Η κρίση αντιπροσώπευσης αποτελεί τη βαθύτερη παθολογία των σύγχρονων δημοκρατιών. Δεν αφορά απλώς τη φθορά των κομμάτων ή την κόπωση των εκλογέων· πρόκειται για μετατόπιση του κέντρου βάρους της πολιτικής νομιμοποίησης από τη διαδικασία της κρίσης στη διαδικασία της μέτρησης.
Στην ελληνική περίπτωση, το άρθρο 1 §3 του Συντάγματος —“όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό”— κατοχυρώνει την προέλευση της νομιμότητας, όχι όμως τη μέθοδο της παραγωγής της. Το συνταγματικό κράτος εδραιώνεται στην ιδέα της αντιπροσωπευτικής λογικής, δηλαδή στη θεσμική μεσολάβηση της βούλησης μέσω αντιπροσώπων που αποφασίζουν κατά συνείδηση, όχι με βάση στιγμιαία δεδομένα δημοφιλίας.
Ωστόσο, η πολιτική μας κουλτούρα μετά το 2010 εξελίχθηκε σε ένα σύστημα δημοσκοπικής διακυβέρνησης. Οι μετρήσεις, αρχικά εργαλεία πληροφόρησης, έχουν μετατραπεί σε παράγοντες χάραξης πολιτικής. Ο δημόσιος διάλογος δεν οργανώνεται γύρω από επιχειρήματα, αλλά γύρω από ποσοστά. Η πολιτική πράξη υποτάσσεται στη διαχείριση εικόνας και η λογοδοσία περιορίζεται στη διαρκή επίκληση της «κοινής γνώμης».
Στο πλαίσιο αυτό, το Σύνταγμα λειτουργεί όλο και περισσότερο ως τυπικό πλαίσιο και όχι ως ουσιαστικός μηχανισμός προστασίας της λαϊκής κυριαρχίας. Οι διαδικασίες της Βουλής υποβαθμίζονται· οι επιτροπές λογοδοσίας λειτουργούν περισσότερο ως τελετουργίες, ενώ η παραγωγή νόμων μέσω κατεπείγοντος καθιστά την κοινωνική διαβούλευση παρωχημένη. Πρόκειται για μια μορφή «κοινοβουλευτικού εκφυλισμού» όπου η αντιπροσώπευση διαλύεται μέσα στη ροή της επικοινωνίας.
Η θεωρία του «δημοσκοπικού κοινοβουλευτισμού» (Rosavallon, Mair, Urbinati) περιγράφει τη δημοκρατία ως παθητικό μηχανισμό επικύρωσης της κοινής γνώμης, και όχι ως ενεργό εργαστήριο πολιτικής σκέψης. Η ελληνική περίπτωση επιβεβαιώνει τη θεωρία: το νομικό πλαίσιο επιτρέπει τη λειτουργία των θεσμών, αλλά το πολιτικό ήθος τους έχει αλλοιωθεί από την ανάγκη διαρκούς επικοινωνιακής επικύρωσης.
Ο κοινοβουλευτισμός απαιτεί χρόνο, σκέψη, εσωτερική συνέπεια. Η δημοσκοπική δημοκρατία, αντίθετα, προϋποθέτει ταχύτητα, επιφάνεια, εντύπωση. Το πρώτο συνδέεται με τη λογική της συλλογικής ευθύνης· το δεύτερο με την επιβίωση στην επικοινωνιακή αγορά. Όταν η πολιτική νομιμότητα αποσυνδέεται από την αιτιολόγηση και ταυτίζεται με την αποδοχή, τότε η λαϊκή κυριαρχία δεν εκφράζει τη συλλογική κρίση ενός ώριμου σώματος, αλλά τη συγκυριακή διάθεση ενός ανυπόμονου κοινού.
Η δημοκρατική ανανέωση δεν προκύπτει με νομοθετικές απαγορεύσεις· προκύπτει με θεσμική επανανοηματοδότηση. Το Κοινοβούλιο οφείλει να ανακτήσει τον ρόλο του ως θεσμικό χώρο σκέψης. Η αναβάθμιση της διαδικασίας διαβούλευσης, η διαφάνεια των δημοσκοπήσεων, η ενίσχυση της ανεξαρτησίας των ΜΜΕ, και η καθιέρωση θεσμών συμμετοχικού ελέγχου (π.χ. κοινοβουλευτικά εργαστήρια πολιτικής ανάλυσης) είναι βασικές προϋποθέσεις αποκατάστασης της αντιπροσώπευσης.
Πρόσφατα σχόλια