Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών σηματοδότησε την επαναφορά μιας επιθετικής εμπορικής πολιτικής, η οποία υπερβαίνει τα παραδοσιακά σχήματα προστατευτισμού. Η πολιτική αυτή εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική γεωοικονομικού εξαναγκασμού, με βασική επιδίωξη την αναδιάταξη του διεθνούς συστήματος και την ανασυγκρότηση της αμερικανικής ηγεμονίας. Οι δασμοί, ως βασικό εργαλείο της εν λόγω στρατηγικής, δεν λειτουργούν ως μηχανισμός προστασίας της εγχώριας παραγωγής, αλλά ως μέσο άσκησης πολιτικής πίεσης και απόπειρα επανακαθορισμού των κανόνων της διεθνούς οικονομικής τάξης.
Η επιβολή δασμών λειτουργεί ως μέσο εξωτερικής πίεσης προς αναδυόμενες ανταγωνιστικές δυνάμεις, όπως η Κίνα και η Ινδία· και δευτερευόντως, αποσκοπεί στην υπονόμευση των πολυμερών θεσμών – κυρίως του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) – που αποτέλεσαν θεμέλιο της μεταπολεμικής διεθνούς τάξης. Η μονομερής προσέγγιση του Τραμπ υποκαθιστά την πολυμέρεια με διμερείς σχέσεις εξαναγκασμού, απεμπολώντας τον θεσμικό φιλελευθερισμό που χαρακτήρισε την αμερικανική ηγεμονία του 20ού αιώνα.
Η μεταβολή αυτή αντανακλά μια αναπροσαρμογή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία μετατοπίζεται από την ηγεμονία μέσω συναίνεσης σε μια ηγεμονία μέσω επιβολής. Η εμπορική πολιτική λειτουργεί ως εργαλείο οικονομικής διπλωματίας και πρωτευόντως ως μέσο διαμόρφωσης συλλογικής ταυτότητας. Η ρητορική περί επαναβιομηχάνισης και οικονομικής κυριαρχίας απευθύνεται κυρίως στα μεσαία και εργατικά στρώματα τα οποία δυσκολεύονται να διαχειριστούν την προϊούσα παγκοσμιοποίηση, συγκροτώντας ένα ιδεολογικό αφήγημα εναντίον της διεθνιστικής τάξης.
Οι οικονομικές επιπτώσεις της δασμολογικής στρατηγικής είναι πολυδιάστατες. Βραχυπρόθεσμα, προκαλείται αύξηση του κόστους ζωής για τον Αμερικανό καταναλωτή, επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις που εξαρτώνται από εισαγόμενες πρώτες ύλες και προϊόντα, καθώς και περιορισμός της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των αμερικανικών εξαγωγών. Μακροπρόθεσμα, η πολιτική αυτή δύναται να οδηγήσει σε αποσύνδεση από τις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής, ενισχύοντας τον γεωοικονομικό κατακερματισμό και την τάση επιστροφής στον προστατευτισμό
Η μονομερής επιβολή δασμών προκαλεί παράλληλα σημαντική αναταραχή στη διεθνή πολιτική οικονομία. Η Κίνα έχει ήδη ανταποκριθεί με αντίμετρα, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση εξετάζει τη στρατηγική αναθεώρηση των εμπορικών της σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αποσταθεροποίηση λειτουργεί αντίθετα από τους διακηρυγμένους στόχους καθώς επιταχύνει τη συγκρότηση εναλλακτικών εμπορικών και γεωοικονομικών συνασπισμών, όπως οι BRICS+ και το RCEP, οι οποίοι λειτουργούν ως εστίες αναδυόμενης ισχύος και ενισχύουν τον πολυπολικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος. Η αμερικανική ηγεμονία καθίσταται επισφαλής εξαιτίας της ίδιας της στρατηγικής της αποδέσμευσης από το θεσμικό πλαίσιο που η ίδια δημιούργησε.
Αυτή είναι και η παραδοξότητα της στρατηγικής Τραμπ. Υπονομεύεται του διεθνές σύστημα που επί δεκαετίες, αποτέλεσε το όχημα της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας. Η επιδίωξη κυριαρχίας δια μονομερούς εξαναγκασμού στερεί από τις ΗΠΑ την εμπιστοσύνη των συμμάχων και εν τέλει απονομιμοποιεί την ισχύ τους. Η επιμονή σε μια ηγεμονική λογική μηδενικού αθροίσματος καθιστά την Ουάσιγκτον αναποτελεσματική στην διαχείριση της αυξανόμενης πολυπλοκότητας του παγκόσμιου καταμερισμού ισχύος.
Ο πολυπολικός κόσμος de facto επιβάλλει την ανάπτυξη μιας «έξυπνης ηγεμονίας», η οποία να συνδυάζει στρατηγική ευελιξία έμβαση στην τεχνολογική καινοτομία ως μέσου προβολής ισχύος, “επανίδρυση” των θεσμών διεθνούς και υπερεθνικής συνεργασίας και αύξηση της διασύνδεσης και της αλληλεπίδρασης μεταξύ των γεωπολιτικών δρώντων .
Η πολιτική των δασμών αποτελεί έκφραση μιας ευρύτερης κρίσης στρατηγικής ταυτότητας της αμερικανικής ηγεμονίας. Σε ένα πολυπολικό σύστημα η μονομερής εμπορική επιβολή ερμηνεύεται ως από τους υπολοίπους δρώντες ως αδυναμία προσαρμογής στις νέες γεωοικονομικές συνθήκες παρά ως επιβεβαίωση μιας γεωπολιτικης ηγεμονίας
Πρόσφατα σχόλια