Η άνοδος των ηγετικών και προσωποπαγών κομματικών σχημάτων αποτελεί ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά φαινόμενα των σύγχρονων δημοκρατιών και συνδέεται άμεσα με τη μεταβολή των μορφών πολιτικής αντιπροσώπευσης, την κρίση των παραδοσιακών κομμάτων μαζικής ένταξης και την επικράτηση της πολιτικής επικοινωνίας έναντι της οργανωμένης πολιτικής συμμετοχής. Ιστορικά, τα πολιτικά κόμματα συγκροτήθηκαν ως συλλογικοί φορείς κοινωνικών συμφερόντων, με ιδεολογική συνοχή, εσωτερικές διαδικασίες και οργανωτική αυτονομία από τα πρόσωπα που τα ηγούνταν. Το μοντέλο αυτό, που κορυφώθηκε στη μεταπολεμική περίοδο, υποχωρεί σταδιακά από τα τέλη του 20ού αιώνα.

Η μετάβαση προς τα λεγόμενα «catch-all» κόμματα και, αργότερα, προς τα καρτελοποιημένα κόμματα, συνοδεύεται από την αποδυνάμωση της κομματικής βάσης, τη μείωση της συμμετοχής και την ενίσχυση της ηγεσίας ως κεντρικού πόλου πολιτικής ταύτισης. Σε αυτό το πλαίσιο, η προσωποποίηση της πολιτικής δεν αποτελεί απλώς επικοινωνιακή στρατηγική, αλλά δομικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου κομματικού ανταγωνισμού. Η τηλεοπτική δημοκρατία, και αργότερα τα ψηφιακά μέσα, ενίσχυσαν την άμεση σχέση ηγέτη-εκλογικού σώματος, παρακάμπτοντας τους ενδιάμεσους θεσμούς.

Τα προσωποπαγή κόμματα, είτε προέρχονται από τον χώρο του λαϊκισμού είτε από πιο τεχνοκρατικές ή μεταρρυθμιστικές εκδοχές, παρουσιάζουν βραχυπρόθεσμα πλεονεκτήματα: ταχύτητα λήψης αποφάσεων, σαφή πολιτικό στίγμα και υψηλή αναγνωρισιμότητα. Ωστόσο, η βιωσιμότητά τους τίθεται υπό αμφισβήτηση σε μεσο- και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η υπερσυγκέντρωση εξουσίας στην ηγεσία περιορίζει την εσωκομματική λογοδοσία, αποδυναμώνει τη συλλογική επεξεργασία πολιτικών και καθιστά το κόμμα ευάλωτο σε κρίσεις διαδοχής ή φθοράς του ηγέτη.

Από συγκριτική σκοπιά, η εμπειρία πολλών ευρωπαϊκών χωρών δείχνει ότι τα προσωποπαγή σχήματα δυσκολεύονται να επιβιώσουν πέραν της ιδρυτικής τους φάσης ή να μετασχηματιστούν σε θεσμικά σταθερούς πολιτικούς οργανισμούς. Η απουσία βαθιών κοινωνικών ριζών και η περιορισμένη ιδεολογική επεξεργασία οδηγούν συχνά σε εκλογική αστάθεια ή σε εσωτερικές διασπάσεις. Παράλληλα, η εξάρτηση από τη δημοφιλία του ηγέτη ενισχύει την τάση για πολιτική απλοποίηση και προγραμματική ασάφεια.

Το ερώτημα της βιωσιμότητας των ηγετικών κομμάτων δεν είναι, επομένως, απλώς οργανωτικό αλλά βαθύτατα δημοκρατικό. Η υποκατάσταση της συλλογικής πολιτικής διαδικασίας από την ηγετική προβολή αλλοιώνει τον ρόλο των κομμάτων ως θεσμών διαμεσολάβησης και κοινωνικής ενσωμάτωσης. Εάν τα κόμματα μετατραπούν αποκλειστικά σε εκλογικούς μηχανισμούς γύρω από πρόσωπα, η δημοκρατία κινδυνεύει να απολέσει τη θεσμική της πυκνότητα και να διολισθήσει σε μια μορφή διαρκούς πολιτικής προσωπολατρίας χωρίς ουσιαστική λογοδοσία.

Συνεπώς, το μοντέλο των ηγετικών και προσωποπαγών κομμάτων μπορεί να λειτουργεί συγκυριακά, αλλά δύσκολα συνιστά βιώσιμη λύση για τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα και ποιότητα της δημοκρατικής διακυβέρνησης. Η ανασυγκρότηση των κομμάτων ως συλλογικών, ιδεολογικά επεξεργασμένων και κοινωνικά γειωμένων οργανισμών παραμένει κρίσιμο ζητούμενο για την ανανέωση της πολιτικής αντιπροσώπευσης.