Το ερώτημα κατά πόσο η συμφωνία ΑΟΖ Κύπρου–Λιβάνου μπορεί να «βοηθήσει», έστω έμμεσα, την υπόθεση του Κυπριακού προϋποθέτει μια διάκριση ανάμεσα σε θεωρητική δυνατότητα και ρεαλιστική πιθανότητα. Η συμφωνία αυτή ενσωματώνει σαφώς στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν το περιβάλλον εντός του οποίου εξελίσσεται το Κυπριακό, όμως η μετατροπή αυτής της δυνατότητας σε απτό πολιτικό αποτέλεσμα εξαρτάται από έναν αριθμό παραμέτρων: από τη συνέχιση και εμβάθυνση των περιφερειακών συνεργασιών, από την πραγματική υλοποίηση ενεργειακών και διασυνδετικών έργων, από τη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τη διαχείριση που θα επιλέξουν Λευκωσία και Άγκυρα.

Σε θεωρητικό επίπεδο, η συμφωνία ενισχύει την Κυπριακή Δημοκρατία σε τρεις βασικές διαστάσεις: στη διάσταση της διεθνούς νομιμότητας, της περιφερειακής ενσωμάτωσης και της ενεργειακής προοπτικής. Ως προς τη νομιμότητα, η Κύπρος εμφανίζεται ως κράτος που εφαρμόζει το διεθνές δίκαιο της θάλασσας και συνάπτει συμφωνίες χωρίς αστερίσκους ή αμφισβητήσεις, κάτι που αντιπαραβάλλεται με την τουρκική πρακτική αμφισβήτησης του UNCLOS. Ως προς την περιφερειακή ενσωμάτωση, η συμφωνία ενισχύει το αποτύπωμα της Κύπρου σε μια περιοχή όπου η συνεργασία για ζητήματα ασφάλειας και ενέργειας αναβαθμίζεται σε παράγοντα στρατηγικής βαρύτητας. Τέλος, ως προς την ενέργεια, ανοίγει τη δυνατότητα μελλοντικών έργων που θα συνδέσουν τον Λίβανο, την Κύπρο και ευρύτερα την Ανατολική Μεσόγειο με την Ευρώπη.

Ωστόσο, η μετάβαση από τη θεωρητική δυνατότητα στη ρεαλιστική πολιτική επίδραση δεν είναι αυτόματη. Η συμφωνία μπορεί να ενισχύσει το διαπραγματευτικό βάρος της Λευκωσίας μόνο στο βαθμό που εντάσσεται σε ένα ευρύτερο στρατηγικό σχέδιο. Αν παραμείνει μια απομονωμένη διμερής πράξη χωρίς συνέχεια σε επίπεδο έργων, περιφερειακών σχημάτων ή θεσμικών πρωτοβουλιών, τότε η επιρροή της στο Κυπριακό θα είναι περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική. Για να αποκτήσει πραγματικό βάρος, απαιτείται συσσώρευση παρόμοιων κινήσεων που να συγκροτούν σαφές αφήγημα: ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι σταθερός πυλώνας νομιμότητας και συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το Κυπριακό.

Η πιθανότητα η συμφωνία να συμβάλει σε μεταβολή του status quo στο Κυπριακό εξαρτάται επίσης από τον τρόπο με τον οποίο θα αντιδράσει η Τουρκία. Αν η Άγκυρα επιλέξει στρατηγική κλιμάκωσης, επιχειρώντας να αντισταθμίσει την περιφερειακή ενδυνάμωση της Κύπρου, μπορεί να ενισχύσει βραχυπρόθεσμα την ένταση αλλά και να επιταχύνει τη διεθνή συναίνεση υπέρ μιας λύσης που θα επαναφέρει το Κυπριακό στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου. Αν, αντιθέτως, επιλέξει μια πιο πραγματιστική στάση, προσπαθώντας να επανατοποθετηθεί ως μέρος των περιφερειακών λύσεων, τότε η συμφωνία ίσως αποτελέσει αφετηρία για νέα προσέγγιση, όπου το Κυπριακό θα ενταχθεί στη λογική μιας ευρύτερης διευθέτησης θαλασσίων και ενεργειακών ζητημάτων.

Επιπλέον, ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των ΗΠΑ και άλλων τρίτων δρώντων μπορεί να αποδειχθεί καταλυτικός. Αν η συμφωνία χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα περιφερειακής συνεργασίας που υπηρετεί ταυτόχρονα ενεργειακή ασφάλεια, οικονομική ανάπτυξη και σεβασμό του διεθνούς δικαίου, τότε το Κυπριακό είναι πιθανό να αντιμετωπιστεί όλο και περισσότερο ως εμπόδιο σε μια ευρύτερη αρχιτεκτονική σταθερότητας. Σε μια τέτοια περίπτωση, η πίεση για λύση δεν θα έρθει μόνο από το επίπεδο των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και από το επίπεδο των περιφερειακών και ενεργειακών συμφερόντων. Η Κύπρος δεν θα εμφανίζεται ως «πρόβλημα», αλλά ως κόμβος που πρέπει να σταθεροποιηθεί.

Παρά τα παραπάνω, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι καμία συμφωνία ΑΟΖ, όσο σημαντική κι αν είναι, δεν υποκαθιστά την πολιτική βούληση για ουσιαστική διαπραγμάτευση στο Κυπριακό. Η συμφωνία Κύπρου–Λιβάνου μπορεί να μεταβάλει τις παραμέτρους, να ενισχύσει την κυπριακή πλευρά, να αποδυναμώσει την τουρκική ικανότητα να εμφανίζεται ως αναντικατάστατος δρών στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν μπορεί, όμως, να επιλύσει από μόνη της ζητήματα ασφάλειας, εγγυήσεων, εδαφικών ρυθμίσεων και πολιτικής ισότητας. Η συμβολή της θα είναι έμμεση, δομική και μακροπρόθεσμη: μετακινεί το κέντρο βάρους της συζήτησης, δημιουργεί νέα δεδομένα, αλλά δεν παράγει αυτόματα λύση.

Συνολικά, η συμφωνία ΑΟΖ Κύπρου–Λιβάνου αυξάνει την πιθανότητα το Κυπριακό να αντιμετωπιστεί στο μέλλον μέσα σε ένα περιβάλλον περισσότερο ευνοϊκό προς την Κυπριακή Δημοκρατία, με ισχυρότερη στήριξη του διεθνούς δικαίου και μεγαλύτερη συνάρτηση με ευρωπαϊκά και περιφερειακά συμφέροντα. Η έκταση και το βάθος αυτής της επίδρασης θα εξαρτηθούν από το κατά πόσο η Λευκωσία θα αξιοποιήσει τη συμφωνία ως μέρος μιας συνολικής στρατηγικής και όχι ως αποσπασματικό επίτευγμα. Η δυνατότητα υπάρχει· η μετατροπή της σε πραγματική γεωπολιτική επιρροή παραμένει ανοικτή υπόθεση πολιτικής βούλησης, περιφερειακών ισορροπιών και διεθνούς συγκυρίας.