Στον 21ο αιώνα, το διεθνές δίκαιο, αντί να αποτελεί αποκλειστικά ένα σύστημα οικουμενικών κανόνων δικαιοσύνης, έχει μετατραπεί σε ένα πεδίο στρατηγικών συγκρούσεων, όπου το δίκαιο χρησιμοποιείται ως όπλο ισχύος. Ο όρος lawfare —σύνθεση των λέξεων law και warfare— περιγράφει αυτήν ακριβώς τη μετατόπιση: την εργαλειοποίηση του δικαίου για την επίτευξη γεωπολιτικών σκοπών. Είτε μέσω διεθνών ποινικών διώξεων, είτε μέσω οικονομικών κυρώσεων, είτε μέσω δικαστικών αποφάσεων με πολιτικό περιεχόμενο, το δίκαιο έχει καταστεί αναπόσπαστο στοιχείο της παγκόσμιας στρατηγικής.

Η μεταπολεμική τάξη που οικοδομήθηκε μετά το 1945 στηρίχθηκε σε μια ηθική υπόσχεση: ότι το δίκαιο θα υποκαταστήσει τον πόλεμο ως μέσο επίλυσης διαφορών. Οι Νυρεμβέργειες, ο ΟΗΕ και οι διεθνείς συμβάσεις αποτέλεσαν θεμέλια ενός “jus gentium” που υποσχόταν παγκόσμια ισότητα ενώπιον των κανόνων. Ωστόσο, η μεταψυχροπολεμική πραγματικότητα ανέδειξε την ασυμμετρία μεταξύ ισχυρών και αδύναμων κρατών. Οι θεσμοί δικαίου χρησιμοποιούνται συχνά επιλεκτικά, μετατρέποντας τη δικαιοσύνη σε μέσο νομιμοποίησης της εξουσίας.

Το φαινόμενο του lawfare δεν είναι αφηρημένο. Παρατηρείται σε συγκεκριμένα παραδείγματα: οι διεθνείς κυρώσεις κατά της Ρωσίας για την εισβολή στην Ουκρανία, οι οικονομικοί αποκλεισμοί του Ιράν και της Βενεζουέλας, η χρήση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) ως μηχανισμού πίεσης, αλλά και η συστηματική αγνόηση των αποφάσεών του από κράτη όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες ή η Κίνα. Ο νόμος γίνεται έτσι ένα πεδίο ασύμμετρης ισχύος. Όταν οι ισχυροί θεσπίζουν κανόνες που οι ίδιοι δεν εφαρμόζουν, το διεθνές δίκαιο αποδυναμώνεται και μετατρέπεται σε εργαλείο κυριαρχίας.

Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, ιδρυθέν το 1998 με το Καταστατικό της Ρώμης, αποτέλεσε μια ιστορική κατάκτηση. Ωστόσο, η επιλεκτική του δράση έχει προκαλέσει έντονη κριτική. Ενώ έχει ασκήσει δίωξη εναντίον ηγετών της Αφρικής, σπάνια στρέφεται εναντίον ισχυρών κρατών ή συμμάχων της Δύσης. Η αποτυχία του να διερευνήσει εγκλήματα στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν, και η περιορισμένη εμβέλεια των αποφάσεών του στην Ουκρανία ή στη Γάζα, αποδεικνύουν ότι η διεθνής δικαιοσύνη υπόκειται σε πολιτικές ισορροπίες. Το αποτέλεσμα είναι η απονομιμοποίηση του διεθνούς ποινικού δικαίου στα μάτια της παγκόσμιας κοινής γνώμης.

Παράλληλα, οι οικονομικές κυρώσεις έχουν μετατραπεί σε κεντρικό εργαλείο γεωπολιτικής πίεσης. Στην αρχή του 21ου αιώνα, η χρήση κυρώσεων περιοριζόταν σε περιπτώσεις σαφούς παραβίασης διεθνούς δικαίου ή ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σήμερα, οι κυρώσεις αποτελούν ευέλικτο μέσο εξωτερικής πολιτικής: χρησιμοποιούνται για την αποδυνάμωση αντιπάλων, την τιμωρία κυβερνήσεων, αλλά και για τη διαμόρφωση αγορών. Η οικονομία και το δίκαιο συγχωνεύονται σε ένα νέο είδος πολέμου χωρίς όπλα: έναν «οικονομικό πόλεμο δικαίου».

Η νομική νομιμοποίηση αυτών των μέτρων βασίζεται στο άρθρο 41 του Καταστατικού του ΟΗΕ, που επιτρέπει στο Συμβούλιο Ασφαλείας να επιβάλλει μη στρατιωτικά μέτρα για τη διατήρηση της ειρήνης. Όμως, πολλές σύγχρονες κυρώσεις επιβάλλονται μονομερώς, έξω από τον μηχανισμό του ΟΗΕ, από κράτη ή συνασπισμούς (π.χ. ΗΠΑ και ΕΕ) χωρίς καθολική νομιμοποίηση. Η μονομερής επιβολή κυρώσεων δημιουργεί ένα «παράλληλο διεθνές δίκαιο», βασισμένο στην ισχύ και όχι στη συναίνεση. Οι κυρώσεις γίνονται μέσο διατήρησης ηγεμονίας και επιβολής οικονομικών προτύπων.

Το lawfare είναι, επομένως, η σύγχρονη μορφή του Realpolitik με νομικά μέσα. Η εξουσία δεν χρειάζεται πλέον στρατούς· χρειάζεται δικαστήρια, συνθήκες, μηχανισμούς συμμόρφωσης και νομικούς κανόνες. Ο έλεγχος επιτυγχάνεται όχι με τη βία, αλλά με τη νομική επιτήρηση. Ο Μισέλ Φουκώ θα μιλούσε εδώ για «πειθαρχική βιοπολιτική του δικαίου»: το δίκαιο δεν τιμωρεί, ρυθμίζει· δεν επιβάλλει, ορίζει το πλαίσιο του επιτρεπτού.

Η νομική αυτή εργαλειοποίηση δεν σημαίνει απαραίτητα κατάχρηση. Το δίκαιο μπορεί πράγματι να αποτελέσει μέσο δικαιοσύνης· όμως, όταν η εφαρμογή του είναι επιλεκτική, η νομιμότητα υπονομεύεται. Το παράδοξο είναι ότι το διεθνές δίκαιο, σχεδιασμένο για να περιορίζει την ισχύ, έχει καταστεί το πιο εκλεπτυσμένο της εργαλείο. Οι κανόνες μετατρέπονται σε μηχανισμούς νομιμοποίησης των ισχυρών αποφάσεων.

Το lawfare εκδηλώνεται επίσης στον κυβερνοχώρο. Οι κανονισμοί περί ψηφιακής ασφάλειας, η νομική ρύθμιση των δεδομένων και οι διεθνείς συνθήκες για την τεχνητή νοημοσύνη αποτελούν νέα πεδία γεωπολιτικής κυριαρχίας. Όποιος καθορίζει τους κανόνες της τεχνολογίας, καθορίζει το μέλλον της ισχύος. Η νομική ρύθμιση των αλγορίθμων είναι η νέα μορφή ελέγχου του παγκόσμιου πληθυσμού. Το διεθνές δίκαιο δεν προστατεύει μόνο κράτη, αλλά και πληροφορίες· και οι πληροφορίες είναι το νέο στρατηγικό όπλο.

Η θεωρία του lawfare καλεί σε αναστοχασμό του ίδιου του νοήματος του δικαίου. Αν το δίκαιο είναι εργαλείο εξουσίας, τότε η δικαιοσύνη χρειάζεται ηθική επανίδρυση. Η λύση δεν είναι η απόρριψη του διεθνούς δικαίου, αλλά η αποπολιτικοποίησή του μέσω θεσμικών εγγυήσεων αμεροληψίας. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, για παράδειγμα, θα πρέπει να διαθέτει ανεξαρτησία πόρων, διαδικασιών και γεωγραφική ισορροπία στις διώξεις. Οι κυρώσεις θα πρέπει να εγκρίνονται αποκλειστικά από συλλογικά όργανα και να υπόκεινται σε τακτική επανεξέταση.

Το διεθνές δίκαιο δεν μπορεί να επιβιώσει αν δεν ανακτήσει την οικουμενικότητά του. Η νομιμότητα δεν είναι τεχνική κατηγορία· είναι ηθική πίστη των λαών ότι οι κανόνες εφαρμόζονται ίσα. Όταν οι πολίτες του κόσμου αντιλαμβάνονται ότι η δικαιοσύνη είναι μεροληπτική, τότε στρέφονται προς τον κυνισμό, και ο κυνισμός γεννά συγκρούσεις. Η ειρήνη δεν είναι αποτέλεσμα ισορροπίας δυνάμεων, αλλά εμπιστοσύνης στο δίκαιο.

Το lawfare αποκαλύπτει επίσης τη βαθύτερη σύγκρουση μεταξύ «νομικού ρεαλισμού» και «κανονιστικού ουμανισμού». Οι ρεαλιστές θεωρούν ότι το δίκαιο είναι απλώς αντανάκλαση της ισχύος· οι ουμανιστές το βλέπουν ως όριο στην ισχύ. Στην πραγματικότητα, η αλήθεια βρίσκεται ανάμεσα: το δίκαιο είναι και προϊόν ισχύος και μηχανισμός περιορισμού της. Η πρόκληση είναι να διασφαλιστεί ότι η ισχύς δεν απορροφά το δίκαιο, αλλά το δίκαιο εξανθρωπίζει την ισχύ.

Η εποχή του 2025 χαρακτηρίζεται από πολυπολικότητα: ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, ΕΕ, Ινδία και περιφερειακοί συνασπισμοί ανταγωνίζονται όχι μόνο στρατιωτικά αλλά και νομικά. Οι διεθνείς συνθήκες, οι εμπορικοί κανόνες, οι ενεργειακές ρυθμίσεις, ακόμη και οι αποφάσεις για τις κλιματικές πολιτικές είναι μορφές νομικού ανταγωνισμού. Το δίκαιο γίνεται γλώσσα ισχύος, όχι ουδετερότητας. Ο έλεγχος των θεσμών που παράγουν το διεθνές δίκαιο —δικαστήρια, οργανισμοί, διεθνείς γραμματείες— είναι ο νέος στόχος των κρατών.

Η απάντηση σε αυτήν τη «νομική γεωπολιτική» δεν μπορεί να είναι η επιστροφή στην απόλυτη κυριαρχία. Ο εθνικός απομονωτισμός οδηγεί στην αναρχία και στον κατακερματισμό των κανόνων. Αντιθέτως, απαιτείται ένας «πολυκεντρικός συνταγματισμός»: ένα σύστημα διεθνών θεσμών που θα λειτουργούν με ίσους όρους συμμετοχής, ανεξάρτητα από την ισχύ των κρατών. Ο νέος διεθνής συνταγματισμός πρέπει να εγγυάται θεσμικά την αμεροληψία, να θεμελιώνεται στην ηθική του καθολικού δικαίου και να ενισχύει τη νομιμοποίηση των αποφάσεων.

Το lawfare, στην πιο αισιόδοξη ανάγνωσή του, μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία εξανθρωπισμού της ισχύος. Όταν το δίκαιο χρησιμοποιείται για να περιορίσει, και όχι να επιβάλει, τότε η δικαιοσύνη γίνεται πραγματική μορφή ειρήνης. Η νομική επιβολή κυρώσεων ή ποινών πρέπει να υπηρετεί την αρχή της αναλογικότητας, όχι της ανταπόδοσης· να λειτουργεί ως μέσο επανένταξης και όχι εξόντωσης. Ο διεθνής μηχανισμός κυρώσεων θα είναι θεμιτός μόνο αν προβλέπει αντικειμενικά κριτήρια, χρονικά όρια και θεσμική εποπτεία.

Η επιστήμη του διεθνούς δικαίου καλείται να εγκαταλείψει την αφέλεια του παρελθόντος και να αναγνωρίσει την πολιτική διάστασή του. Ο καθηγητής Μάρτι Κόσκενιεμι είχε ήδη προειδοποιήσει ότι το δίκαιο είναι πάντα πεδίο μάχης αφηγήσεων. Το ζητούμενο, επομένως, δεν είναι η ουδετερότητα, αλλά η αυτογνωσία. Όταν οι διεθνολόγοι αναγνωρίζουν ότι το δίκαιο χρησιμοποιείται ως εργαλείο ισχύος, μπορούν να το καταστήσουν πιο δίκαιο, ακριβώς επειδή το ελέγχουν συνειδητά.

Το 2025 σηματοδοτεί μια ιστορική καμπή: το διεθνές δίκαιο δεν είναι πλέον το αντίπαλο του πολέμου, αλλά ο διάδοχός του. Η μάχη για τη νομιμότητα έχει μεταφερθεί από τα πεδία των συγκρούσεων στις αίθουσες των δικαστηρίων και στα γραφεία των διεθνών οργανισμών. Ο κόσμος δεν καταστρέφεται από τις παραβιάσεις του δικαίου, αλλά από τη χρήση του χωρίς δικαιοσύνη.

Η πρόκληση του μέλλοντος είναι η αποκατάσταση της ισορροπίας ανάμεσα στη νομιμότητα και στην ηθική. Ένα δίκαιο χωρίς δικαιοσύνη είναι κενό· μια εξουσία χωρίς δίκαιο είναι βία. Η αναγέννηση του διεθνούς δικαίου θα έρθει όταν οι θεσμοί του λειτουργούν όχι ως όργανα ισχύος, αλλά ως σύμβολα καθολικού μέτρου. Το lawfare μπορεί να μετασχηματιστεί από μηχανισμό κυριαρχίας σε μηχανισμό λογοδοσίας, εφόσον η διεθνής κοινότητα επιλέξει να επαναφέρει στο δίκαιο την ηθική που το γέννησε: τη δικαιοσύνη ως κοινό αγαθό όλων των εθνών.