Η δημοκρατική αρχή δεν εξαντλείται στην οιονεί αριθμητική κυριαρχία της πλειοψηφίας, αλλά βασίζεται πρωτίστως στη θεσμική οργάνωση της εξουσίας και στη δέσμευσή της από το δίκαιο. Η θεμελιώδης αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου, ως πυλώνας του κράτους δικαίου, συνιστά το κατ’ εξοχήν θεμέλιο της πολιτικής και θεσμικής λογοδοσίας. Η έννοια της ισονομίας δεν έχει απλώς αφηρημένο αξιακό χαρακτήρα. Αντιθέτως, ορίζει με νομική ακρίβεια την υποχρέωση του κράτους να εφαρμόζει τον νόμο αδιακρίτως, χωρίς θεσμικές «ασπίδες» υπέρ εκείνων που κατέχουν αξιώματα ή ασκούν εξουσία.
Η ιδέα αυτή αποκρυσταλλώθηκε ήδη από το 18ο αιώνα, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Σαρλ Λουί ντε Μοντεσκιέ, ο οποίος στο έργο του «Το πνεύμα των νόμων» του 1748 διατύπωσε με απαράμιλλη διαύγεια το αξίωμα ότι «για να μην μπορεί να γίνει κατάχρηση της εξουσίας, είναι απαραίτητο, με τη διευθέτηση των πραγμάτων, η εξουσία να σταματά την εξουσία». Η αρχή αυτή, που συνιστά την κανονιστική μήτρα κάθε σύγχρονου Συντάγματος, μετουσιώθηκε πολιτικά κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης και θεσμοθετήθηκε με την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, η οποία, ήδη από το 1789, εισήγαγε την ισότητα όλων έναντι του νόμου και την υπαγωγή κάθε δημόσιας εξουσίας στον έλεγχο της έννομης τάξης.
Η ελληνική συνταγματική τάξη, μολονότι ενσωματώνει τις παραπάνω αρχές στο κανονιστικό της κεκτημένο, παρουσιάζει έναν ιδιότυπο θεσμικό δυϊσμό στο πεδίο της ποινικής ευθύνης των πολιτικών προσώπων. Το άρθρο 86 του Συντάγματος, το οποίο ρυθμίζει αποκλειστικώς την ποινική δίωξη των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών, συνιστά θεσμική εξειδίκευση της πολιτικής ευθύνης, η οποία όμως –ιδίως όπως εφαρμόζεται– εξελίσσεται σε μηχανισμό εξουδετέρωσης της λογοδοσίας. Σύμφωνα με τη διατύπωση της διάταξης, η Βουλή και μόνο μπορεί να κινήσει ποινική διαδικασία κατά υπουργών για αδικήματα τελεσθέντα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ενώ κάθε δικαστική ενέργεια προαπαιτεί σχετική απόφαση του νομοθετικού σώματος. Το δικαστικό σύστημα ουσιαστικά εξαρτάται από τη βούληση της Βουλής, η οποία καθίσταται πολιτικός κριτής της ποινικής αξιολόγησης πράξεων.
Η πρόβλεψη αυτή, αν και ιστορικά μπορεί να εξηγηθεί ως απόπειρα θωράκισης της εκτελεστικής εξουσίας έναντι πολιτικά υποκινούμενων διώξεων, εξελίχθηκε σε θεσμική απόκλιση από τις αρχές της διάκρισης των εξουσιών και της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Ουσιαστικά, δημιουργεί ένα καθεστώς δυσανάλογης προστασίας υπέρ της πολιτικής τάξης, προσδίδοντας στους πολιτικούς δρώντες μία de facto και ενίοτε de jure ασυλία από τον ποινικό έλεγχο. Η εμπλοκή του Κοινοβουλίου στη δικαστική διερεύνηση αξιόποινων πράξεων πολιτικών προσώπων αναιρεί την ουδετερότητα της ποινικής διαδικασίας, υποτάσσοντας το ποινικό δίκαιο σε πολιτικούς υπολογισμούς και παραβιάζοντας την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών του κράτους.
Η κριτική που έχει διατυπωθεί εναντίον του άρθρου 86 δεν περιορίζεται σε θεωρητικό επίπεδο. Η εφαρμογή του έχει οδηγήσει επανειλημμένα σε καθυστερήσεις, αρχειοθετήσεις υποθέσεων και, κυρίως, στη μη απονομή δικαιοσύνης σε περιπτώσεις σοβαρών καταγγελιών για αδικήματα όπως η διαφθορά, η απιστία, η παραβίαση καθήκοντος ή η κατάχρηση εξουσίας. Η παραπομπή κάθε υπόθεσης στη Βουλή, ανεξαρτήτως της φύσης του αδικήματος, ακόμη και σε περιπτώσεις ιδιωτικού χαρακτήρα, έχει καταστήσει το άρθρο 86 ένα θεσμικό φίλτρο που δεν λειτουργεί ως εγγύηση αλλά ως φραγμός στη δικαστική διερεύνηση.
Η συνταγματική αναθεώρηση του 2019, αν και προέβη σε περιορισμένες διορθώσεις, όπως η κατάργηση της πρόωρης παραγραφής και η επιβολή τρίμηνης προθεσμίας για την έκδοση απόφασης από τη Βουλή, δεν κατάφερε να μεταβάλει τον πυρήνα του προβλήματος. Ο θεσμικός έλεγχος παραμένει στα χέρια του πολιτικού σώματος, ενώ η Δικαιοσύνη διατηρεί δευτερεύοντα ρόλο σε ζητήματα ποινικής αξιολόγησης των πράξεων πολιτικών προσώπων. Η έλλειψη εφαρμοστικού νόμου και η παραμονή της εξουσίας λήψης απόφασης για τη δίωξη στη Βουλή μαρτυρούν ότι η μεταρρύθμιση ήταν περισσότερο προσχηματική παρά ουσιαστική.
Συγκριτικά, στις ευρωπαϊκές φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν υφίσταται τέτοιο καθεστώς κοινοβουλευτικής διαμεσολάβησης στην ποινική δίωξη πολιτικών προσώπων. Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης θεωρείται αδιαπραγμάτευτη και καμία κρατική λειτουργία δεν νομιμοποιείται να αναστέλλει την απονομή της.
Η θεσμική προστασία που απολαμβάνουν τα πολιτικά πρόσωπα συντελεί στην εμπέδωση ενός πολιτικού πολιτισμού δύο ταχυτήτων, όπου η ποινική ευθύνη εξαρτάται από την ιδιότητα του δράστη. Αυτό δεν προκαλεί μόνο νομικό προβληματισμό, αλλά υπονομεύει τη νομιμοποίηση του πολιτεύματος και εντείνει το αίσθημα αποξένωσης των πολιτών από τη δημοκρατική διαδικασία. Όταν η ισότητα μπροστά στον νόμο καταστρατηγείται στο ανώτατο επίπεδο εξουσίας, το δημοκρατικό παράδειγμα αποδυναμώνεται, ενώ ο χώρος για λαϊκιστική εκμετάλλευση της θεσμικής ανεπάρκειας διευρύνεται.
Η θεσμική και πολιτειακή αποκατάσταση της ποινικής ευθύνης των πολιτικών προσώπων δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από τη ριζική αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος. Η δίωξη πολιτικών για ποινικά αδικήματα πρέπει να επιστρέψει στον φυσικό της χώρο: στην ανεξάρτητη Δικαιοσύνη.
Πρόσφατα σχόλια