Η ενεργειακή αυτονομία δεν αποτελεί πλέον μόνο οικονομικό στόχο, αλλά παράμετρο εθνικής κυριαρχίας και στρατηγικής ανεξαρτησίας. Στην ελληνική περίπτωση, η πορεία προς την ενεργειακή αυτάρκεια και διαφοροποίηση δεν είναι απλώς ζήτημα παραγωγής και κατανάλωσης — είναι μια πράξη πολιτικής ωρίμανσης, μέσα από την οποία το κράτος αποκτά τον έλεγχο ενός κρίσιμου παράγοντα ισχύος. Η εξάρτηση από εξωτερικές πηγές ενέργειας περιορίζει την αυτονομία των αποφάσεων, καθιστά ευάλωτη την εθνική οικονομία σε εξωγενείς κρίσεις και προσδίδει σε τρίτες δυνάμεις τη δυνατότητα επιρροής.

Η Ελλάδα, ιστορικά εξαρτημένη από εισαγόμενα καύσιμα, αξιοποιεί σήμερα το ευνοϊκό γεωγραφικό της πλεονέκτημα για να επαναπροσδιορίσει τη θέση της στο ευρωπαϊκό ενεργειακό σύστημα. Μέσα από την ανάπτυξη υποδομών LNG, τις διασυνδέσεις ηλεκτρικής ενέργειας, την αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών και την ερευνητική δραστηριότητα στους υδρογονάνθρακες, διαμορφώνει σταδιακά ένα πλέγμα που μειώνει τα επίπεδα εξάρτησης. Η ενεργειακή αυτονομία, σε αυτό το πλαίσιο, δεν σημαίνει απομόνωση, αλλά ικανότητα επιλογής — την ελευθερία να συμμετέχεις στη διεθνή αγορά με όρους ισότητας, όχι ανάγκης.

Στρατηγικά, η ενεργειακή ανεξαρτησία ενισχύει το εσωτερικό κύρος του κράτους, περιορίζει το δημοσιονομικό κόστος κρίσεων και αυξάνει τη γεωπολιτική του ανθεκτικότητα. Όσο η Ελλάδα αποκτά εναλλακτικές πηγές, τόσο μειώνεται η έκθεση της σε ασύμμετρες πιέσεις. Επιπλέον, η δυνατότητα να εξάγει ή να αναδιανέμει ενέργεια δημιουργεί θετική αλληλεξάρτηση με άλλα κράτη, μετατρέποντας τη χώρα σε πάροχο σταθερότητας.

Η ενεργειακή αυτονομία δεν επιτυγχάνεται με τεχνικά έργα μόνο· απαιτεί πολιτική βούληση, θεσμική συνέπεια και κοινωνική συμμετοχή. Η διαμόρφωση μιας εθνικής κουλτούρας ενεργειακής συνείδησης, όπου η αποδοτικότητα, η εξοικονόμηση και η πράσινη μετάβαση συνδέονται με την έννοια της κυριαρχίας, μπορεί να καταστήσει το ενεργειακό πεδίο παράδειγμα υπεύθυνης διακυβέρνησης.

Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια ιστορική συγκυρία όπου η ενεργειακή αυτονομία μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης συνολικής αναθεμελίωσης της ισχύος της. Όσο η χώρα μεταβαίνει από την εξάρτηση στην αυτάρκεια, μεταβαίνει και από την αβεβαιότητα στην κυριαρχία — από το ρόλο του δέκτη στο ρόλο του διαμορφωτή.