Η ελληνοτουρκική εξίσωση αποτελεί έναν από τους πιο σύνθετους και διαχρονικούς άξονες ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο. Στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον που διαμορφώνεται, η Ελλάδα καταφέρνει όχι μόνο να αποτρέψει συμπεριφορές αναθεωρητισμού, αλλά και να μετασχηματίσει τους όρους ισχύος υπέρ της, αξιοποιώντας την πολυεπίπεδη δικτύωση συμμαχιών που έχει αναπτυχθεί με τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και περιφερειακούς παίκτες. Με αυτό τον τρόπο, η Τουρκία δεν αποτελεί πλέον το κεντρικό μέτρο της ελληνικής ασφάλειας, αλλά έναν παράγοντα που υποχρεώνεται να λογοδοτεί σε ένα σύστημα κανόνων το οποίο διαμορφώνει η Ελλάδα.

Η νέα ισορροπία στηρίζεται σε τρεις στρατηγικούς μοχλούς: την αμερικανική αποτροπή, την ευρωπαϊκή θεσμική στήριξη και τη διασύνδεση ασφάλειας–ενέργειας που καθιστά την Ελλάδα αναγκαίο μεσολαβητή. Η ένταξη της Αλεξανδρούπολης, της Σούδας και άλλων κρίσιμων ελληνικών υποδομών στον επιχειρησιακό σχεδιασμό του ΝΑΤΟ ενισχύει τη γεωστρατηγική βαρύτητα της χώρας. Όσο οι ΗΠΑ εξαρτούν τη σταθερότητα της ΝΑ πτέρυγας από την ελληνική εδαφική και θαλάσσια κυριαρχία, τόσο η Τουρκία περιορίζεται στη διαχείριση των επιλογών της σε πλαίσιο δυτικών προτεραιοτήτων.

Η Ελλάδα δεν αντιπαρατίθεται στη Τουρκία μέσα από το δίπολο ισχύος, αλλά μέσα από τη λογική της συστημικής ενσωμάτωσης. Αντί να επιδιώκει διμερείς ισορροπίες, επιβάλλει την προσφυγή σε διεθνείς κανόνες. Η ελληνική στρατηγική αποτρέπει μονομερείς διεκδικήσεις όχι με ρητορικές αντιπαραθέσεις, αλλά με την κατοχύρωση των συμφερόντων της σε ευρωατλαντικό επίπεδο. Στον σύγχρονο ρεαλισμό, η ισχύς δεν είναι απλώς στρατιωτική αριθμητική, αλλά η ικανότητα να καθορίζεις τι θεωρείται νόμιμο, εφικτό και αποδεκτό.

Η Τουρκία επιχειρεί να μετατοπίσει τη διένεξη σε επίπεδο ισχύος και τετελεσμένων. Η Ελλάδα, αντιθέτως, την επαναφέρει στο τραπέζι του διεθνούς δικαίου. Η διπλωματική και αποτρεπτική συμπεριφορά της Αθήνας επιβεβαιώνει μια θεμελιώδη μεταβολή: η χώρα δεν αντιδρά στη στρατηγική των άλλων· παράγει στρατηγική. Το αποτέλεσμα είναι ότι η ελληνοτουρκική σχέση δεν ορίζει πλέον τα όρια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά εντάσσεται σε ευρύτερη δομή όπου οι ασυμμετρίες περιορίζονται.

Η ενεργειακή διάσταση προσθέτει ένα επιπλέον επίπεδο στρατηγικής πίεσης. Οι θαλάσσιες ζώνες του μέλλοντος δεν αποτελούν απλώς πεδία κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά δίκτυα πρόσβασης στις πηγές ισχύος που η Ευρώπη χρειάζεται για να διατηρήσει την ανεξαρτησία της. Η Ελλάδα προσφέρει ασφάλεια των ενεργειακών ροών· η Τουρκία εγείρει αβεβαιότητα. Η αγορά και η διπλωματία ευθυγραμμίζονται υπέρ της Αθήνας.

Η νέα πραγματικότητα καθιστά σαφές ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται κλιμάκωση για να ισχυροποιήσει τη θέση της. Η ισχυρότερη μορφή αποτροπής είναι η διεθνής αναγνώριση της Ελλάδας ως παράγοντα σταθερότητας, έναντι μιας Τουρκίας που εξαρτά ολοένα και περισσότερο την πρόσβασή της στη δυτική υποστήριξη. Το βάρος της ιστορικής στιγμής είναι σαφές: η Ελλάδα μεταμορφώνεται από διαχειριστή κρίσεων σε διαμορφωτή ισορροπιών. Σε αυτή τη μετάβαση, το ελληνοτουρκικό πεδίο δεν αποτελεί πλέον απειλή που πρέπει να αντιμετωπιστεί, αλλά απόδειξη της στρατηγικής ανόδου της χώρας στο κέντρο της Δύσης.