Τα διμερή ζητήματα Ελλάδας και Τουρκίας αποτελούν παράδειγμα αντιπαράθεσης μεταξύ μιας αναθεωρητικής δύναμης και ενός κράτους υπερασπιστή του status quo, εντός ενός διεθνούς συστήματος που χαρακτηρίζεται από μεταβαλλόμενη ισχύ, γεωστρατηγική αβεβαιότητα και αυξημένη ένταση. Η Τουρκία, ως αναθεωρητική δύναμη, επιδιώκει την αναδιάρθρωση των γεωπολιτικών ισορροπιών και την επέκταση της επιρροής της πέρα από τα όρια που ορίζει το διεθνές δίκαιο, όπως η Συνθήκη της Λωζάνης και η UNCLOS. Η στρατηγική αυτή είναι πολυδιάστατη, συνδυάζοντας στρατιωτικά, πολιτικά και ιδεολογικά στοιχεία που ενσωματώνονται στον νεο-οθωμανικό λόγο, επιδιώκοντας την προβολή της Τουρκίας ως περιφερειακής ηγεμονικής δύναμης.
Οι ιδεολογικές καταβολές του τουρκικού αναθεωρητισμού αντλούνται από τον νεο-οθωμανισμό, τον οποίο η σύγχρονη τουρκική ηγεσία χρησιμοποιεί για να νομιμοποιήσει τις επεκτατικές πολιτικές, και από τον εθνικισμό που ενισχύει την εσωτερική συνοχή και την αποδοχή στρατηγικών διεκδικήσεων. Η στρατηγική της Τουρκίας περιλαμβάνει παραβιάσεις ελληνικού εναέριου χώρου, υπερπτήσεις, στρατιωτικές ασκήσεις εντός ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ερευνητικές δραστηριότητες στην ελληνική ΑΟΖ. Η διεκδίκηση των «γκρίζων ζωνών» αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα πώς ιδεολογία και στρατηγική αλληλοσυνδέονται.
Η Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, υιοθετεί στρατηγική που συνδυάζει στρατιωτική αποτροπή, θεσμική προσήλωση και διεθνή διπλωματική κινητοποίηση. Η αναβάθμιση των Ενόπλων Δυνάμεων με σύγχρονα οπλικά συστήματα και η εμβάθυνση διπλωματικών σχέσεων με τρίτες χώρες δημιουργούν περιβάλλον υψηλού κόστους για οποιαδήποτε τουρκική επιθετική κίνηση, ενώ η προσφυγή στο ICJ και το ITLOS ενισχύει τη νομική θεμελίωση της ελληνικής θέσης και την διεθνή νομιμοποίηση. Η στρατηγική αυτή ενσωματώνει ταυτόχρονα ρεαλιστικές και θεσμικές προσεγγίσεις, όπου η στρατιωτική ισχύς λειτουργεί αποτρεπτικά και το διεθνές δίκαιο ως εργαλείο νομιμοποίησης.
Η ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο συνδέεται άμεσα με το μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα. Οι αλλαγές στις στρατηγικές προτεραιότητες των ΗΠΑ και της ΕΕ, η ενίσχυση περιφερειακών δυνάμεων και οι νέες μορφές πολυμερών συνεργασιών δημιουργούν περιβάλλον όπου η Τουρκία εκμεταλλεύεται ευκαιρίες για στρατηγικές διεκδικήσεις. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα χρησιμοποιεί τη νομική θεμελίωση και τη διπλωματική διεθνοποίηση για να αυξήσει τη στρατηγική προβλεψιμότητα και την περιφερειακή σταθερότητα.
Από θεωρητική σκοπιά, η ελληνική στρατηγική συνδέεται με τον ρεαλισμό, που εξηγεί την τουρκική συμπεριφορά ως αναζήτηση ισχύος και ανατροπής του status quo, τον φιλελεύθερο θεσμισμό, που υπογραμμίζει τη σημασία των διεθνών οργανισμών και θεσμών, και τον κονστρουκτιβισμό, που αναδεικνύει την έννοια της νομιμοποίησης μέσω διεθνούς δικαίου και διεθνούς ταυτότητας. Η συνδυαστική αυτή προσέγγιση επιτρέπει στην Ελλάδα να διαχειρίζεται την αυξημένη ένταση, να προστατεύει τα κυριαρχικά δικαιώματα και να προάγει τη σταθερότητα στην περιοχή.
Συμπερασματικά, η στρατηγική αντιπαράθεση Ελλάδας–Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο αποτελεί παράδειγμα σύγχρονης δυναμικής αναθεωρητισμού–status quo. Η Ελλάδα, συνδυάζοντας στρατιωτική ισχύ, διεθνείς θεσμούς και νομική θεμελίωση, νομιμοποιεί τη θέση της στο διεθνές σύστημα.
Πρόσφατα σχόλια