Ο ισχυρισμός ότι ο Donald Trump μπορεί να λειτουργήσει ως ειρηνοποιός στο Παλαιστινιακό ζήτημα αποτελεί ενδιαφέρον παράδειγμα του πώς η προσωπική εικόνα ενός ηγέτη επιχειρεί να συνδεθεί με σύνθετες διεθνείς διαδικασίες. Από θεωρητική σκοπιά, η υπόθεση αυτή μπορεί να εξεταστεί μέσα από το πρίσμα του ρεαλισμού  ο οποίος υποστηρίζει ότι οι σχέσεις ισχύος και τα εθνικά συμφέροντα καθορίζουν τη συμπεριφορά των κρατών. Σε αυτή την προοπτική, η ανάληψη ρόλου “ειρηνοποιού” από έναν πρόεδρο που έχει συχνά ακολουθήσει μονομερείς πολιτικές δεν μπορεί να θεωρηθεί ουδέτερη ή εγγυημένη.

Η ιστορική εμπειρία των προηγούμενων διαδικασιών, όπως οι Συμφωνίες του Όσλο ή οι διαπραγματεύσεις στη Μέση Ανατολή υπό την αιγίδα ΗΠΑ–ΕΕ, δείχνει ότι η επίτευξη βιώσιμης ειρήνης απαιτεί θεσμική συνέχεια, πολυμερές πλαίσιο και εμπιστοσύνη μεταξύ των πλευρών. Η προσωπική πολιτική στρατηγική του Trump, που συχνά βασίζεται στην τακτική της “προσωπικής συμφωνίας” και στην προβολή ισχύος, δύσκολα ικανοποιεί αυτά τα κριτήρια. Από οικονομική σκοπιά, η διαδικασία ειρήνευσης επηρεάζει άμεσα χρηματοδοτικές ροές, ανθρωπιστική βοήθεια και τις εμπορικές σχέσεις στην περιοχή, κάτι που επιβεβαιώνει ότι η πολιτική αστάθεια δεν είναι μόνο στρατιωτικό ζήτημα αλλά έχει ευρύτατες οικονομικές επιπτώσεις.

Η θεωρητική ανάλυση μπορεί επίσης να συνδεθεί με σχολές σκέψης όπως ο φιλελευθερισμός και ο κονστρουκτιβισμός. Ο φιλελευθερισμός δίνει έμφαση στους θεσμούς και την αλληλεπίδραση μέσω διεθνών οργανισμών, επισημαίνοντας ότι η ειρήνη απαιτεί δομές και κανόνες πέρα από τα ατομικά χαρακτηριστικά ηγετών. Ο κονστρουκτιβισμός, από την άλλη, υπογραμμίζει τη σημασία των κοινωνικών αντιλήψεων και των συμβολικών ρόλων. Σε αυτό το πλαίσιο, η εικόνα του Trump ως ειρηνοποιού αποτελεί περισσότερο κοινωνικό και επικοινωνιακό σχήμα παρά αντικειμενική διαβεβαίωση για ειρήνη.

Η γεωπολιτική διάσταση είναι επίσης κρίσιμη. Η Μέση Ανατολή παραμένει μια περιοχή όπου οι ισορροπίες ισχύος καθορίζονται όχι μόνο από τις άμεσες στρατιωτικές δυνάμεις αλλά και από την επιρροή περιφερειακών και διεθνών δρώντων. Η προσπάθεια ελέγχου κρίσεων χωρίς συμμετοχή θεσμών όπως ΟΗΕ ή ΕΕ είναι περιορισμένη. Ταυτόχρονα, η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί στενά τον ρόλο των ΗΠΑ, γεγονός που αυξάνει τις προσδοκίες αλλά και την πίεση για συγκεκριμένα αποτελέσματα, τα οποία όμως δεν μπορούν να παραχθούν άμεσα μέσω ατομικών ηγετικών πρωτοβουλιών.

Η αποδόμηση του ισχυρισμού καταλήγει λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η ειρήνη δεν είναι προσωπική υπόθεση ενός ηγέτη, αλλά αποτέλεσμα σύνθετης διεργασίας που συνδυάζει θεσμικές εγγυήσεις, διακρατικές ισορροπίες, οικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους, και μακροχρόνια δέσμευση. Η εστίαση στον Trump ως “ειρηνοποιό” μπορεί να λειτουργεί συμβολικά, αλλά η πραγματική διαδικασία ειρήνης παραμένει δομικά ανεξάρτητη από προσωποκεντρικές στρατηγικές.