Είναι πρόδηλοότι η μεταψυχροπολεμική αμερικανική στρατηγική, η οποία στήριζε το ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας σχεδόν επί τρεις δεκαετίες, δεν αποτελεί πλέον δεδομένο ούτε εγγύηση. Συνεπώς, η Ευρώπη καλείται να επινοήσει νέες μορφές στρατηγικής ύπαρξης και γεωπολιτικής προσαρμογής. Η βεβαιότητα ότι οι ΗΠΑ θα λειτουργούν ως εγγυητής της ευρωπαϊκής ασφάλειας έχει υποστεί πλήγμα όχι μόνο σε επίπεδο ρητορικής, αλλά και στην ουσία της πολιτικής πράξης: από τις ασταθείς δηλώσεις της αμερικανικής διοίκησης για το ΝΑΤΟ έως τις ολοένα και πιο αμφίσημες θέσεις ως προς την Ουκρανία, η Ευρώπη βρίσκεται σε μια θέση πρωτόγνωρης στρατηγικής αβεβαιότητας.
Αυτό το νέο διεθνές περιβάλλον δεν είναι προϊόν μιας στιγμιαίας πολιτικής συγκυρίας αλλά αποτέλεσμα βαθύτερων μακροϊστορικών διαδικασιών. Το διεθνές σύστημα πλέον χαρακτηρίζεται από τη μετάβαση από μια μονοπολική δομή, όπου κυριαρχούσαν οι ΗΠΑ, σε μια πολύπλοκη μορφή πολυπολικότητας που δεν μοιάζει με καμία προηγούμενη ιστορική περίοδο. Η άνοδος της Κίνας, η ανθεκτικότητα της Ρωσίας παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία, η ενίσχυση περιφερειακών δυνάμεων όπως η Ινδία και η Τουρκία, η αναδιαμόρφωση των συμμαχιών στη Μέση Ανατολή και η αυξανόμενη γεωοικονομική συνδεσιμότητα μεταξύ Ασίας, Αφρικής και Νότιας Αμερικής αποτελούν ενδείξεις μιας διεθνούς τάξης που έχει μεταλλαχθεί πέρα από τις παραδοσιακές δομές της μεταψυχροπολεμικής περιόδου.
Η Ευρώπη, εντός αυτού του πλαισίου, βρίσκεται σε ένα στρατηγικό σταυροδρόμι. Από τη μία πλευρά, οι ΗΠΑ παραμένουν θεμελιώδης σύμμαχος, αλλά η αξιοπιστία της αμερικανικής στρατηγικής έχει υποχωρήσει. Από την άλλη, η Ρωσία εκμεταλλεύεται την αμφισημία της αμερικανικής πολιτικής για να επανατοποθετήσει την επιρροή της στην Ανατολική Ευρώπη και τον Εύξεινο Πόντο. Η Ουκρανία εξακολουθεί να διατηρεί ανθεκτικότητα, αλλά με αυξημένο κόστος, τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό όσο και σε υποδομές, ενώ η ευρωπαϊκή υποστήριξη αντιμετωπίζει εσωτερικά όρια λόγω πολιτικής κόπωσης, οικονομικών πιέσεων και διαφοροποιημένων γεωπολιτικών αντιλήψεων ανάμεσα στα κράτη-μέλη.
Η νέα αμερικανική στρατηγική του Τραμπ έναντι της Ευρώπης βασίζεται σε τρεις αρχές: πρώτον, τη μείωση των αμερικανικών υποχρεώσεων έναντι της ευρωπαϊκής ασφάλειας· δεύτερον, την επαναδιαπραγμάτευση της αμερικανικής ισχύος όχι ως «δημόσιο αγαθό» αλλά ως οικονομικό και στρατηγικό προϊόν προς αγορά· τρίτον, τη χρησιμοποίηση της Ουκρανίας ως εργαλείου εσωτερικής πολιτικής και μέσου διαπραγμάτευσης με τη Ρωσία. Αυτή η τριμερής δομή υποχρεώνει την Ευρώπη να δράσει αυτόνομα, όχι ως συνέπεια ιδεολογικής επιθυμίας αλλά ως αναγκαιότητα που επιβάλλει το διεθνές σύστημα.
Η στρατηγική ασυνέχεια των ΗΠΑ έχει επίσης αναδείξει μια σειρά βαθύτερων προκλήσεων εντός της ίδιας της Ευρώπης. Οι εθνικισμοί ενισχύονται, οι πολιτικές ατζέντες διαφοροποιούνται και η εσωτερική συνοχή της Ε.Ε. απειλείται από διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με το ρόλο της Ευρώπης ως στρατιωτικού δρώντος. Ορισμένα κράτη-μέλη θεωρούν την αυτονομία ως επιβεβλημένη, ενώ άλλα φοβούνται ότι η στρατηγική απομάκρυνση από τις ΗΠΑ θα δημιουργήσει κενό ισχύος το οποίο μπορεί να αξιοποιήσει η Ρωσία ή η Κίνα. Αυτές οι αντιφάσεις δυσχεραίνουν την υλοποίηση μιας συνεκτικής ευρωπαϊκής πολιτικής και αποκαλύπτουν τις ιστορικές εντάσεις που υπάρχουν μεταξύ των επιμέρους εθνικών στρατηγικών κουλτούρων.
Την ίδια στιγμή, η άνοδος της Κίνας και η διείσδυσή της σε ευρωπαϊκούς τομείς —από τις υποδομές έως την τεχνολογία και το εμπόριο— αναδεικνύουν μια νέα διάσταση της ευρωπαϊκής στρατηγικής πρόκλησης. Η Κίνα δεν αποτελεί απλώς οικονομικό ανταγωνιστή των ΗΠΑ· αποτελεί μια παγκόσμια δύναμη που προσφέρει ένα διαφορετικό μοντέλο διεθνούς τάξης, συχνά πιο ελκυστικό για κράτη που δεν επιθυμούν τη δυτική ηγεμονία. Η συμμετοχή ευρωπαϊκών κρατών σε προγράμματα κινεζικών επενδύσεων, η συζήτηση για τον έλεγχο κρίσιμων υποδομών και η ανησυχία για την τεχνολογική εξάρτηση αντικατοπτρίζουν μια Ευρώπη διχασμένη ανάμεσα στη γεωοικονομική συνεργασία και τη γεωπολιτική επιφύλαξη.
Στο ενεργειακό πεδίο, η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια συνεχή προσπάθεια «απορωσοποίησης» των ενεργειακών προμηθειών της, αλλά η διαδικασία αυτή έχει υψηλό οικονομικό κόστος και ενισχύει την εξάρτηση από τρίτες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, το Κατάρ και άλλοι παραγωγοί LNG. Επιπλέον, η μετάβαση προς την πράσινη ενέργεια εξελίσσεται άνισα ανάμεσα στα κράτη-μέλη, δημιουργώντας πολιτικές και οικονομικές ανισορροπίες που επιβαρύνουν τη συνοχή της Ε.Ε.
Η Ευρώπη οφείλει να οικοδομήσει δομές στρατηγικής αυτοδυναμίας που δεν εξαρτώνται από τις επιλογές της εκάστοτε αμερικανική πολιτική ηγεσία. Η ασφάλεια, η τεχνολογία, η ενέργεια, η άμυνα, η διπλωματία και η οικονομική ανεξαρτησία αποτελούν θεμελιώδεις άξονες στους οποίους η Ευρώπη καλείται να επενδύσει. Η αναγκαιότητα αυτή δεν είναι αφηρημένη ούτε θεωρητική· είναι άμεση συνέπεια του τρόπου με τον οποίο η αμερικανική πολιτική του Τραμπ διαχειρίζεται τη Δύση και τον ρόλο της Ευρώπης στο διεθνές σύστημα.
Πρόσφατα σχόλια