Οι ελληνολιβυκές σχέσεις αποτελούν μια πολυδιάστατη και δυναμική πραγματικότητα, η οποία έχει διαμορφωθεί μέσα από ιστορικά και γεωπολιτικά ρεύματα που συνδέουν τη Μεσόγειο με τον ευρύτερο Αραβικό και Βορειοαφρικανικό χώρο. Από την ίδρυση της σύγχρονης Λιβύης το 1952 έως τις σημερινές κρίσεις για την οριοθέτηση της ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο, το δίπολο Ελλάδα-Λιβύη διανύει μετασχηματισμούς που αντανακλούν τις αλλαγές στη διεθνή τάξη, τις μετατοπίσεις ισχύος και τις στρατηγικές επιδιώξεις των μεγάλων και περιφερειακών δυνάμεων.

Η περίοδος που ξεχωρίζει και συχνά καθορίζει το πώς εξελίχθηκαν οι σχέσεις των δύο κρατών είναι η δεκαετία του 1980, όταν η Ελλάδα και η Λιβύη δημιούργησαν μια θεμελιώδη ατζέντα συνεργασίας. Η αλληλεπίδραση αυτή προχώρησε πέρα από το στενό πεδίο της διπλωματίας και της οικονομίας, αγγίζοντας θέματα άμυνας, πολιτισμού και εκπαίδευσης, δίνοντας στην Ελλάδα έναν μοναδικό ρόλο στην περιοχή.

Ωστόσο, η κατάρρευση του λιβυκού κράτους το 2011 μετά την επέμβαση του ΝΑΤΟ και την πτώση του Καντάφι εισήγαγε τη χώρα σε μια μακρά περίοδο αστάθειας, διχοτόμησης και εμφυλιοπολεμικών συγκρούσεων, όπου διαφορετικά κέντρα εξουσίας – η Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (GNA) στην Τρίπολη και ο Λιβυκός Εθνικός Στρατός (LNA) στην ανατολική Λιβύη – αμφισβητούν μεταξύ τους τη νομιμότητα και την επικυριαρχία. Σε αυτό το ρευστό πλαίσιο, η ελληνική εξωτερική πολιτική έπρεπε να επανακαθορίσει τις σχέσεις της με τη Λιβύη, καθώς το παραδοσιακό πλαίσιο συνεργασίας διαλύθηκε και νέες προκλήσεις εμφανίστηκαν, ιδίως λόγω της αυξανόμενης τουρκικής παρουσίας και των ενεργειακών αντιπαραθέσεων.

Το 2019, η υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών δημιούργησε διπλωματικές και νομικές προκλήσεις για την Ελλάδα. Η συμφωνία αυτή, η οποία παραβλέπει την ελληνική κυριαρχία και παρακάμπτει το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), έθεσε σε συναγερμό την ελληνική διπλωματία και τους συμμάχους της, αναδεικνύοντας την ανάγκη για μια πιο πολυδιάστατη, ρεαλιστική και ταυτόχρονα νομιμοποιημένη στρατηγική πολιτική.

Η Ελλάδα αναζήτησε συμμάχους σε περιφερειακό επίπεδο (με κύρια την Αίγυπτο και την Κύπρο), αλλά και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ, προωθώντας τη νομική κατοχύρωση των ελληνικών θέσεων και την ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας. Παράλληλα, η διαχείριση των μεταναστευτικών ροών που διέρχονται από τη Λιβύη έχει αποκτήσει ιδιαίτερο βάρος ως πτυχή εθνικής ασφάλειας και ευρωπαϊκής πολιτικής, με τη συνεργασία της Ελλάδας με τις λιβυκές αρχές να εξελίσσεται σε έναν κρίσιμο παράγοντα διαχείρισης υβριδικών απειλών και προκλήσεων στα σύνορα.

Η σχέση Ελλάδας – Λιβύης δεν μπορεί να αναλυθεί μόνο μέσα από το πρίσμα των συμβατικών συμμαχιών και της διπλωματίας. Αποτελεί ένα παράδειγμα που αναδεικνύει τη συνύπαρξη και αλληλεπίδραση σκληρής και ήπιας ισχύος. Η Ελλάδα, επιχειρώντας να διατηρήσει ισορροπίες, εφαρμόζει ρεαλιστικές επιλογές σε θέματα άμυνας και ενεργειακής πολιτικής, ταυτόχρονα όμως αναπτύσσει πολιτιστικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες που αποσκοπούν στην εδραίωση σχέσεων εμπιστοσύνης και σεβασμού. Η αξιοποίηση διεθνών θεσμών και νομικών πλαισίων, όπως το UNCLOS και οι μηχανισμοί της ΕΕ, ενισχύει τη θέση της Ελλάδας στο γεωπολιτικό παιχνίδι.

Τέλος, το μέλλον των ελληνολιβυκών σχέσεων εξαρτάται από την ικανότητα της ελληνικής διπλωματίας να προσαρμοστεί στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες της περιοχής, να αξιοποιήσει τις διεθνείς συμμαχίες και να αναπτύξει μια συνεκτική στρατηγική που θα συνδυάζει την αμυντική ετοιμότητα, τη διπλωματική ευελιξία και την προώθηση της περιφερειακής σταθερότητας. Η ιστορική εμπειρία, και ιδιαίτερα η εμπειρία της δεκαετίας του 1980, προσφέρει διδάγματα για το πώς μια μικρή περιφερειακή δύναμη μπορεί να διαμορφώσει ισχυρές συμμαχίες και να επιβάλει τη θέση της σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον, προωθώντας ταυτόχρονα την ειρήνη και την ανάπτυξη.