Η Ιθάκη» αποτελεί ουσιαστικά μια μεγάλης κλίμακας απόπειρα προσωπικού και πολιτικού αναστοχασμού του Αλέξη Τσίπρα, αλλά λειτουργεί ταυτόχρονα –και αναπόφευκτα– ως εργαλείο επανατοποθέτησης και επανασυσκευασίας (rebranding) της δημόσιας εικόνας του. Στο επίπεδο των προθέσεων, η αφήγηση επιδιώκει να τον εμφανίσει ως ηγέτη που δοκιμάστηκε, έμαθε, «πλήρωσε το τίμημα», αλλά τελικά δικαιώθηκε ιστορικά, έχοντας οδηγήσει τη χώρα εκτός μνημονίων και εντός της Ευρωζώνης. Ωστόσο, όταν το κείμενο διαβαστεί με όρους πολιτικής ανάλυσης και όχι με τη λογική της προσωπικής απολογίας, το αποτέλεσμα είναι αντιστροφή του επιδιωκόμενου στόχου: η «Ιθάκη» δεν ενισχύει πειστικά την πολιτική επανεμφάνιση του Αλέξη Τσίπρα· αντιθέτως, φωτίζει με σαφήνεια τα όρια, τις αντιφάσεις και τις ευθύνες του.
Κεντρικό στοιχείο αυτής της αντιστροφής είναι ο τρόπος με τον οποίο ο πρώην πρωθυπουργός χειρίζεται την ευθύνη. Η «Ιθάκη» είναι γεμάτη από αναλυτικές και συχνά αιχμηρές περιγραφές συνεργατών και συντρόφων: ο Βαρουφάκης ως εμμονικός «παίκτης θεωρίας παιγνίων», η Κωνσταντοπούλου ως ναρκισσιστική και θεσμικά παρεμποδιστική, ο Λαφαζάνης ως οπαδός της εξόδου από το ευρώ, ο Πολάκης ως απείθαρχος και αυτοτραυματικός, ο Παππάς ως επιπόλαιος διαχειριστής των τηλεοπτικών αδειών, η «Ομπρέλα» ως τροχοπέδη στον μετασχηματισμό του κόμματος, ο Κασσελάκης ως κωμικοτραγικό σύμπτωμα της απόγνωσης της βάσης. Το κοινό νήμα είναι σαφές: οι περισσότεροι γύρω του παρουσιάζονται είτε ως ανεπαρκείς, είτε ως υπερβολικοί, είτε ως αυτοκαταστροφικοί. Ο Τσίπρας εμφανίζεται ως εκείνος που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε αντιφατικές κουλτούρες, να συγκρατήσει υπερβολές, να διαχειριστεί κρίσεις που τον υπερβαίνουν.
Όμως, σε ένα κοινοβουλευτικό και εν τοις πράγμασι πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα, οι επιλογές προσώπων, συμμαχιών και στρατηγικής δεν είναι εξωτερικά δεδομένα. Είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός που επέλεξε τον Βαρουφάκη για το κρισιμότερο υπουργείο, ενώ γνώριζε την προφιλ λογικής σύγκρουσης και θεωρητικού «πειραματισμού». Είναι εκείνος που πρότεινε την Κωνσταντοπούλου για πρόεδρο της Βουλής, με πλήρη επίγνωση της συγκρουσιακής της φύσης. Είναι εκείνος που κράτησε τον Λαφαζάνη στον πυρήνα της ηγεσίας, παρότι εξέφραζε ρητά και διαχρονικά γραμμή ρήξης με το ευρώ. Είναι εκείνος που επέλεξε τον Παππά να διαχειριστεί τον στρατηγικό φάκελο των media. Είναι εκείνος που αρνήθηκε να σπάσει πολιτικά με τον Πολάκη όταν αυτό απέκτησε θεσμικό και κοινωνικό κόστος. Πρόκειται, δηλαδή, όχι για «ξένα σώματα» που εκτροχίασαν μια αγνή στρατηγική, αλλά για οργανικά συστατικά ενός σχεδίου εξουσίας που ο ίδιος ο Τσίπρας συνέλαβε και υλοποίησε.
Στο επίπεδο της κυβερνητικής στρατηγικής, το βιβλίο επιδιώκει να αποκαταστήσει τη μεγάλη αφήγηση για το 2015: το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, η διαπραγμάτευση, το δημοψήφισμα, η στροφή στον συμβιβασμό. Η κεντρική γραμμή είναι ότι όλες αυτές οι επιλογές ήταν, λίγο-πολύ, ο μόνος δυνατός δρόμος: ο Τσίπρας εμφανίζεται ως ηγέτης που τόλμησε εκεί που οι προηγούμενοι υπαναχώρησαν, έθεσε ταυτοτικά ερωτήματα στην Ευρώπη, μέτρησε τις δυνάμεις του, υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση, αλλά τελικά πέτυχε τον στόχο της εξόδου από τα μνημόνια. Η αυτοκριτική περιορίζεται στην παραδοχή «αυταπατών» – υπερεκτίμησης της δύναμης των ιδεών, του «δίκιου» και της λαϊκής εντολής. Δεν επεκτείνεται, όμως, στη διαπίστωση ότι αυτές οι αυταπάτες δεν ήταν απλώς ψυχικές καταστάσεις, αλλά μετατράπηκαν σε πολιτικές πράξεις με βαρύ κοινωνικό και θεσμικό κόστος.
Αυτό είναι κρίσιμο για την αξιολόγηση του βιβλίου ως εργαλείου rebranding. Η εικόνα ενός ηγέτη που εξελίσσεται, ωριμάζει και αναγνωρίζει τα λάθη του θα μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ του, εάν η αυτοκριτική ήταν πλήρης και συνοδευόταν από σαφή ανάληψη ευθύνης για τις πιο επίπονες αποφάσεις: την εξαγγελία ενός ανεδαφικού προγράμματος, την προκήρυξη δημοψηφίσματος χωρίς ρεαλιστικό Plan B, τη συνειδητή επιλογή συμμαχίας με τους ΑΝΕΛ, τη ρήξη με τη μεσαία τάξη μέσα από συνδυασμό φορολογικής πολιτικής και πολωτικού λόγου. Αντί γι’ αυτό, η «Ιθάκη» υιοθετεί ένα σχήμα όπου τα λάθη βαφτίζονται «αυταπάτες», ενώ οι συνέπειες μεταφέρονται συστηματικά σε συνεργάτες, συγκυρίες και «σκληρούς» συσχετισμούς.
Η προσπάθεια επανασυσκευασίας της εικόνας του Τσίπρα ως υπεύθυνου, θεσμικού ηγέτη εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου ενισχύεται με την προβολή της σχέσης του με τον Προκόπη Παυλόπουλο και με τη ρητή απόσταση που παίρνει από γραμμές εξόδου από το ευρώ. Παρουσιάζεται ως εκείνος που, σε αντίθεση με τον Λαφαζάνη και τους λοιπούς «οπαδούς της εξόδου», είχε εξαρχής στρατηγική παραμονής στο κοινό νόμισμα και έντιμης συμφωνίας, ως εκείνος που επιδίωξε την αξιοποίηση των θεσμών και όχι την απονομιμοποίησή τους. Ωστόσο, η ίδια αφήγηση δεν απαντά ικανοποιητικά στο κρίσιμο ερώτημα: γιατί, εάν ο στόχος ήταν εξαρχής η παραμονή στο ευρώ, επιλέχθηκε μια γραμμή διαπραγμάτευσης και ένα δημοψήφισμα που έθεταν σε κίνδυνο ακριβώς αυτή την προτεραιότητα χωρίς επαρκή εναλλακτική υποδομή;
Αντίστοιχα, η προσπάθεια εξήγησης της εκλογικής κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ μέσω του «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου» υπονομεύεται από την ίδια τη λογική του βιβλίου. Ο Τσίπρας αναγνωρίζει ότι η κατάργηση του ΕΚΑΣ, οι εισφορές, οι φόροι και οι χειρισμοί σε ζητήματα όπως οι τηλεοπτικές άδειες ή η υπόθεση Novartis δημιούργησαν δυσαρέσκεια. Παρά ταύτα, η βασική του γραμμή είναι ότι η κεντροδεξιά εκμεταλλεύθηκε αυτή τη δυσαρέσκεια και την μετασχημάτισε σε μακροχρόνιο αντι-ΣΥΡΙΖΑ συνασπισμό. Η πολιτική ανάλυση, όμως, δεν μπορεί να αγνοήσει ότι χωρίς τις επιλογές της κυβέρνησής του –ιδίως την υπερφορολόγηση κρίσιμων τμημάτων της μεσαίας τάξης και την έντονα διχαστική ρητορική– δεν θα υπήρχε το ίδιο έδαφος για τη συγκρότηση ενός τόσο σταθερού μπλοκ αντίδρασης. Η «Ιθάκη» σπανίως αναμετριέται με την ιδέα ότι το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο ήταν εν μέρει φαινόμενο αυτοπροκαλούμενο.
Ο στόχος της επανεμφάνισης και αναβάπτισης του Τσίπρα προσκρούει, επίσης, στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται τη μνήμη της εσωκομματικής διαδρομής. Η κάλυψη που επί χρόνια παρείχε σε πρόσωπα όπως ο Πολάκης, η ημιτελής διαχείριση περιπτώσεων όπως του Παππά, η ανοχή σε δομικές εσωτερικές αντιφάσεις (π.χ. ταυτόχρονη συνύπαρξη «Ομπρέλας» και «Κίνησης Μελών» ως εχθρικών μπλοκ) παρουσιάζονται εκ των υστέρων ως λάθη κρίσης των προσώπων. Ελάχιστα, όμως, αναλύεται το πώς ο ίδιος ο ηγέτης σχεδίασε, τροφοδότησε ή αξιοποίησε αυτές τις αντιθέσεις ως εργαλείο ισορροπίας. Έτσι, η εικόνα ενός ηγέτη που «κράτησε το κόμμα όρθιο» αντιμάχεται με την εικόνα, που αναδύεται από τα ίδια τα γεγονότα, ενός προέδρου που δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει σταθερούς θεσμούς συλλογικής ηγεσίας και διαδοχής.
Τέλος, η ίδια η δομή του βιβλίου ως εργαλείου πλαισίωσης της μνήμης υπονομεύει τον στόχο του rebranding. Η επιλεκτική σιωπή σε κρίσιμα επεισόδια (όπως η διαχείριση της τραγωδίας στο Μάτι ή οι αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα λίγο πριν τις εκλογές του 2019) αφήνει εμφανή κενά εκεί ακριβώς όπου ένας ηγέτης που επιδιώκει πραγματική επιστροφή θα όφειλε να δώσει καθαρές απαντήσεις. Όταν ένα πολιτικό απομνημόνευμα ανοίγει όλα τα μέτωπα εσωκομματικής κριτικής αλλά δεν ακουμπά πλήρως τα πιο ευαίσθητα ζητήματα θεσμικής εμπιστοσύνης, εκπέμπει το σήμα ότι η απόπειρα αυτοκριτικής είναι μερική και εργαλειακή. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει συσπειρωτικά για ένα μέρος των ήδη πεπεισμένων, αλλά δύσκολα πείθει τους πιο επιφυλακτικούς, που είναι και το κρίσιμο κοινό για κάθε ουσιαστικό rebranding.
Συνολικά, η «Ιθάκη» θα μπορούσε να ήταν η βάση για μια πραγματική, ώριμη επανατοποθέτηση του Αλέξη Τσίπρα, εάν επέλεγε τη γενναία οδό: πλήρης ανάληψη ευθύνης, ρητή αναγνώριση των ορίων και των λαθών, σαφής απολογισμός στρατηγικών επιλογών και όχι μόνο προσώπων. Αντ’ αυτού, προσφέρει ένα σύνθετο αλλά βαθιά αυτοπροστατευτικό αφήγημα: ο ηγέτης έκανε ό,τι μπορούσε, οι συνεργάτες του απέτυχαν, οι συνθήκες ήταν ακραίες, οι αντίπαλοι αδίστακτοι. Από επικοινωνιακή άποψη, αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως ομπρέλα αυτοδικαίωσης· από την άποψη, όμως, της πολιτικής αξιοπιστίας, δυσκολεύεται να λειτουργήσει ως γέφυρα επιστροφής. Το βιβλίο, αντί να αποκαταστήσει τον Τσίπρα, παγιώνει την εικόνα ενός ηγέτη που θέλει να δικαιωθεί ιστορικά χωρίς να μοιραστεί μέχρι τέλους την ευθύνη για τις επιλογές του. Κι αυτό, για έναν πολιτικό που φιλοδοξεί να επανέλθει στο κέντρο του παιχνιδιού, είναι σοβαρότερο εμπόδιο από την κριτική των αντιπάλων του.
Πρόσφατα σχόλια