Η πρόσφατη συμφωνία για την ενίσχυση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας αποτελεί ένα γεγονός που δεν μπορεί να απομονωθεί από την ιστορική και θεσμική εξέλιξη του εργατικού δικαίου στην Ελλάδα. Αντιθέτως, εντάσσεται σε μια μακρά διαδικασία μετασχηματισμού των εργασιακών σχέσεων, οι οποίες διαμορφώθηκαν υπό την επίδραση πολιτικών, οικονομικών και υπερεθνικών παραγόντων. Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεν αποτελούν μόνο μηχανισμό καθορισμού των μισθολογικών και λοιπών όρων εργασίας, αλλά θεμελιώδη θεσμό της συλλογικής αυτονομίας, βασικό εργαλείο κοινωνικού διαλόγου και κρίσιμο πυλώνα για την εξισορρόπηση της ανισότητας ισχύος στην αγορά εργασίας.

Η ιστορική θεμελίωση του θεσμού ανάγεται στη μεταπολιτευτική περίοδο, όταν η συνταγματική κατοχύρωση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και της προστασίας της εργασίας δημιούργησε το θεσμικό υπόβαθρο για την ανάπτυξη ενός συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, ο νόμος 1264/1982 αποτέλεσε τομή. Δεν επηρέασε μόνο τις συνδικαλιστικές ελευθερίες, αλλά καθόρισε τη δομική σχέση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, των συλλογικών οργανώσεων και του κράτους. Η συλλογική σύμβαση αντιμετωπίστηκε ως ανώτερη μορφή αυτόνομης ρύθμισης, στηριγμένη σε ένα οργανωμένο σύστημα κοινωνικού διαλόγου, με το κράτος να λειτουργεί ως εγγυητής, ρυθμιστής και φορέας προστασίας.

Κατά τις επόμενες δεκαετίες, ιδίως τη δεκαετία του 1990 και την περίοδο πριν από την οικονομική κρίση, οι ΣΣΕ γνώρισαν σημαντική ανάπτυξη. Η επεκτασιμότητα, η κανονιστική πρωτοκαθεδρία των κλαδικών συμβάσεων, η διαιτησία ως μηχανισμός επίλυσης συλλογικών διαφορών και η θεσμική μετενέργεια των συμβάσεων συγκρότησαν ένα μοντέλο υψηλής συλλογικής προστασίας. Η συμμετοχή της Ελλάδας στη διαδικασία ενοποίησης της ΕΕ επέφερε πρόσθετες θεσμικές εξελίξεις και ευθυγράμμιση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, ενισχύοντας τη θέση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στο ρυθμιστικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας.

Η οικονομική κρίση του 2010 και τα μνημονιακά προγράμματα αποτέλεσαν καθοριστική καμπή. Το προηγούμενο μοντέλο δεν περιορίστηκε μερικώς, αλλά ανατράπηκε δομικά. Οι μεταρρυθμίσεις αυτής της περιόδου επέφεραν:

  • περιορισμό της επεκτασιμότητας,

  • δραστική μείωση της διάρκειας της μετενέργειας,

  • ενίσχυση της επιχειρησιακής και κυρίως της ατομικής σύμβασης εργασίας,

  • τροποποιήσεις στη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία,

  • συρρίκνωση της συλλογικής κάλυψης.

Το κράτος από εγγυητής των συλλογικών δικαιωμάτων κατέστη μοχλός επιβολής πολιτικών εργασιακής απορρύθμισης. Η μείωση του εργασιακού κόστους αντιμετωπίστηκε ως εργαλείο δημοσιονομικής προσαρμογής και ανταγωνιστικότητας, με κεντρικό αποτέλεσμα την αποδυνάμωση του συλλογικού μηχανισμού διαπραγμάτευσης και την ενίσχυση της ανισορροπίας ισχύος υπέρ των εργοδοτών.

Η μεταμνημονιακή περίοδος που ακολούθησε αποτέλεσε το πρώτο στάδιο σταδιακής αναθεώρησης αυτών των μεταβολών. Επανήλθαν ορισμένες θεμελιώδεις λειτουργίες των συλλογικών συμβάσεων, ωστόσο το σύστημα δεν αποκαταστάθηκε πλήρως. Η συλλογική κάλυψη παρέμεινε χαμηλή σε σύγκριση με την προ μνημονίου περίοδο, οι κλαδικές συμβάσεις δεν ανέκτησαν την κυρίαρχη θέση τους και η αγορά εργασίας συνέχισε να χαρακτηρίζεται από έντονη εργασιακή επισφάλεια και ανισότητα.

Στη σημερινή συγκυρία, η πρόσφατη συμφωνία κοινωνικού διαλόγου που ανακοινώθηκε αποτελεί μέρος ενός δεύτερου σταδίου μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων. Η συμφωνία επιδιώκει:

  • την ευχερέστερη σύναψη και επέκταση ΣΣΕ,

  • τη διασφάλιση της προστασίας των εργαζομένων και μετά τη λήξη μιας σύμβασης,

  • την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη επίλυση συλλογικών διαφορών,

  • την ανακατανομή του αναπτυξιακού οφέλους προς τους εργαζόμενους.

Οι παραπάνω θεσμικές στοχεύσεις ανταποκρίνονται τόσο στις εσωτερικές ανάγκες της αγοράς εργασίας όσο και στους ευρωπαϊκούς στόχους, όπου η συλλογική κάλυψη θεωρείται θεμελιώδες κριτήριο κοινωνικής δικαιοσύνης, σταθερότητας και οικονομικής ανθεκτικότητας. Παρά τη σημαντική αυτή εξέλιξη, η πρακτική εφαρμογή των νέων πολιτικών και η λειτουργική αποτελεσματικότητά τους θα κριθούν από μια σειρά κρίσιμων παραγόντων: την ποιότητα και την αντιπροσωπευτικότητα των κοινωνικών οργανώσεων, την επάρκεια των θεσμικών μηχανισμών ελέγχου, την ικανότητα διαμεσολάβησης και διαιτησίας, καθώς και τον βαθμό εμπέδωσης του κοινωνικού διαλόγου.

Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι οι συλλογικές συμβάσεις στην Ελλάδα υπήρξαν πάντοτε ένας θεσμός που αντανακλά τις ισορροπίες εξουσίας, τις ιδεολογικές μετατοπίσεις και τις οικονομικές προτεραιότητες κάθε περιόδου. Από το ισχυρό κρατικοθεσμικό μοντέλο της μεταπολίτευσης, στην εφαρμογή ενός μοντέλου απορρύθμισης υπό συνθήκες οικονομικής επιτήρησης, και πλέον σε μια μεταβατική φάση επαναρρύθμισης, η διαδρομή αυτή υπογραμμίζει ότι η εξέλιξη του εργατικού δικαίου δεν είναι απλώς ζήτημα νομικών ρυθμίσεων, αλλά θεμελιώδης έκφραση δημοκρατικής, κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής.

Συνεπώς, η πρόσφατη συμφωνία για τις ΣΣΕ δεν πρέπει να ιδωθεί ως αυτοτελές γεγονός, αλλά ως κρίσιμο επεισόδιο ενός ιστορικού κύκλου μεταβολών, του οποίου η έκβαση θα εξαρτηθεί από το αν οι θεσμικές παρεμβάσεις θα οδηγήσουν σε πραγματική ενίσχυση της συλλογικής κάλυψης, σε βελτίωση των όρων εργασίας, σε αναβάθμιση του κοινωνικού διαλόγου και σε αποτελεσματικούς μηχανισμούς εξισορρόπησης της αγοράς εργασίας. Η θεσμική και ιστορική διαδρομή καθιστά σαφές ότι η συλλογική σύμβαση δεν είναι προϊόν ούτε μιας αυθόρμητης αυτορρύθμισης ούτε ενός μονοδιάστατου κρατικού παρεμβατισμού, αλλά ο καθρέφτης της ποιότητας της δημοκρατίας και της ισορροπίας των κοινωνικών δυνάμεων.