Η Τουρκία φαίνεται να εξασφαλίζει την προμήθεια 40 μαχητικών Eurofighter, εξέλιξη που καταδεικνύει τη σαφή μεταστροφή της στάσης πολλών ευρωπαϊκών πρωτευουσών απέναντί της σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Η αλλαγή αυτή ενισχύεται από τη σταθερή και διαχρονική σύμπλευση της Άγκυρας με το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και από την ευρύτερη γεωστρατηγική συγκυρία, που έχει επιτρέψει στην Τουρκία να επανεμφανιστεί ως χρήσιμος και υπολογίσιμος δρων στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Ιδιαίτερα μετά την απόφαση των ΗΠΑ να αποστασιοποιηθούν από τις δεσμεύσεις τους απέναντι στην ευρωπαϊκή άμυνα, η σημασία της Τουρκίας έχει ενισχυθεί στα μάτια πολλών Δυτικών ηγεσιών. Ωστόσο, η στροφή αυτή δεν μπορεί να αγνοήσει τις διαχρονικές παραβιάσεις και τις αναθεωρητικές επιδιώξεις της Άγκυρας, οι οποίες συνεχίζουν να απειλούν ευθέως τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.

Η Τουρκία, αν και προσπαθεί να παρουσιάσει μια εικόνα πιο μετριοπαθή και διαμεσολαβητική – περιορίζοντας ρητορικά τις ευθείες απειλές κατά της Ελλάδας, αποφεύγοντας προσωρινά δηλώσεις περί αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης και παρουσιάζοντας τη «Διακήρυξη των Αθηνών» ως ένδειξη καλής θελήσεως – εξακολουθεί επί της ουσίας να αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία. Με το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» σε πλήρη εφαρμογή, η Άγκυρα συνεχίζει να προβάλλει αξιώσεις επί θαλάσσιων περιοχών ελληνικής και κυπριακής κυριαρχίας, παρεμποδίζοντας ακόμα και επιστημονικές έρευνες σε διεθνώς αναγνωρισμένα ελληνικά χωρικά ύδατα, όπως στην περίπτωση του ιταλικού πλοίου «Ievoli Relume» νοτίως της Κάσου.

Η στρατηγική της Τουρκίας εστιάζει στην επιβολή τετελεσμένων, επιδιώκοντας να παγώσει τον χρόνο σε περιοχές που έχει γκριζάρει ή χαρακτηρίσει διαφιλονικούμενες. Μέσα από την πάροδο του χρόνου και την ελληνική αδράνεια, η Άγκυρα προσδοκά στη διάβρωση των ελληνικών θέσεων. Πράγματι, για μεγάλο διάστημα η Ελλάδα περιορίστηκε σε διπλωματικές δηλώσεις, χωρίς να προχωρήσει στην εμπέδωση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων επί του πεδίου. Πριν την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου, η Αθήνα θα μπορούσε –και όφειλε– να έχει προχωρήσει σε συμφωνία οριοθέτησης με τη Λιβύη ή την Αίγυπτο, ή ακόμη να επεκτείνει μονομερώς τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια νοτίως της Κρήτης, όπως της επιτρέπει το Δίκαιο της Θάλασσας. Η ετεροχρονισμένη συμφωνία με την Αίγυπτο, σε τμηματική βάση, αποτελεί μεν βήμα, αλλά όχι την ολοκληρωμένη απάντηση που απαιτούν οι συνθήκες.

Σήμερα, ωστόσο, φαίνεται να διαμορφώνεται μια πιο ενεργητική ελληνική στρατηγική, με την έμπρακτη εδραίωση θέσεων σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Η δημιουργία θαλασσίων πάρκων, που περιλαμβάνουν νησιά και νησίδες που η Τουρκία επιχειρεί να θέσει υπό αμφισβήτηση, κινείται σαφώς προς τη σωστή κατεύθυνση. Η εμπλοκή της Chevron στα θαλάσσια τεμάχια νοτίως της Κρήτης ενισχύει όχι μόνο την ενεργειακή διάσταση του ελληνικού σχεδιασμού, αλλά και το γεωπολιτικό του αποτύπωμα. Κρίσιμο εργαλείο σε αυτή την κατεύθυνση αποτελεί και το καλώδιο ηλεκτρικής διασύνδεσης Ισραήλ–Κύπρου–Ελλάδας, το οποίο συνιστά έργο στρατηγικής σημασίας για την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή.

Η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί σήμερα έναν χώρο με έντονα προβλήματα: αποτυχημένα κράτη, πολέμους δι’ αντιπροσώπων, παρατεταμένες κατοχές και μεταναστευτικές ροές. Ωστόσο, μέσα σε αυτό το εύφλεκτο περιβάλλον, υπάρχουν και ευκαιρίες για περιφερειακή συνεργασία. Η Ελλάδα, αξιοποιώντας τον ρόλο της ως δύναμη σταθερότητας, μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλία για τη σύγκληση συνδιάσκεψης των κρατών της περιοχής, με επίκεντρο κοινές προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή και η ενεργειακή ασφάλεια – χωρίς την παρουσία εξωτερικών πάτρωνων. Μια τέτοια περιφερειακή πρωτοβουλία μπορεί να ενισχύσει το προφίλ της χώρας ως σοβαρού και υπεύθυνου δρώντα, ενώ ταυτόχρονα αποδυναμώνει τις μονομερείς τουρκικές πρωτοβουλίες επιρροής.

Από την άλλη, η στρατηγική της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία οφείλει να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. Η προοπτική προσφυγής στη Χάγη έχει ουσιαστικά εκλείψει, καθώς η Άγκυρα εμφανίζεται απρόθυμη να δεχτεί ένα πλαίσιο διαπραγματεύσεων βασισμένο στο Διεθνές Δίκαιο. Σε αυτό το πλαίσιο, η Αθήνα πρέπει να επαναδιαμορφώσει τη στρατηγική της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτώντας μια νέα ευρωτουρκική ατζέντα που θα συνδέει σαφώς τα ευρωπαϊκά ανταλλάγματα προς την Τουρκία με σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο και την κυριαρχία των κρατών-μελών. Ο προσδιορισμός σαφών αιρεσιμοτήτων και χρονοδιαγραμμάτων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε μορφή επαναπροσέγγισης.

Η ελληνική διπλωματία πρέπει επίσης να ενισχυθεί σε όλα τα μέτωπα: με στοχευμένες πρωτοβουλίες δημόσιας διπλωματίας, με καλύτερο συντονισμό στις διεθνείς οργανώσεις και με ενεργό συμμετοχή σε όλα τα επίπεδα διαμόρφωσης πολιτικής. Είναι κρίσιμο να καταστεί σαφές, τόσο σε εταίρους όσο και σε συμμάχους, ότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός δεν είναι απλώς μια διμερής ελληνοτουρκική διαφορά, αλλά μια δομική απειλή για τη διεθνή έννομη τάξη και τη σταθερότητα της περιοχής.

Η Ελλάδα διαθέτει τα νομικά, πολιτικά και ιστορικά ερείσματα να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τα συμφέροντά της. Η συνέπεια στη διπλωματική στάση, η αποφασιστικότητα στην άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων και η ενίσχυση των διεθνών της ερεισμάτων αποτελούν το τρίπτυχο μιας στρατηγικής που όχι μόνο μπορεί να περιορίσει την τουρκική πίεση, αλλά και να αναβαθμίσει συνολικά τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο.