Το Δίκαιο της Θάλασσας αποτελεί ένα από τα πλέον ολοκληρωμένα και λειτουργικά πεδία του διεθνούς δικαίου, θεμελιώνοντας τη νομική οργάνωση του θαλάσσιου χώρου και ρυθμίζοντας με λεπτομέρεια τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τις σχέσεις των κρατών επί των θαλασσών. Η σημερινή του μορφή είναι αποτέλεσμα μακράς ιστορικής εξέλιξης, η οποία ξεκινά από την αντιπαράθεση των αρχών της ελευθερίας των θαλασσών και της θαλάσσιας κυριαρχίας, όπως αυτές διαμορφώθηκαν ήδη από τον 17ο αιώνα, και κορυφώνεται με την υιοθέτηση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας το 1982, γνωστής ως UNCLOS. Η Σύμβαση αυτή, που τέθηκε σε ισχύ το 1994, αποτελεί ένα πραγματικό συνταγματικό κείμενο για τη θάλασσα, καθόσον θεσπίζει ένα πλήρες και συνεκτικό νομικό καθεστώς, το οποίο ρυθμίζει σχεδόν κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας στη θαλάσσια σφαίρα, από την οριοθέτηση των ζωνών κυριαρχίας και δικαιοδοσίας μέχρι την εκμετάλλευση των θαλασσίων πόρων, την προστασία του περιβάλλοντος και τη ναυσιπλοΐα. Η UNCLOS είναι το αποτέλεσμα μιας παγκόσμιας διαπραγμάτευσης διάρκειας σχεδόν μιας δεκαετίας, η οποία κατόρθωσε να συμβιβάσει διαφορετικές νομικές, πολιτικές και γεωοικονομικές αντιλήψεις, συνδυάζοντας τον σεβασμό της κρατικής κυριαρχίας με την ανάγκη διατήρησης της διεθνούς τάξης και συνεργασίας.
Στην καρδιά του δικαίου της θάλασσας βρίσκεται η έννοια των θαλασσίων ζωνών, οι οποίες αποτυπώνουν την προοδευτική μετάβαση από την απόλυτη κυριαρχία του παράκτιου κράτους πλησίον των ακτών προς την ελευθερία των διεθνών υδάτων. Το σύστημα των θαλασσίων ζωνών που καθιέρωσε η UNCLOS διακρίνεται από αυστηρή δομή και τυπολογία, θεμελιωμένη στην αρχή της απόστασης από τις γραμμές βάσης. Η αιγιαλίτιδα ζώνη, μέχρι τα δώδεκα ναυτικά μίλια, αποτελεί το κατεξοχήν πεδίο άσκησης κυριαρχίας του παράκτιου κράτους, με εξαίρεση το κατοχυρωμένο δικαίωμα αβλαβούς διέλευσης για πλοία όλων των κρατών, το οποίο διασφαλίζει την οικουμενική λειτουργία της ναυσιπλοΐας. Πέραν αυτής, η συνορεύουσα ζώνη επεκτείνει ορισμένες διοικητικές αρμοδιότητες για σκοπούς πρόληψης και επιβολής της εθνικής νομοθεσίας, ιδίως στους τομείς της ασφάλειας, των τελωνείων και της μετανάστευσης, χωρίς όμως να συνιστά πεδίο κυριαρχίας. Περαιτέρω, η υφαλοκρηπίδα και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) συνιστούν θεμελιώδεις καινοτομίες του σύγχρονου θαλάσσιου δικαίου, καθορίζοντας το πλαίσιο κυριαρχικών δικαιωμάτων των κρατών πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης.
Η υφαλοκρηπίδα, ως θεσμός που έχει αναγνωρισθεί ήδη από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1958, αφορά το υποθαλάσσιο έδαφος και υπέδαφος που αποτελεί φυσική προέκταση της ξηράς κάτω από τη θάλασσα. Το άρθρο 76 της UNCLOS καθορίζει λεπτομερώς τα γεωμορφολογικά και γεωλογικά κριτήρια καθορισμού των εξωτερικών ορίων της υφαλοκρηπίδας, ενώ το άρθρο 77 θεσπίζει το αποκλειστικό δικαίωμα του παράκτιου κράτους να διερευνά και να εκμεταλλεύεται τους φυσικούς της πόρους. Η ύπαρξη αυτών των δικαιωμάτων είναι αυτόματη, δεν εξαρτάται από καμία ρητή πράξη ανακήρυξης, γεγονός που διαφοροποιεί την υφαλοκρηπίδα από την ΑΟΖ. Αντιθέτως, η ΑΟΖ, όπως καθιερώθηκε με τη Σύμβαση του 1982, αποτελεί έναν θεσμό sui generis, ο οποίος συνδυάζει στοιχεία κυριαρχικών δικαιωμάτων και διεθνούς ελευθερίας. Εκτείνεται μέχρι τα διακόσια ναυτικά μίλια από τις γραμμές βάσης και παρέχει στο παράκτιο κράτος ειδικά δικαιώματα εκμετάλλευσης, έρευνας και διαχείρισης των φυσικών πόρων — ζωντανών και μη — της στήλης του νερού, του βυθού και του υπεδάφους. Παράλληλα, διατηρούνται στο πλαίσιο της ΑΟΖ οι ελευθερίες της ναυσιπλοΐας και της υπερπτήσης, καθώς και η χρήση υποβρύχιων καλωδίων και αγωγών, στοιχεία που επιβεβαιώνουν τον υβριδικό της χαρακτήρα μεταξύ κυριαρχίας και διεθνούς δικαιοδοσίας.
Η διάκριση μεταξύ υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ έχει προκαλέσει πολυάριθμες θεωρητικές και πρακτικές συζητήσεις, ιδίως ως προς τη φύση των δικαιωμάτων που απορρέουν από καθεμία. Ενώ η υφαλοκρηπίδα συνδέεται με την φυσική προέκταση της ηπειρωτικής μάζας, η ΑΟΖ εδράζεται σε καθαρά νομικό θεμέλιο, επιτρέποντας σε κάθε παράκτιο κράτος να ανακηρύξει μια ζώνη εκμετάλλευσης ανεξαρτήτως γεωλογικών δεδομένων. Οι διαφορές αυτές δεν είναι απλώς θεωρητικές αλλά έχουν κρίσιμη σημασία για την πρακτική οριοθέτησης και τη διεθνή δικαιοδοσία επί θαλασσίων περιοχών. Σε πολλές περιπτώσεις, τα όρια των δύο ζωνών συμπίπτουν, ωστόσο η νομική τους θεμελίωση και η διαδικασία καθορισμού τους παραμένουν διακριτές, στοιχείο που εξασφαλίζει την ευελιξία και τη σταθερότητα του συστήματος.
Η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μεταξύ κρατών αποτελεί ένα από τα πλέον ευαίσθητα ζητήματα του διεθνούς δικαίου, καθώς άπτεται θεμελιωδών ζητημάτων κυριαρχίας και ασφάλειας. Η UNCLOS επιτάσσει ρητώς ότι η οριοθέτηση πρέπει να πραγματοποιείται μέσω συμφωνίας, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, με σκοπό την επίτευξη δίκαιης λύσης. Το δίκαιο δεν προδιαγράφει ενιαία μέθοδο, αναγνωρίζοντας ότι κάθε γεωγραφική κατάσταση είναι μοναδική. Η διεθνής νομολογία, ιδίως μέσω των αποφάσεων του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, έχει διαμορφώσει μια αρχή ισορροπίας μεταξύ αντικειμενικών και υποκειμενικών παραμέτρων: αρχικά, η χάραξη γραμμής ίσης απόστασης, στη συνέχεια η προσαρμογή της βάσει ειδικών περιστάσεων όπως η μορφολογία των ακτών, η παρουσία νησιών ή η οικονομική εξάρτηση παράκτιων κοινοτήτων, και τέλος, ο έλεγχος αναλογικότητας για την αποτροπή προδήλων ανισοτήτων. Η μέθοδος αυτή, παρότι δεν κατοχυρώνεται ρητά στο κείμενο της Σύμβασης, έχει καθιερωθεί ως εθιμική πρακτική, διασφαλίζοντας τη σταθερότητα και τη νομιμότητα στις διεθνείς σχέσεις.
Η UNCLOS δεν περιορίζεται στη ρύθμιση των ζωνών κυριαρχίας και δικαιοδοσίας, αλλά εγκαθιδρύει ένα πλήρες θεσμικό οικοδόμημα για τη διακυβέρνηση των θαλασσών. Ρυθμίζει τις ελευθερίες της ναυσιπλοΐας, την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, τη θαλάσσια επιστημονική έρευνα και τη διαχείριση των διεθνών θαλασσίων πόρων. Η θεμελίωση της Διεθνούς Αρχής του Θαλάσσιου Βυθού αποτελεί πρωτοφανή καινοτομία, καθώς θεσπίζει έναν διεθνή οργανισμό αρμόδιο για την εποπτεία της εκμετάλλευσης των πόρων του βυθού πέραν των εθνικών δικαιοδοσιών, με γνώμονα την αρχή της κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Το σύστημα αυτό αντικατοπτρίζει την επιδίωξη ισορροπίας μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, στοιχείο κρίσιμο για την παγκόσμια ασφάλεια και την ενεργειακή σταθερότητα.
Παράλληλα, η UNCLOS εισάγει μηχανισμούς ειρηνικής επίλυσης διαφορών, κατοχυρώνοντας την υπεροχή του δικαίου έναντι της ισχύος. Τα κράτη υποχρεούνται να επιδιώκουν τη διευθέτηση κάθε διαφοράς μέσω διαπραγματεύσεων ή, ελλείψει συμφωνίας, μέσω θεσμικών οργάνων όπως το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας (ITLOS) ή το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Με τον τρόπο αυτό, η UNCLOS ενισχύει την έννομη ειρήνη, λειτουργώντας ως μηχανισμός αποτροπής συγκρούσεων και διατήρησης της διεθνούς σταθερότητας. Ο θεσμικός της χαρακτήρας καθιστά τη θάλασσα πεδίο δικαιοκρατικής συνεργασίας και όχι αρένα άναρχου ανταγωνισμού.
Η έννοια της θαλάσσιας κυριαρχίας, όπως αποτυπώνεται στο πλαίσιο της UNCLOS, διαφέρει ουσιωδώς από την κλασική έννοια της κυριαρχίας επί της ξηράς. Η κυριαρχία στη θάλασσα είναι λειτουργική, περιορισμένη και προσανατολισμένη στη διαχείριση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων, όχι στην απόλυτη επικράτηση. Η αρχή αυτή επιτρέπει την ισόρροπη συνύπαρξη εθνικών και διεθνών συμφερόντων. Η θάλασσα, ως κοινός χώρος επικοινωνίας, μεταφοράς και πόρων, απαιτεί θεσμική ρύθμιση που συνδυάζει το δικαίωμα εκμετάλλευσης με την υποχρέωση προστασίας. Η UNCLOS αποτελεί την πιο επιτυχημένη έκφραση αυτής της σύνθεσης, κατοχυρώνοντας το δίκαιο ως εργαλείο συνύπαρξης και όχι ως μηχανισμό κυριαρχικής επιβολής.
Η σχεδόν καθολική αποδοχή της UNCLOS από τη διεθνή κοινότητα αποδεικνύει τον βαθμό θεσμικής ωρίμανσης του διεθνούς συστήματος. Ακόμη και κράτη που δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, αναγνωρίζουν στην πράξη την εθιμική ισχύ των βασικών διατάξεών της. Η Σύμβαση έχει καταστεί, με την πάροδο των δεκαετιών, ο ακρογωνιαίος λίθος της θαλάσσιας νομιμότητας και της παγκόσμιας ναυτιλιακής τάξης. Ο ρόλος της υπερβαίνει τα στενά όρια της νομικής ρύθμισης· λειτουργεί ως πλαίσιο παγκόσμιας διακυβέρνησης, που ενσωματώνει την αρχή της αειφορίας, την οικονομική ανάπτυξη και την ειρηνική συνεργασία. Στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον, όπου οι θαλάσσιοι πόροι, οι ενεργειακές οδοί και η περιβαλλοντική προστασία αποτελούν κρίσιμα ζητήματα εθνικής και διεθνούς ασφάλειας, η UNCLOS συνιστά τη βασική θεσμική εγγύηση σταθερότητας και προβλεψιμότητας.
Συνολικά, το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας εκφράζει τη βαθύτερη αρχή της διεθνούς νομιμότητας: την υπεροχή του δικαίου έναντι της ισχύος. Η θάλασσα, άλλοτε σύμβολο ελευθερίας ή συγκρούσεων, έχει πλέον καταστεί πεδίο θεσμικά οργανωμένης συνεργασίας. Η UNCLOS δεν αποτελεί απλώς μια διεθνή συνθήκη, αλλά ένα πλαίσιο ρύθμισης σχέσεων ισχύος, συμφερόντων και ευθυνών, το οποίο επιτρέπει στα κράτη να συνυπάρχουν και να συνδιαχειρίζονται έναν κοινό, ζωτικό χώρο με σεβασμό στην ισότητα και στο δίκαιο. Ενσαρκώνει τη μετεξέλιξη του διεθνούς δικαίου από μέσο διαιτησίας σε μηχανισμό παγκόσμιας διακυβέρνησης, θεμελιώνοντας την ελπίδα ότι η ανθρώπινη συνεργασία μπορεί να υπερισχύσει του ανταγωνισμού ακόμη και εκεί όπου η κυριαρχία είναι σχετική, και η ελευθερία πρέπει να συνυπάρξει με την ευθύνη.
Πρόσφατα σχόλια