Η πολιτική πόλωση συνιστά ένα από τα πιο περίπλοκα και διαβρωτικά φαινόμενα της σύγχρονης δημοκρατίας. Ενώ η σύγκρουση απόψεων αποτελεί εγγενές στοιχείο του δημοκρατικού πλουραλισμού, η πόλωση διαφέρει ποιοτικά: δεν είναι απλώς έντονη διαφωνία, αλλά μετασχηματισμός του πολιτικού ανταγωνισμού σε πολιτισμική και θεσμική ρήξη. Το σύστημα των θεσμών, το οποίο οφείλει να λειτουργεί ως πεδίο συνεννόησης και ισορροπίας, μετατρέπεται σε μηχανισμό αντιπαράθεσης, όπου κάθε πλευρά θεωρεί την άλλη ως υπαρξιακή απειλή. Η έννοια του «πολιτικού αντιπάλου» μεταλλάσσεται σε έννοια «πολιτικού εχθρού».

Η θεωρητική ανάλυση του φαινομένου της πόλωσης απαιτεί μια θεσμική οπτική που υπερβαίνει την επικοινωνιακή διάσταση της σύγκρουσης. Ο συνταγματισμός, ως οργανωτική λογική της πολιτικής εξουσίας, είναι ο φυσικός χώρος μέσα στον οποίο πρέπει να εξετάζεται η πόλωση. Δεν πρόκειται μόνο για κοινωνιολογικό γεγονός, αλλά για συνταγματικό σύμπτωμα: για τη φθορά των θεμελίων της αντιπροσώπευσης, της διάκρισης των εξουσιών και της αμοιβαίας αναγνώρισης των θεσμικών ρόλων.

Η ιστορική εξέλιξη του συνταγματισμού βασίστηκε στη μετατροπή της πολιτικής σύγκρουσης σε κανόνες θεσμικού ανταγωνισμού. Από την αγγλική «λογική της αντιπολίτευσης» έως τον κοινοβουλευτισμό της ευρωπαϊκής ηπείρου, το Σύνταγμα αποτέλεσε τον μηχανισμό που επιτρέπει τη νομιμοποιημένη εναλλαγή της εξουσίας χωρίς διάρρηξη της ενότητας του πολιτικού σώματος. Η πόλωση, ωστόσο, διαβρώνει αυτήν ακριβώς τη δυνατότητα: οι θεσμοί παύουν να θεωρούνται κοινοί και γίνονται ιδιοκτησία των αντιμαχόμενων στρατοπέδων. Η δικαιοσύνη, τα μέσα ενημέρωσης, η διοίκηση, ακόμη και η έννοια του κράτους δικαίου υποτάσσονται σε κομματικούς προσδιορισμούς.

Η θεσμική ερμηνεία της πόλωσης δεν μπορεί να παραμείνει ηθικολογική· χρειάζεται πολιτειολογική ακρίβεια. Κάθε δημοκρατία είναι, εξ ορισμού, πεδίο διαφωνίας. Η διαφωνία δεν απειλεί τη δημοκρατία· την συντηρεί. Το πρόβλημα αρχίζει όταν η διαφωνία μετατρέπεται σε αμοιβαία άρνηση νομιμοποίησης. Όταν η αντιπολίτευση αρνείται τη θεσμικότητα της κυβέρνησης και η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την αντιπολίτευση ως εχθρό του έθνους, τότε καταλύεται η θεσμική ασπίδα της ανεκτικότητας, που είναι προϋπόθεση της δημοκρατικής λειτουργίας.

Η νομική φιλοσοφία του Καρλ Σμιττ, παρά τη σκοτεινή της πολιτική κληρονομιά, παραμένει χρήσιμη για την κατανόηση αυτής της λογικής: η διάκριση φίλου/εχθρού είναι η ουσία του πολιτικού. Ο συνταγματισμός δημιουργήθηκε ακριβώς για να τιθασεύσει αυτήν τη λογική μέσα σε θεσμικά όρια. Σήμερα, η συνταγματική τάξη κινδυνεύει να υπονομευθεί εκ των έσω, όταν οι θεσμοί εργαλειοποιούνται από τις παρατάξεις ως όπλα. Ο δικαστικός έλεγχος, ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, οι ανεξάρτητες αρχές και τα μέσα ενημέρωσης δεν πρέπει να λειτουργούν ως «προεκτάσεις» του ανταγωνισμού, αλλά ως ουδέτεροι θεσμικοί μεσολαβητές.

Η πολιτική πόλωση τείνει να προκαλέσει ένα φαινόμενο θεσμικής κόπωσης. Οι πολίτες παύουν να εμπιστεύονται τους θεσμούς, γιατί τους θεωρούν όργανα της αντιπαράθεσης. Η εμπιστοσύνη, όμως, είναι το αόρατο κεφάλαιο της δημοκρατίας: χωρίς αυτήν, οι θεσμοί λειτουργούν μόνο τυπικά, χωρίς ουσιαστική αποδοχή. Η θεσμική θεραπεία της πόλωσης δεν είναι η αποστείρωση της πολιτικής ζωής, αλλά η ενίσχυση του πολιτικού ήθους. Η συνταγματική αυτοσυγκράτηση (self-restraint) των κυβερνώντων και η αποδοχή της θεσμικής νομιμότητας των αντιπάλων αποτελούν τις προϋποθέσεις για τη σταθερότητα του πολιτεύματος.

Η πολιτική επιστήμη οφείλει να αναγνωρίσει ότι η πόλωση δεν είναι απλώς συναισθηματική, αλλά συστημική. Ενισχύεται από τη δομή των κομματικών συστημάτων, από τα εκλογικά συστήματα, από τον τρόπο οργάνωσης των ΜΜΕ και από τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Ο σύγχρονος συνταγματισμός πρέπει να ενσωματώσει μηχανισμούς αντιπολωτικής ανθεκτικότητας: διαφανείς διαδικασίες λήψης αποφάσεων, ανεξάρτητες αρχές πραγματικής ισχύος, οριοθέτηση της κυβερνητικής επικοινωνίας και συνταγματική προστασία της δημόσιας σφαίρας.

Η πόλωση είναι η αρρώστια των ώριμων δημοκρατιών· αλλά η θεσμική αυτογνωσία είναι η θεραπεία τους. Η συνταγματική ερμηνεία του φαινομένου της πόλωσης δεν αποσκοπεί στην αποπολιτικοποίηση, αλλά στη θεσμική εκλογίκευση του πάθους.