Η έννοια του κοινωνικού κράτους αποτελεί έναν από τους θεμελιώδεις άξονες της μεταπολεμικής πολιτικής οργάνωσης των ευρωπαϊκών δημοκρατιών και συνδέεται ιστορικά με τη συγκρότηση κοινωνικών συμμαχιών, τη σταθεροποίηση των καπιταλιστικών οικονομιών και τη νομιμοποίηση της δημοκρατικής εξουσίας. Από το μοντέλο Beveridge στη Βρετανία έως τα βισμαρκικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης της ηπειρωτικής Ευρώπης και τα σκανδιναβικά καθολικά κράτη πρόνοιας, το κοινωνικό κράτος δεν υπήρξε ποτέ μονολιθικό, αλλά πάντοτε προϊόν ιστορικών συμβιβασμών μεταξύ κεφαλαίου, εργασίας και κράτους. Ωστόσο, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και ιδίως μετά τη νεοφιλελεύθερη στροφή των δεκαετιών του 1980 και 1990, το κοινωνικό κράτος εισέρχεται σε μια διαρκή κατάσταση «μετάβασης», η οποία συχνά παρουσιάζεται ως αναγκαία μεταρρύθμιση αλλά βιώνεται κοινωνικά ως σταδιακή υποχώρηση.
Η κρίσιμη τομή δεν αφορά απλώς το επίπεδο των κοινωνικών δαπανών, αλλά τη μεταβολή της ίδιας της λογικής του κοινωνικού κράτους: από μηχανισμό αναδιανομής και συλλογικής προστασίας μετασχηματίζεται σε εργαλείο ενεργοποίησης, στοχοποίησης και πειθαρχίας της εργασίας. Η μετάβαση από το «welfare» στο «workfare», όπως αναλύθηκε στη σχετική βιβλιογραφία, σηματοδοτεί την υποκατάσταση των κοινωνικών δικαιωμάτων από όρους επιλεξιμότητας, αξιολόγησης και ατομικής ευθύνης. Το κράτος πρόνοιας παύει να λειτουργεί ως θεσμική εγγύηση κοινωνικής ασφάλειας και αναλαμβάνει τον ρόλο διαχειριστή κινδύνων, μεταφέροντας το βάρος της ανασφάλειας από το συλλογικό στο ατομικό επίπεδο.
Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και, σε ορισμένες χώρες, η κρίση δημόσιου χρέους της επόμενης δεκαετίας επιτάχυναν αυτή τη διαδικασία. Υπό το καθεστώς δημοσιονομικών περιορισμών, οι κοινωνικές πολιτικές επανανοηματοδοτήθηκαν ως κόστος και όχι ως επένδυση, ενώ η έννοια της «βιωσιμότητας» χρησιμοποιήθηκε συχνά για να νομιμοποιήσει περικοπές και ιδιωτικοποιήσεις. Παράλληλα, η δημογραφική γήρανση και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας ανέδειξαν νέες μορφές κοινωνικού κινδύνου που τα παραδοσιακά συστήματα πρόνοιας δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν, ιδίως για τους νέους, τους επισφαλώς εργαζόμενους και τα άτυπα νοικοκυριά.
Το κρίσιμο ερώτημα, συνεπώς, δεν είναι αν το κοινωνικό κράτος αλλάζει, αλλά προς ποια κατεύθυνση. Η επίκληση της «μεταρρύθμισης» συχνά συγκαλύπτει μια ουσιαστική αναδιάρθρωση υπέρ της αγοράς, χωρίς αντίστοιχη ενίσχυση νέων συλλογικών μηχανισμών προστασίας. Αντίθετα, μια ουσιαστική μεταρρύθμιση θα προϋπέθετε την αναπροσαρμογή του κοινωνικού κράτους στις συνθήκες της μεταβιομηχανικής οικονομίας, με έμφαση στην καθολικότητα, την πρόληψη και τη μείωση των ανισοτήτων ευκαιριών. Η πανδημία COVID-19 ανέδειξε με ενάργεια ότι, σε συνθήκες συστημικής κρίσης, το κοινωνικό κράτος παραμένει αναντικατάστατος μηχανισμός κοινωνικής συνοχής και πολιτικής σταθερότητας.
Η μετάβαση του κοινωνικού κράτους, επομένως, δεν είναι ουδέτερη τεχνική διαδικασία αλλά βαθύτατα πολιτική επιλογή. Αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες αντιλαμβάνονται τη συλλογική ευθύνη, την κοινωνική δικαιοσύνη και τον ρόλο του κράτους στην αναπαραγωγή της δημοκρατίας. Η υποχώρηση του κοινωνικού κράτους δεν συνεπάγεται απλώς λιγότερες παροχές, αλλά αναδιαμορφώνει τις ίδιες τις σχέσεις εξουσίας, ενισχύοντας την κοινωνική επισφάλεια και αποδυναμώνοντας τους δεσμούς πολιτικής νομιμοποίησης.
Πρόσφατα σχόλια