Η Ανατολική Ασία αποτελεί σήμερα την πιο κρίσιμη γεωπολιτικά περιφέρεια του πλανήτη, το σημείο όπου καθορίζεται η ισορροπία ισχύος του διεθνούς συστήματος και διαμορφώνεται η νέα αρχιτεκτονική του 21ου αιώνα. Η πρόσφατη επιστροφή του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στην περιοχή, με στάσεις στη Μαλαισία, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, επιβεβαιώνει ότι η Ουάσινγκτον δεν αποδέχεται παθητικά την άνοδο της Κίνας, αλλά επιδιώκει μια δυναμική επαναφορά ως αναντικατάστατου παρόχου ισχύος, τεχνολογίας και ασφάλειας. 

Ο Τραμπ επιστρέφει στην Ασία με μια ατζέντα που ξεπερνά τους συμβολισμούς. Η Ουάσινγκτον απαιτεί από τους βασικούς συμμάχους της —πρωτίστως την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα— μια οικονομική και στρατηγική συνεισφορά που υπολογίζεται σε 900 δισ. δολάρια. Αυτή η απαίτηση αποσκοπεί όχι μόνο στην ενίσχυση της αμερικανικής οικονομίας αλλά, κυρίως, στη γεωοικονομική αναδιάταξη της περιοχής: στην αποσύνδεση κρίσιμων παραγωγικών αλυσίδων από το Πεκίνο, στη δημιουργία νέων τεχνολογικών οικοσυστημάτων υπό αμερικανικό έλεγχο και στην παγίωση μιας συμμαχικής αρχιτεκτονικής ασφαλείας που θα περιορίζει την κινεζική πρόσβαση σε ζωτικούς πόρους και θα ανακόπτει την τεχνολογική της αυτονομία.

Η Ιαπωνία ενσαρκώνει πλέον αυτή τη νέα σύλληψη. Μετά από δεκαετίες στρατηγικού πασιφισμού, η Τόκιο προχωρά σε αναθεώρηση δόγματος, επεκτείνοντας τις αμυντικές της επενδύσεις, ενισχύοντας την πυραυλική αποτροπή και επεκτείνοντας τη διπλωματική της παρουσία σε κρίσιμες ζώνες του Ινδο-Ειρηνικού. Η νέα πολιτική ηγεσία της χώρας αντιλαμβάνεται ότι η τεχνολογική και στρατιωτική αναβάθμιση είναι προϋπόθεση για την επιβίωση σε ένα σύστημα όπου η Κίνα δεν είναι απλώς οικονομικός ανταγωνιστής, αλλά δύναμη με ευρύτερες αναθεωρητικές φιλοδοξίες. Στο ίδιο πλαίσιο, η Νότια Κορέα επιχειρεί να εξισορροπήσει τις εσωτερικές κοινωνικοοικονομικές πιέσεις με τις αυξανόμενες διεθνείς απαιτήσεις· γνωρίζει όμως ότι η στρατηγική της σχέση με τις ΗΠΑ παραμένει το θεμέλιο της ασφάλειάς της απέναντι στην αδιάλειπτη πυρηνική απειλή της Βόρειας Κορέας και την γεωοικονομική εξάρτηση από την Κίνα, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα εταίρο και στρατηγικό ανταγωνιστή.

Ο πυρήνας ωστόσο της αμερικανικής στρατηγικής δεν περιορίζεται στα κράτη-συμμάχους· εκτείνεται στον απόλυτο καταλύτη της περιφερειακής ασφάλειας: την Ταϊβάν. Το νησί, που παράγει πάνω από το 60% των προηγμένων ημιαγωγών του κόσμου, αποτελεί το «τεχνολογικό στενό» του πλανήτη. Η γέφυρα που συνδέει την παγκόσμια οικονομία με το μέλλον της καινοτομίας βρίσκεται στο επίκεντρο μιας αντιπαράθεσης με υπαρξιακά χαρακτηριστικά. Η Κίνα θεωρεί την επανένωση με την Ταϊβάν ιστορική υποχρέωση και στρατηγική αναγκαιότητα· οι ΗΠΑ θεωρούν την υπεράσπιση της Ταϊβάν αναπόσπαστο τμήμα της αξιοπιστίας τους και του διεθνούς ρόλου τους. Οποιαδήποτε μεταβολή στην ισορροπία γύρω από το νησί θα μπορούσε να αποτελέσει τη σπίθα για τη μεγαλύτερη σύγκρουση από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η αναμέτρηση αυτή έχει πλέον μεταφερθεί πολύ πέραν των στρατιωτικών υπολογισμών. Η τεχνολογική κυριαρχία, η πρόσβαση σε κρίσιμα ορυκτά, η παραγωγή ημιαγωγών, η τεχνητή νοημοσύνη, οι ποσοτικές επικοινωνίες και η διπλωματία δεδομένων αποτελούν το νέο νόμισμα ισχύος. Η Κίνα επιδιώκει να σταθεροποιήσει την αυτονόμησή της από τις δυτικές τεχνολογικές υποδομές, ενώ οι ΗΠΑ —γνωρίζοντας ότι η εποχή όπου η Δύση καθόριζε αποκλειστικά τις τεχνολογικές προδιαγραφές φθάνει στο τέλος της— επιχειρούν έναν δομικό αποκλεισμό του Πεκίνου από την αιχμή της καινοτομίας. Το διακύβευμα δεν είναι απλώς οικονομικό· είναι στρατηγικό και πολιτισμικό. Ποιο πρότυπο θα κυριαρχήσει στο σύστημα, ποιο δόγμα ασφάλειας θα ορίζει τις εξελίξεις, ποια δύναμη θα καθορίζει αυριανούς κανόνες;

Σε αυτό το πλαίσιο, η συνάντηση Τραμπ–Σι αποκτά ιστορική σημασία. Δεν αναμένεται μια «μεγάλη συμφωνία» που θα λήξει τον ανταγωνισμό· αναμένεται μια επιβεβαίωση των συγκρουόμενων κοσμοθεωριών τους. Η Ουάσινγκτον επιθυμεί μια περιορισμένη αποκλιμάκωση στο εμπόριο —όχι πλήρη εξομάλυνση— που θα προσφέρει οικονομική ανάσα στους συμμάχους και στη διεθνή αγορά, ενώ το Πεκίνο επιδιώκει την άρση των τεχνολογικών περιορισμών και την αναγνώριση ενός μεγαλύτερου στρατηγικού χώρου δράσης. Το χάσμα παραμένει βαθύ και η πιθανότητα αποτυχίας υψηλή. Εάν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν, ένας νέος κύκλος δασμών και γεωοικονομικού πολέμου δεν θα πλήξει μόνο τις δύο μεγάλες δυνάμεις· θα προκαλέσει αστάθεια σε ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία.

Ωστόσο, η περιοδεία δεν αφορά μόνο τις ΗΠΑ και την Κίνα. Η Ανατολική Ασία, μέσα από τους δικούς της ελιγμούς, επιχειρεί να αποφύγει την παγίδευση σε μια διπολική λογική. Ιαπωνία, Νότια Κορέα και άλλοι περιφερειακοί δρώντες επιθυμούν να διατηρήσουν τη διπλή εξάρτηση: οικονομική σχέση με την Κίνα, στρατηγική συμμαχία με τις ΗΠΑ. Αυτή η ισορροπία είναι ταυτόχρονα παράγοντας σταθερότητας και πηγή αβεβαιότητας. Οι ΗΠΑ απαιτούν ξεκάθαρη τοποθέτηση· οι σύμμαχοι ζητούν περιθώριο ελιγμών. Το ερώτημα ποιος θα καθορίσει τον ρυθμό αυτής της εξισορρόπησης αποτελεί την καρδιά του νέου διεθνούς συστήματος.

Η πραγματικότητα είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα βρίσκονται ήδη σε μια δομική αντιπαράθεση που δεν αφορά απλώς την περιφερειακή κυριαρχία· αφορά το ποιος θα διαμορφώσει τους κανόνες της παγκόσμιας εποχής. Η Ανατολική Ασία δεν είναι μια γεωγραφική περιφέρεια, αλλά το κεντρικό εργαστήριο του μέλλοντος της διεθνούς πολιτικής. Εκεί όπου συγκρούονται οικονομικά μοντέλα, πολιτικές αξίες, τεχνολογικά συστήματα και ιστορικές φιλοδοξίες.

Η περιοδεία του Τραμπ δεν αποτελεί διπλωματική ρουτίνα· αποτελεί αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «στρατηγική εξέταση» της αμερικανικής ισχύος σε πραγματικό χρόνο. Εάν η Ουάσινγκτον επιτύχει τη σύναψη νέων επενδυτικών συμφωνιών, την αναδιάταξη των κρίσιμων αλυσίδων παραγωγής, τη σταθεροποίηση του πλαισίου αποτροπής στην Ταϊβάν και τη διατήρηση της επιρροής της στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, τότε θα έχει αποδείξει ότι παραμένει η πρωτεύουσα δύναμη του πλανήτη. Αν αποτύχει, η Ανατολική Ασία θα αποτελέσει το σημείο καμπής όπου η αμερικανική πρωτοκαθεδρία θα αρχίσει να υποχωρεί οριστικά έναντι της κινεζικής ανάδυσης.

Το διακύβευμα δεν θα μπορούσε να είναι υψηλότερο. Η Ανατολική Ασία καθορίζει ήδη ποιος θα ηγηθεί στον κόσμο που αναδύεται. Η σύγκρουση για την τεχνολογική υπεροχή, η διαπάλη για την Ταϊβάν, η διαχείριση των θαλασσίων δρόμων του εμπορίου, η μάχη για τις πρώτες ύλες του μέλλοντος, η αναμέτρηση στο επίπεδο των αφηγημάτων — όλα αυτά συνθέτουν μια νέα παγκόσμια πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα στην οποία οι ΗΠΑ επιδιώκουν όχι απλώς να παραμείνουν παρούσες, αλλά να ορίσουν τους κανόνες του διεθνούς παιχνιδιού. Η Κίνα, από την πλευρά της, δηλώνει ότι δεν έχει πλέον την παραμικρή πρόθεση να τους αποδεχθεί παθητικά.

Η περιοχή του Ειρηνικού δεν είναι πλέον το «πίσω μέρος» της γεωπολιτικής, αλλά το επίκεντρο της παγκόσμιας μεταβολής. Και ο Ντόναλντ Τραμπ, σήμερα, δοκιμάζει αν η Αμερική εξακολουθεί να έχει το στρατηγικό βάθος, την αποφασιστικότητα και την ικανότητα διαπραγμάτευσης για να παραμείνει ο βασικός δρων της ιστορίας που γράφεται τώρα, σε πραγματικό χρόνο, στα ασιατικά ύδατα και στα ασιατικά εργοστάσια τεχνολογίας. Όλα όσα διακυβεύονται στην Ανατολική Ασία δεν αποτελούν μια απλή σύγκρουση επιρροής, αλλά το ξεκάθαρο ερώτημα του ποιος θα καθορίσει την παγκόσμια τάξη.