Η συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ ανάμεσα στην Κυπριακή Δημοκρατία και τον Λίβανο αποτελεί ένα εξέχον παράδειγμα περιφερειακής θεσμοποίησης, το οποίο υπερβαίνει τη στενή τεχνική του διάσταση. Παρότι δεν αναφέρεται ούτε τυπικά ούτε ουσιαστικά στο Κυπριακό, έχει τη δυναμική να επηρεάσει, έμμεσα αλλά ουσιαστικά, το γεωπολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εξελίσσεται το ζήτημα της Κύπρου. Το Κυπριακό δεν είναι απλώς μια διμερής διαφορά ανάμεσα σε δύο κοινότητες ή δύο κράτη. Είναι ένα πρόβλημα δομικά ενταγμένο στη γεωπολιτική αρχιτεκτονική της Ανατολικής Μεσογείου, στον τρόπο που κατανέμεται η ισχύς, στο πώς ορίζεται η νομιμότητα και στο πώς οι περιφερειακοί δρώντες αντιλαμβάνονται το πλαίσιο ασφάλειας.

Η συμφωνία Κύπρου–Λιβάνου, πρώτα από όλα, ενισχύει την Κυπριακή Δημοκρατία ως διεθνές υποκείμενο. Σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, κάθε πράξη οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών στη βάση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας επιβεβαιώνει την κρατική υπόσταση, την κυριαρχική ισχύ και τη θεσμική νομιμοποίηση του συμμετέχοντος κράτους. Η Κύπρος, με την υπογραφή της συμφωνίας, εμφανίζεται εκ νέου και με σαφή τρόπο ως κράτος πλήρους διεθνούς προσωπικότητας, ικανό να συνάπτει συμφωνίες με γειτονικές χώρες, να οριοθετεί κυριαρχικά δικαιώματα και να εντάσσεται σε περιφερειακά σχήματα συνεργασίας. Η εικόνα αυτή δεν είναι αμελητέα για το Κυπριακό, καθώς αντιστρατεύεται την τουρκική ρητορική, η οποία επιχειρεί να εμφανίσει την Κυπριακή Δημοκρατία ως «μη αντιπροσωπευτική» ή «ελλειμματικά νομιμοποιημένη» οντότητα.

Η συμφωνία συμβάλλει επίσης στη διαμόρφωση ενός περιφερειακού περιβάλλοντος όπου το διεθνές δίκαιο αποκτά αυξημένο ρόλο ως ρυθμιστής σχέσεων και όχι ως τυπική αναφορά. Η οριοθέτηση με τον Λίβανο εναρμονίζεται με την υφιστάμενη πρακτική της Κύπρου με άλλους γείτονες, όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ, και συγκροτεί ένα πλέγμα θαλάσσιων διευθετήσεων βασισμένων σε κοινές αρχές. Το πλέγμα αυτό δημιουργεί μια νέα «κανονικότητα» στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου οι θαλάσσιες ζώνες καθορίζονται μέσω συμφωνιών, όχι μέσω μονομερών ενεργειών. Στο βαθμό που το Κυπριακό συνδέεται με τη συνολική τουρκική στάση στην περιοχή, η ενίσχυση αυτής της κανονικότητας αποδυναμώνει το επιχείρημα ότι η Άγκυρα μπορεί να επιβάλλει de facto ρυθμίσεις, αγνοώντας διεθνείς κανόνες και περιφερειακά consensus.

Η συμφωνία εισάγει και μία ακόμη, περισσότερο δομική διάσταση. Συμβάλλει στην ανάδειξη ενός περιφερειακού συστήματος ασφάλειας όπου η Κύπρος δεν είναι απομονωμένος δρών, αλλά ένας από τους κεντρικούς κρίκους ενός δικτύου συνεργασιών. Όσο η Κύπρος λειτουργεί ως ενεργός εταίρος σε σχήματα ΑΟΖ, ενέργειας, ηλεκτρικής διασύνδεσης και χρηματοδοτικών εργαλείων με τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων διεθνών δρώντων, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να αντιμετωπιστεί το Κυπριακό ως μια «τοπική εκκρεμότητα» που μπορεί να παραμένει επ’ αόριστον σε καθεστώς αβεβαιότητας. Η ενσωμάτωση της Κύπρου σε ευρύτερες περιφερειακές αρχιτεκτονικές μεταβάλλει τη φύση του Κυπριακού από περιορισμένο εδαφικό ζήτημα σε στοιχείο ενός ευρύτερου πλέγματος ασφάλειας και σταθερότητας.

Σε αυτό το πλαίσιο, η συμφωνία Κύπρου–Λιβάνου έμμεσα αυξάνει το κόστος της τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής. Κάθε νέα συμφωνία που κατοχυρώνει διεθνώς τις θαλάσσιες ζώνες της Κυπριακής Δημοκρατίας καθιστά δυσκολότερη οποιαδήποτε προσπάθεια αμφισβήτησης της νομιμότητάς της, είτε στο επίπεδο της ΑΟΖ είτε σε σχέση με τη συνολική κυριαρχία του νησιού. Η Τουρκία καλείται πλέον να αντιμετωπίσει ένα περιβάλλον όπου η Κύπρος δεν είναι μόνη, αλλά ενταγμένη σε πλέγμα συμφωνιών που αναγνωρίζονται από την ΕΕ, υποστηρίζονται από διεθνείς οικονομικούς θεσμούς και ενδιαφέρουν στρατηγικά τρίτους δρώντες, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ και χωρών του Κόλπου. Σε αυτή την οπτική, η συμφωνία δεν λύνει το Κυπριακό, αλλά μεταβάλλει την αφετηρία από την οποία προσεγγίζεται.

Η έμμεση συνεισφορά της στο Κυπριακό συνίσταται ακριβώς σε αυτή τη δομική μετατόπιση. Το Κυπριακό, ως πολιτικό και διαπραγματευτικό αντικείμενο, επηρεάζεται από την εικόνα ισχύος και νομιμότητας των εμπλεκομένων. Όσο η Κύπρος αναβαθμίζεται ως θεσμικός δρών, τόσο περιορίζεται η δυνατότητα τουρκικής επιβολής «λύσεων» που στηρίζονται σε ασύμμετρη πίεση και γεωπολιτικό εκβιασμό. Κατά συνέπεια, η συμφωνία Κύπρου–Λιβάνου είναι πιθανό να ενισχύσει, σε βάθος χρόνου, την διαπραγματευτική θέση της Λευκωσίας στο Κυπριακό, όχι μέσω θεαματικών άμεσων αποτελεσμάτων, αλλά μέσω σταδιακής μεταβολής του πλαισίου μέσα στο οποίο διεξάγεται η συζήτηση για το μέλλον του νησιού.