Η σχετική σταθερότητα που χαρακτήριζε το μεταψυχροπολεμικό σύστημα έδωσε τη θέση της σε έναν κόσμο όπου οι μεγάλοι ανταγωνισμοί διαμορφώνουν κρίσιμα στρατηγικά διλήμματα. Στο επίκεντρο βρίσκονται η σχέση ΗΠΑ–Ευρώπης, η σύγκρουση στην Ουκρανία και η αυξανόμενη επιρροή της Κίνας. Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι απλώς η γεωπολιτική ανταγωνιστικότητα, αλλά η εμφάνιση ενός νέου μοντέλου ισχύος, όπου η σταθερότητα δεν θεωρείται πλέον αυτονόητη και η πολιτική βούληση των μεγάλων δυνάμεων αμφισβητείται εκ των έσω.

Οι ΗΠΑ, παρά το ότι εξακολουθούν να κατέχουν την ισχυρότερη στρατιωτική και οικονομική θέση παγκοσμίως, αντιμετωπίζουν εσωτερικές προκλήσεις που μειώνουν την ικανότητά τους να ασκήσουν αδιάλειπτη διεθνή ηγεμονία. Η άνοδος του τραμπισμού, η οποία δεν αποτελεί απλώς πολιτική παρέκκλιση αλλά σταθεροποιημένη τάση, καταδεικνύει έναν βαθύ μετασχηματισμό της αμερικανικής πολιτικής κουλτούρας. Η ενίσχυση του εθνικιστικού οικονομικού προτάγματος, η μετατόπιση από τις πολυμερείς δεσμεύσεις προς διμερή σχήματα συναλλαγής και η αμφισβήτηση της αξίας των συμμαχιών έχουν επηρεάσει καταλυτικά τον τρόπο με τον οποίο οι εταίροι –και ειδικά η Ευρώπη– αντιλαμβάνονται πλέον την Ουάσινγκτον.

Την ίδια στιγμή, η Ευρώπη βιώνει τη βαθύτερη στρατηγική κρίση από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αδυναμία να διαμορφωθεί μια ενιαία στρατηγική κουλτούρα έχει επιδεινωθεί από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η οποία λειτουργεί ως μεγεθυντικός φακός για τις ελλείψεις της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας. Παρά την αξιοσημείωτη πολιτική συνοχή που επέδειξε στα πρώτα στάδια του πολέμου, η ΕΕ δεν διαθέτει ακόμη τα μέσα να εγγυηθεί την ασφάλεια των ανατολικών της μελών χωρίς αμερικανική υποστήριξη. Η στρατηγική αυτονομία που προωθείται σε θεσμικό επίπεδο δεν έχει ακόμη μετατραπεί σε λειτουργική ικανότητα.

Η Ουκρανία, περισσότερο από μια γεωγραφική περιοχή σύγκρουσης, αποτελεί πυρήνα μιας ευρύτερης αντιπαράθεσης για τον έλεγχο της ευρωπαϊκής γεωπολιτικής δομής. Η Ρωσία επιδιώκει να επαναφέρει στην παγκόσμια σκηνή την εικόνα μιας μεγάλης δύναμης ικανής να ανατρέψει τη δυτική ηγεμονία. Η Δύση, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, επιδιώκει να αποτρέψει μια τέτοια ανατροπή. Ωστόσο, η παρατεταμένη διάρκεια της σύγκρουσης έχει οδηγήσει σε σταδιακή κόπωση των δυτικών κοινωνιών, μειώνοντας την αποτελεσματικότητα της δυτικής υποστήριξης προς το Κίεβο.

Αυτό το φαινόμενο πολιτικής εξουθένωσης επηρεάζει άμεσα τις στρατηγικές αποφάσεις των ΗΠΑ. Η Ουάσινγκτον αναγνωρίζει ότι η Ουκρανία αποτελεί κρίσιμο κρίκο στη διατήρηση της ευρωπαϊκής τάξης ασφαλείας, αλλά ταυτόχρονα γνωρίζει ότι η μακροχρόνια εμπλοκή ενδέχεται να υπονομεύσει την ικανότητά της να αντιμετωπίσει την Κίνα. Εδώ βρίσκεται το κεντρικό στρατηγικό δίλημμα: η Αμερική δεν μπορεί να επιτρέψει την κατάρρευση του ουκρανικού κράτους, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορεί να δεσμευτεί σε μια σύγκρουση χωρίς χρονικό ορίζοντα, ιδίως όταν το εσωτερικό πολιτικό της πεδίο παραμένει ασταθές.

Η Ευρώπη, μέσα σε αυτή τη δυναμική, βρίσκεται αντιμέτωπη με την ανάγκη να αναλάβει έναν ρόλο τον οποίο δεν είχε ποτέ πραγματικά αναλάβει: την ηγεσία της ίδιας της ασφάλειάς της. Οι αμυντικές δαπάνες αυξήθηκαν, αλλά η Ευρώπη στερείται ακόμη της βιομηχανικής και επιχειρησιακής συνοχής που θα της επέτρεπε να διαδραματίσει έναν ανεξάρτητο στρατηγικό ρόλο. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες εμφανίζουν σημάδια πολιτικής κόπωσης, με την άνοδο  κομμάτων που αμφισβητούν τις παραδοσιακές προσεγγίσεις.

Μέσα σε αυτό το πολύπλοκο περιβάλλον, η Κίνα λειτουργεί ως ο τρίτος μεγάλος παίκτης που επηρεάζει τη σχέση ΗΠΑ–Ευρώπης. Η Ουάσινγκτον επιδιώκει να αποσυνδέσει τη δυτική οικονομία από την κινεζική εξάρτηση, ενώ η Ευρώπη προσπαθεί να βρει ισορροπία ανάμεσα στη στρατηγική της ασφάλειας και τις οικονομικές της ανάγκες. Αυτή η ασυμμετρία συμφερόντων δημιουργεί πρόσθετες εντάσεις εντός του δυτικού στρατοπέδου, αποδεικνύοντας ότι η παλιά αμερικανική ηγεσία δεν μπορεί να επαναληφθεί με το ίδιο εύρος και σταθερότητα.

Οι ΗΠΑ, παρά τις δυσκολίες, εξακολουθούν να αποτελούν τον κύριο πυλώνα της δυτικής ισχύος. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο ασκείται η ισχύς αυτή έχει αλλάξει δραματικά. Η Ουάσινγκτον υιοθετεί πλέον μια περισσότερο κατανεμημένη, λιγότερο δεσμευτική στρατηγική, βασισμένη σε επιλεκτική παρέμβαση και ενίσχυση περιφερειακών εταίρων. Αυτή η προσέγγιση αποτελεί λογική προσαρμογή σε έναν κόσμο όπου η μονοπολική κυριαρχία δεν είναι πλέον εφικτή.

Παράλληλα, η Ρωσία, αν και στρατιωτικά εξαντλημένη από τις συνέπειες του πολέμου, συνεχίζει να λειτουργεί ως πηγή αστάθειας και αναθεωρητικής πίεσης. Η Κίνα, από την άλλη, δείχνει ότι διαθέτει τη στρατηγική υπομονή και την οικονομική δυνατότητα να αμφισβητήσει μεσοπρόθεσμα την αμερικανική υπεροχή. Η Ευρώπη, μέσα σε αυτό το τρίγωνο αντιπαραθέσεων, καλείται να επιλέξει εάν θα εξελιχθεί σε αυτόνομο στρατηγικό κέντρο ή θα παραμείνει εξαρτημένη από αμερικανικά διλήμματα και περιορισμούς.

Η νέα παγκόσμια τάξη, επομένως, δεν είναι ένα σύστημα ισορροπίας αλλά ένα σύστημα συνεχούς μεταβατικότητας. Τα κράτη δεν επιδιώκουν απλώς την ισχύ, αλλά τη δυνατότητα να διασφαλίσουν τη θέση τους σε ένα περιβάλλον όπου η αβεβαιότητα είναι πλέον δομικό χαρακτηριστικό. Η Δύση, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, καλείται να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της όχι μόνο έναντι αντιπάλων, αλλά και έναντι των ίδιων της των εσωτερικών αντιφάσεων.

Η αμερικανική στρατηγική στον 21ο αιώνα θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από το πώς η Ουάσινγκτον θα διαχειριστεί το τρίπτυχο Ευρώπη–Ουκρανία–Κίνα. Αν η Αμερική επιλέξει να διατηρήσει μια ενεργή παρουσία στην Ευρώπη, θα χρειαστεί να συνδυάσει τη στρατηγική συνέπεια με την εσωτερική πολιτική σταθερότητα, κάτι που προς το παρόν δεν είναι εγγυημένο. Αν, αντίθετα, επιλέξει έναν πιο περιορισμένο ρόλο, η Ευρώπη θα αναγκαστεί να αναπτύξει νέες στρατηγικές δυνατότητες, είτε μεμονωμένα είτε συλλογικά.

Σε κάθε περίπτωση, η σύγκρουση στην Ουκρανία λειτουργεί ως καταλύτης για τον επαναπροσδιορισμό της διεθνούς τάξης. Η έκβασή της θα επηρεάσει όχι μόνο την ευρωπαϊκή ασφάλεια αλλά και την παγκόσμια γεωπολιτική ισορροπία. Η Δύση βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πρόκληση που δεν περιορίζεται σε στρατιωτικό επίπεδο αλλά επεκτείνεται στον τομέα των αξιών, της πολιτικής συνοχής και της ικανότητας διατήρησης συμμαχιών.

Το μέλλον της διεθνούς πολιτικής θα εξαρτηθεί από το αν οι ΗΠΑ και η Ευρώπη θα μπορέσουν να αναπτύξουν  ένα μοντέλο συνεργασίας το οποίο θα ανταποκρίνεται στη μεταβαλλόμενη φύση της ισχύος. Η παλιά τάξη δεν μπορεί να επανέλθει, αλλά μια ρεαλιστικότερη δυτική στρατηγική μπορεί να αποτρέψει την αποδιάρθρωση του διεθνούς συστήματος.