Η υπογραφή της συμφωνίας οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης τον Νοέμβριο του 2019 αποτέλεσε μία εξέλιξη, η οποία δεν αιφνιδίασε την ελληνική διπλωματία, αλλά την έθεσε μπροστά σε νέες, αυξανόμενες προκλήσεις. Η Ελλάδα, ήδη από το καλοκαίρι του 2019, είχε πληροφορίες σχετικά με τις τουρκικές προθέσεις και είχε αναλάβει διπλωματική πρωτοβουλία, ενημερώνοντας Ευρωπαίους και Αμερικανούς αξιωματούχους για τις αρνητικές συνέπειες που θα είχε μια τέτοια συμφωνία, η οποία παραβίαζε σαφώς το Δίκαιο της Θάλασσας και αμφισβητούσε τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο. Παρά τις συνεχείς προσπάθειες της ελληνικής διπλωματίας να αποτρέψει την υπογραφή της συμφωνίας, το αποτέλεσμα ήταν αναπόφευκτο. Η Τουρκία, με την ισχυρή στρατηγική της παρουσία στη Λιβύη και την υποστήριξή της στην αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ κυβέρνηση της Τρίπολης, κατάφερε να προχωρήσει στην υπογραφή μιας συμφωνίας που εξασφάλιζε την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών ευνοϊκή για τα συμφέροντά της, καταστρατηγώντας όμως τα δικαιώματα των άλλων κρατών της περιοχής, και ιδιαίτερα της Ελλάδας.
Η συμφωνία αυτή δεν ήταν απλώς μια διμερής συμφωνία για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών, αλλά ενσωμάτωνε τις στρατηγικές φιλοδοξίες της Τουρκίας για την ενίσχυση της παρουσίας της στην Ανατολική Μεσόγειο και την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων στην περιοχή. Η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη την κρίση στη Λιβύη, κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν διάδρομο επιρροής που εκτείνεται από την Κεντρική Μεσόγειο μέχρι την περιοχή του Σαχέλ στην Κεντρική Αφρική. Η διασύνδεση αυτών των περιοχών ενίσχυσε τη στρατηγική της Τουρκίας για την αποκατάσταση της επιρροής της στην περιοχή, ιδίως μετά την αποτυχία του εγχειρήματος εγκαθίδρυσης του κινήματος των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο και την αποτυχία των στρατηγικών της στην περιοχή του Μαγκρέμπ. Με τη στρατιωτική και διπλωματική υποστήριξη προς την κυβέρνηση της Τρίπολης, η Τουρκία κατάφερε να αποτρέψει την επικράτηση των δυνάμεων του στρατάρχη Χαφτάρ, ενισχύοντας περαιτέρω τις στρατηγικές της θέσεις.
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα, παρά τις διπλωματικές της προσπάθειες και τις συμμαχίες που επιδίωξε να δημιουργήσει στην περιοχή, βρέθηκε σε μια ιδιαίτερα δυσχερή θέση. Η στήριξη της Ελλάδας στον στρατάρχη Χαφτάρ και η αναγνώριση της ανατολικής Λιβύης ως αντιπάλου της κυβέρνησης της Τρίπολης, δεν επαρκούσε για να ανατρέψει τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς στην περιοχή. Οι προσπάθειες της Αθήνας να ενισχύσει τη θέση της μέσω της κατασκευής υποδομών και της χρηματοδότησης έργων στη Βεγγάζη ήταν περιορισμένες και δεν είχαν τη στρατηγική δύναμη που είχε η Τουρκία, η οποία είχε την ικανότητα να ασκήσει ισχυρή πολιτική και στρατιωτική πίεση στην Τρίπολη.
Η Ελλάδα αντέτεινε την υπογραφή της συμφωνίας με την Αίγυπτο για την μερική οριοθέτηση ΑΟΖ, η οποία αποτέλεσε μία σημαντική πολιτική κίνηση, αλλά η συμφωνία αυτή δεν εξασφάλισε πλήρως τα ελληνικά συμφέροντα στην περιοχή. Εν τω μεταξύ, η Αθήνα είχε περιορισμένες δυνατότητες να παρέμβει στρατηγικά στη Λιβύη, κάτι που την έκανε να στραφεί προς τις διπλωματικές και οικονομικές συνεργασίες με χώρες όπως η Αίγυπτος και η Ιταλία. Ωστόσο, ακόμη και αυτές οι συνεργασίες δεν επαρκούσαν για να ανατρέψουν την τουρκική κυριαρχία στη Λιβύη, καθώς η Ιταλία είχε τις δικές της οικονομικές και ενεργειακές συμφωνίες με τη Λιβύη, ενώ η Γαλλία, παρά την υποστήριξή της προς τη Λιβύη, είχε περιορισμένη επιρροή λόγω των εσωτερικών της προκλήσεων και των γεωπολιτικών της αναγκών στη Βόρεια Αφρική.
Η στρατηγική της Τουρκίας, ενισχυμένη από την οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη στην κυβέρνηση της Τρίπολης, φαίνεται να έχει μακροπρόθεσμους στόχους για την επέκταση της γεωπολιτικής της επιρροής στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Για την Τουρκία, η Λιβύη είναι ζωτικής σημασίας για την προώθηση των συμφερόντων της στην περιοχή, δημιουργώντας έναν στρατηγικό διάδρομο από την κεντρική Μεσόγειο μέχρι τις χώρες του Σαχέλ, παρέχοντας πρόσβαση σε κρίσιμες ενεργειακές πηγές και νέες αγορές.
Αντίθετα, η ελληνική διπλωματία πρέπει να εστιάσει στην αναβάθμιση της παρουσίας της στην περιοχή μέσω της περαιτέρω αξιοποίησης των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων και της ενίσχυσης των διπλωματικών σχέσεων με τη Γαλλία, την Ιταλία, την Αίγυπτο και άλλους στρατηγικούς εταίρους. Η δημιουργία μιας τριμερούς συνεργασίας Ελλάδας, Αιγύπτου και ανατολικής Λιβύης, και μιας αντίστοιχης συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας, Ιταλίας και κυβέρνησης της Τρίπολης, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα εργαλείο για την ενίσχυση των ελληνικών θέσεων στην περιοχή, προσφέροντας συνέχιση της ενημέρωσης και δυναμική παρέμβαση σε οποιαδήποτε στρατηγική εξέλιξη.
Η στρατηγική της Ελλάδας πρέπει επίσης να επικεντρωθεί στην αποτελεσματική διαχείριση των ενεργειακών συμφωνιών και την επιτυχή εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων μέσω της συνεργασίας με τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές ενεργειακές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Η ενίσχυση των διπλωματικών σχέσεων με τις ΗΠΑ και η ανάπτυξη στρατηγικών συνεργασιών στον τομέα των ενεργειακών πόρων είναι βασικής σημασίας για την επίτευξη μιας σταθερής και ισχυρής ελληνικής παρουσίας στην περιοχή.
Η Ελλάδα οφείλει να αξιοποιήσει όλες τις διπλωματικές, οικονομικές και πολιτικές δυνατότητες που διαθέτει, προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντά της στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Λιβύη. Αυτό απαιτεί μια συντονισμένη στρατηγική που θα περιλαμβάνει την προώθηση της σταθερότητας στην περιοχή, τη διεύρυνση των διπλωματικών σχέσεων με ισχυρούς εταίρους, και την αποτελεσματική χρήση των ευρωπαϊκών και διεθνών εργαλείων πίεσης και υποστήριξης.
Η σωστή διαχείριση της ελληνικής διπλωματίας μπορεί να αποτελέσει καταλύτη για την ενίσχυση της ελληνικής επιρροής στην περιοχή και την επίτευξη στρατηγικών στόχων, με στόχο τη διατήρηση της ειρήνης, της σταθερότητας και της οικονομικής ανάπτυξης στην περιοχή.
Πρόσφατα σχόλια