόγμα δημοκρατικής αυτοσυγκράτησης· η Ιταλία οικοδόμησε το Σύνταγμά της Σως ηθική αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας. Ο συνταγματισμός είναι, σε κάθε περίπτωση, η πολιτική τέχνη της μετατροπής της μνήμης σε θεσμική τάξη. Όμως η μνήμη δεν είναι απλώς αναδρομή· είναι πράξη κρίσης. Θυμάμαι σημαίνει αξιολογώ, αποτιμώ, διδάσκομαι. Ένα Σύνταγμα χωρίς ιστορική συνείδηση είναι μηχανισμός χωρίς ψυχή· ένα Σύνταγμα που ενσωματώνει τη μνήμη του έθνους του γίνεται πεδίο νοήματος, εργαλείο αυτοκατανόησης και πράξη συλλογικής ευθύνης.

Η ελληνική συνταγματική ιστορία είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική απόδειξη του πώς η πολιτική μνήμη διαμορφώνει τη θεσμική ταυτότητα. Από τις επαναστατικές Εθνοσυνελεύσεις του 1821 έως το Σύνταγμα του 1975, η Ελλάδα οικοδόμησε τη δημοκρατία της μέσα από συνεχείς διακοπές, ανατροπές και αποκαταστάσεις. Κάθε Σύνταγμα υπήρξε απάντηση σε κρίση· κάθε συνταγματική πράξη υπήρξε έκφραση αναστοχασμού πάνω στο παρελθόν. Τα Συντάγματα της Επιδαύρου και της Τροιζήνας αποτύπωσαν το ιδεώδες της εθνικής απελευθέρωσης· το Σύνταγμα του 1844, αποτέλεσμα του κινήματος της 3ης Σεπτεμβρίου, κατοχύρωσε το αίτημα του λαού για συμμετοχή· το Σύνταγμα του 1864, υπό την επιρροή του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού, επέβαλε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας· το Σύνταγμα του 1911 ενσάρκωσε τον μεταρρυθμιστικό εκσυγχρονισμό· εκείνο του 1927 εξέφρασε τη φιλοδοξία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας εν μέσω εσωτερικής αστάθειας· του 1952 αποτύπωσε τον ψυχροπολεμικό συντηρητισμό· και τέλος το Σύνταγμα του 1975, τέκνο της Μεταπολίτευσης, σηματοδότησε την επιστροφή της δημοκρατίας. Στην πορεία αυτή, η ελληνική συνταγματική εμπειρία συνδύασε τον αγώνα για ελευθερία με τον φόβο της αστάθειας· την ανάγκη τάξης με τη λαχτάρα της αυτοδιάθεσης.

Η Μεταπολίτευση υπήρξε η στιγμή όπου η πολιτική μνήμη συναντήθηκε με τη θεσμική ωριμότητα. Το Σύνταγμα του 1975 θεμελίωσε ένα σταθερό δημοκρατικό πλαίσιο, ενσωματώνοντας τις τραγικές εμπειρίες του 20ου αιώνα. Κατοχύρωσε τα δικαιώματα, ενίσχυσε το κράτος δικαίου, εδραίωσε την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Για πρώτη φορά η θεσμική συνέχεια δεν στηριζόταν σε φόβο αλλά σε συναίνεση. Ωστόσο, η επιτυχία αυτή φέρει μέσα της τον σπόρο μιας νέας φθοράς: όσο η δημοκρατία σταθεροποιείται, κινδυνεύει να ακινητοποιηθεί. Το Σύνταγμα που γεννήθηκε από τη μνήμη μπορεί να απονεκρωθεί από τη λήθη.

Η Ελλάδα του 21ου αιώνα βιώνει μια μορφή πολιτειακής κόπωσης. Οι θεσμοί λειτουργούν, αλλά η πίστη σε αυτούς έχει εξασθενήσει. Ο πολίτης αισθάνεται απομακρυσμένος από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων· η αντιπροσώπευση συρρικνώνεται, η εκτελεστική εξουσία ενισχύεται, η δημόσια σφαίρα κατακερματίζεται. Ο συνταγματισμός, που υπήρξε άλλοτε πεδίο αγώνα και στοχασμού, κινδυνεύει να μετατραπεί σε τυπική αναφορά. Το κράτος δικαίου υποβιβάζεται σε διαδικαστικό πλαίσιο, ενώ η δημοκρατία παραμένει περισσότερο διαδικασία παρά κοινό βίωμα. Αυτή η κατάσταση δεν συνιστά νομική κρίση· είναι κρίση νοήματος. Η μνήμη της πολιτείας αποδυναμώνεται, και μαζί της η ικανότητα του Συντάγματος να λειτουργεί ως ζωντανός θεσμός αυτοκατανόησης.

Η σημερινή πρόκληση δεν είναι να μόνο αναθεωρηθούν άρθρα αλλά να αναθεμελιωθεί η θεσμική συνείδηση. Ο συνταγματισμός πρέπει να ανακτήσει τον ανθρωπιστικό και φιλοσοφικό του χαρακτήρα, να επανασυνδεθεί με τη μνήμη της ελευθερίας που τον γέννησε. Η δημοκρατία δεν μπορεί να επιβιώσει μόνο ως τεχνική διακυβέρνησης· χρειάζεται πνευματική συνοχή και ηθικό υπόβαθρο. Οι θεσμοί έχουν ανάγκη όχι μόνο νομιμότητας αλλά και νομιμοποίησης· όχι μόνο διαδικασιών αλλά και εμπιστοσύνης. Το Σύνταγμα είναι ζωντανό μόνο όταν λειτουργεί ως κοινή αναφορά, ως πεδίο παιδείας και συμμετοχής.

Ο ελληνικός συνταγματισμός, αν θέλει να ανανεωθεί, οφείλει να ξαναθέσει το ερώτημα της πολιτειακής του ταυτότητας. Ποια είναι η ουσία της ελληνικής δημοκρατίας; Ποιο είναι το ήθος του κράτους δικαίου στον 21ο αιώνα; Πώς μπορεί να συνδυαστεί η παγκοσμιοποιημένη πολιτική οικονομία με τη λαϊκή κυριαρχία και την εθνική αυτονομία; Οι απαντήσεις δεν μπορούν να προκύψουν από τεχνικές μεταρρυθμίσεις· απαιτούν επαναπροσδιορισμό της σχέσης πολιτικής και μνήμης. Το έθνος που θυμάται επινοεί θεσμούς· το έθνος που λησμονεί υποτάσσεται σε αυτούς.

Η νέα ελληνική πολιτεία πρέπει να στηριχθεί σε τρεις αρχές: στη μνήμη, που εξασφαλίζει τη συνέχεια· στη συμμετοχή, που αποκαθιστά τη δημοκρατική ουσία· και στην ευθύνη, που εγγυάται τη νομιμότητα. Η μνήμη δεν σημαίνει νοσταλγία· σημαίνει επίγνωση. Η συμμετοχή δεν σημαίνει απλή παρουσία· σημαίνει συμβολή στη λήψη αποφάσεων. Και η ευθύνη δεν είναι μόνο λογοδοσία· είναι στάση ήθους απέναντι στη συλλογική ζωή. Αυτές οι αρχές δεν μπορούν να επιβληθούν νομοθετικά· πρέπει να καλλιεργηθούν παιδευτικά. Ένας ώριμος συνταγματισμός είναι εκείνος που εκπαιδεύει τους πολίτες του να τον υπερβαίνουν χωρίς να τον παραβιάζουν.

 Η ποιοτικη αναβάθμιση της δημοκρατίας δεν θα έρθει με την απλή θεσμική αναθεώρηση αλλά με την επανασύνδεση του πολίτη με την πολιτεία. Ο συνταγματισμός πρέπει να ξαναγίνει κοινό πολιτισμικό σημείο αναφοράς, ένας τόπος όπου η κοινωνία αναγνωρίζει το πρόσωπό της. Τότε μόνο το Σύνταγμα θα είναι πραγματικά ζωντανό: όχι ως εργαλείο εξουσίας, αλλά ως μνήμη ελευθερίας και υπόσχεση μέλλοντος.

Η πολιτεία που θυμάται είναι πολιτεία που ζει. Η μνήμη είναι η προϋπόθεση του μέλλοντος. Κι ο συνταγματισμός, όταν συνδέεται με τη μνήμη, μετατρέπεται σε πράξη ελευθερίας που διαρκεί. Ένα έθνος διατηρεί την ελευθερία του όχι επειδή έχει θεσμούς, αλλά επειδή θυμάται γιατί τους έχει. Στην έννοια αυτή, ο ελληνικός συνταγματισμός καλείται σήμερα να μετατρέψει ξανά την ιστορία του σε πρόταση· να περάσει από τη μνήμη στην πολιτεία· από την εμπειρία της κρίσης στην αυτογνωσία της δημοκρατίας.