Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 103 του ελληνικού Συντάγματος, αποτελεί θεμέλιο της δημόσιας διοίκησης και θεσμική εγγύηση ανεξαρτησίας, συνέχειας και ουδετερότητας του κράτους. Αποτελεί μηχανισμό προστασίας του κράτους δικαίου καθώς αποτρέπει την αυθαιρεσία της εκτελεστικής εξουσίας και τη μετατροπή της διοίκησης σε όργανο κομματικών σκοπιμοτήτων. Το Σύνταγμα ορίζει ρητά τη μονιμότητα (παρ. 4), τη διαφάνεια στις προσλήψεις (παρ. 7) και τη λειτουργία της διοίκησης με βάση την αρχή της νομιμότητας (παρ. 1). Η μονιμότητα συνιστά, επομένως, συνταγματικό και θεσμικό κεκτημένο.
Οι διοικητικές δυσκαμψίες, η αδυναμία αποδοτικής διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού, η ανεπαρκής αξιολόγηση και η συχνή καταστρατήγηση των θεσμοθετημένων διαδικασιών πρόσληψης, επιβάλλουν τροποποίηση του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου. Η αναθεώρηση του άρθρου 103 μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία για την ενίσχυση της διοικητικής αποτελεσματικότητας,
Εκτός των ανωτέρω οι σύγχρονες απαιτήσεις διακυβέρνησης, οι τεχνολογικές εξελίξεις και η ανάγκη ευελιξίας καθιστούν αναγκαία τη συζήτηση για ενδεχόμενη αναθεώρηση του άρθρου, με σκοπό τη βελτίωση της αποδοτικότητας χωρίς να πληγούν οι θεμελιώδεις εγγυήσεις.
Η αναγκαιότητα αναθεώρησης προκύπτει και από δυσλειτουργίες και στρεβλώσεις στο ισχύον σύστημα. Η συνεχής προσφυγή σε μορφές «έκτακτου» προσωπικού δημιουργεί ένα καθεστώς άνισης μεταχείρισης και ανασφάλειας. Ταυτόχρονα, η αξιολόγηση προσωπικού παραμένει ημιτελής ή αποσπασματική, ενώ η αδυναμία κινητικότητας εντός του δημόσιου τομέα περιορίζει την αποδοτικότητα.
Η εφαρμογή των αρχών που η μονιμότητα συνεπάγεται όπως αξιοκρατία, λογοδοσία, αξιολόγηση ελλείπουν Η αναθεώρηση θα πρέπει να προβλέψει θεσμικά κατοχυρωμένους μηχανισμούς αξιολόγησης, αντικειμενικά κριτήρια προαγωγής και κινητικότητας, καθώς και ενίσχυση της επιμόρφωσης του ανθρώπινου δυναμικού. Έτσι, η μονιμότητα θα μετατραπεί από παθητικό κεκτημένο σε ενεργητική θεσμική βάση ενός επαγγελματικού, αμερόληπτου και αποδοτικού δημόσιου τομέα. Θα μπορούσε επίσης να θεσμοθετηθεί συνταγματική πρόβλεψη ην αποσαφήνιση του καθεστώτος των συμβασιούχων με βάση την ευρωπαϊκή οδηγία 1999/70/ΕΚ, καθώς και την ενσωμάτωση αρχών όπως η ψηφιακή επάρκεια και η δια βίου μάθηση.
Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει αναγνωρίσει τη συνταγματική αξία της μονιμότητας (π.χ. ΣτΕ Ολ. 1906/2014), υπογραμμίζοντας ότι οι προσλήψεις και υπηρεσιακές μεταβολές που παρακάμπτουν το ΑΣΕΠ συνιστούν παραβίαση της συνταγματικής αρχής της αξιοκρατίας. Παράλληλα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ και η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπαγορεύουν την αποφυγή συστηματικής επισφάλειας στο δημόσιο, επιβεβαιώνοντας την ανάγκη για σταθερές εργασιακές σχέσεις και μηχανισμούς προστασίας από κατάχρηση.
Η άρση της μονιμότητας της είναι αμφίβολο, δεδομένης και την ιδιομορφίας της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, ότι θα οδηγήσει σε αύξηση της αποδοτικότητας Μία ουσιαστική μεταρρύθμιση στοχεύει στην ενσωμάτωση των αρχών της αξιολόγησης, της λογοδοσίας και της τεχνικής κατάρτισης στο σύγχρονο προφίλ του δημοσίου υπαλλήλου.
Σαφώς οι οι θεσμικές δυσλειτουργίες και αγκυλώσεις επιτάσσουν την αναθεώρηση του άρθρου 103 στόχο τη βελτίωση της ποιότητας διοίκησης. Ζητούμενο όμως είναι ο συγκερασμός της εξισορρόπησης της ανάγκης για διοικητική αποτελεσματικότητα με την απαραίτητη συνταγματική προστασία της δημόσιας υπηρεσίας.
Πρόσφατα σχόλια