Η σχέση μεταξύ κόμματος και κράτους αποτελεί θεμελιώδη παράγοντα σε κάθε αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Ο τρόπος με τον οποίο τα πολιτικά κόμματα χρηματοδοτούνται, ελέγχονται και λογοδοτούν καθορίζει όχι μόνο την ισορροπία ισχύος στο πολιτικό σύστημα αλλά και την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το κράτος δικαίου. Στην πράξη, η δυσδιάκριτη γραμμή ανάμεσα στην κομματική λειτουργία και την κρατική εξουσία δημιουργεί ένα διαρκές ενδεχόμενο «θεσμικής αιχμαλωσίας»: το κράτος δεν ελέγχει τα κόμματα — τα κόμματα ελέγχουν το κράτος.
Ειδικότερα στον ευρωπαϊκό χώρο, η ιστορική μεταπολεμική θεσμική αρχιτεκτονική ενίσχυσε τον οργανωμένο κομματικό ρόλο ως θεμέλιο της αντιπροσώπευσης. Αυτό όμως συνοδεύτηκε από την προοδευτική διείσδυση των κομμάτων στο κράτος και την ενίσχυση ενός “κομματοκρατικού” μοντέλου όπου κρίσιμες δημόσιες λειτουργίες συνδέονται με την πολιτική ευνοιοκρατία. Η δημόσια χρηματοδότηση των κομμάτων, καθιερωμένη σχεδόν παντού ως μηχανισμός διαφάνειας, μετατρέπεται ενίοτε σε μέσο αναπαραγωγής εξουσίας, όταν οι θεσμικοί έλεγχοι είναι ανεπαρκείς.
Η αποστολή των κομματικών χρηματοδοτήσεων είναι διπλή: να διασφαλίσουν θεμιτό ανταγωνισμό και να περιορίσουν την εξάρτηση των κομμάτων από οικονομικά συμφέροντα. Ωστόσο, η πραγματικότητα δείχνει ότι ο έλεγχος των ροών κεφαλαίων παραμένει μερικός. Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, η ιδιωτική χρηματοδότηση συνδέεται συχνά με άμεση επιρροή σε νομοθετικές ρυθμίσεις ή αναθέσεις έργων, γεγονός που αποδυναμώνει την ισονομία και ενισχύει πελατειακούς θύλακες.
Το πρόβλημα εντείνεται όταν δημόσια χρηματοδότηση, ρυθμιστικός έλεγχος και διοικητική εξουσία βρίσκονται σε κλειστό κύκλωμα. Τα κόμματα ελέγχουν κυβερνητικούς μηχανισμούς, διορίζουν την ηγεσία των θεσμικών οργάνων που τα ελέγχουν και παράγουν το νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει την ίδια τους τη λειτουργία. Το αποτέλεσμα συνιστά κυκλική αυτοαναφορά ισχύος: το κόμμα ρυθμίζει το κράτος που ρυθμίζει το κόμμα.
Η έλλειψη αποτελεσματικών ανεξάρτητων θεσμών ενισχύει αυτό το φαινόμενο. Σε χώρες με αδύναμα συστήματα ελέγχου —όπως παρατηρείται σε τμήματα της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης— η κομματική επιρροή διεισδύει στη δημόσια διοίκηση, επιβάλλοντας πολιτικό έλεγχο σε καίριες υπηρεσίες, από την ασφάλεια έως τη δικαιοσύνη. Η ανεξαρτησία της δημόσιας διοίκησης, ενώ θεωρητικά προστατεύεται, διαβρώνεται στην εφαρμογή, με σημαντικό κόστος στην αποτελεσματικότητα και την αξιοκρατία.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο έλεγχος της χρηματοδότησης των κομμάτων θεωρείται κρίσιμος για την προστασία της δημοκρατικής λειτουργίας. Η Ε.Ε. έχει υιοθετήσει πλαίσια διαφάνειας, αλλά η εφαρμογή εναπόκειται στα κράτη μέλη, γεγονός που δημιουργεί άνισες συνθήκες. Οι μηχανισμοί εποπτείας δεν αρκούν όταν οι εθνικές κυβερνήσεις ελέγχουν έμμεσα τους ελεγκτικούς θεσμούς, όπως παρατηρείται στην Πολωνία και την Ουγγαρία. Οι θεσμικές παρεκκλίσεις επιφέρουν αμφισβήτηση της κοινής αρχής του κράτους δικαίου.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέχουν μια διαφορετική εικόνα. Η υψηλή ιδιωτική χρηματοδότηση μέσω PACs και Super PACs καθιστά τα κόμματα ιδιαίτερα ευάλωτα σε εξωτερικές επιρροές οικονομικής ισχύος. Ο θεσμός του lobbying είναι θεσμικά σχεδόν εξομοιωμένος με την άσκηση δικαιώματος συμμετοχής, παρότι συχνά οδηγεί σε συστηματική πρόσβαση ισχυρών ιδιωτικών συμφερόντων στην πολιτική διαδικασία. Η θεσμοποίηση της εξαρτημένης χρηματοδότησης δημιουργεί συνθήκες όπου ο οικονομικός ανταγωνισμός υποκαθιστά τον ισότιμο πολιτικό ανταγωνισμό.
Το ελληνικό παράδειγμα χαρακτηρίζεται ιστορικά από ισχυρή κομματοκρατία. Η κομματική διείσδυση στη διοίκηση, οι πελατειακές σχέσεις και ο περιορισμένος έλεγχος χρηματοδότησης έχουν διαμορφώσει ένα σύστημα με σαφή χαρακτηριστικά σύμφυσης κόμματος–κράτους. Η δημόσια χρηματοδότηση καλύπτει μεγάλο μέρος των κομματικών δαπανών, αλλά δεν αρκεί για να εξαλείψει την εξάρτηση από ιδιωτικές χορηγίες. Παράλληλα, οι θεσμοί ελέγχου αντιμετωπίζουν συχνά κανονιστικές και λειτουργικές δυσκολίες, καθιστώντας τη λογοδοσία αποσπασματική.
Η κρίση κόμματος–κράτους συνδέεται άρρηκτα με την κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών. Η καχυποψία απέναντι στην πολιτική τάξη, η αντίληψη διαφθοράς και η εμπλοκή οικονομικών δικτύων στη δημόσια σφαίρα οδηγούν σε αποδυνάμωση της συμμετοχής. Σε ορισμένες χώρες, η θεσμική παθογένεια λειτουργεί ως εύφορο έδαφος για την άνοδο της αντισυστημικής πολιτικής, η οποία επενδύει στη λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στις κομματικές ελίτ, χωρίς ωστόσο να προτείνει πρακτικές λύσεις για τη βελτίωση των θεσμών.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος απαιτεί:
• ενίσχυση πραγματικής ανεξαρτησίας των ελεγκτικών αρχών
• αυστηρό έλεγχο και δημοσιοποίηση της προέλευσης των πόρων
• περιορισμό αθέμιτης ιδιωτικής επιρροής
• προστασία του δημοσίου συμφέροντος στη διαδικασία διακυβέρνησης
Ωστόσο, η διαφάνεια από μόνη της δεν αρκεί. Το ζήτημα δεν είναι μόνο οι ροές χρηματοδότησης, αλλά η κανονιστική κυριαρχία των κομμάτων στο ίδιο το θεσμικό πλαίσιο. Το κόμμα που κυβερνά καθορίζει τα όρια της λογοδοσίας του, δημιουργώντας δομική αντίφαση με τη δημοκρατική αρχή του ελέγχου της εξουσίας.
Οι δημοκρατίες του 21ου αιώνα βρίσκονται πλέον αντιμέτωπες με τη φθορά ενός μοντέλου όπου τα κόμματα κυριαρχούν ως θεσμοί, αλλά αποδυναμώνονται ως φορείς κοινωνικής εκπροσώπησης. Η ικανότητά τους να συνδέουν την κοινωνία με το κράτος μειώνεται, ενώ ο ρόλος τους ως ελεγκτών της κρατικής εξουσίας υποβαθμίζεται όταν οι ίδιοι αποτελούν τον πυρήνα της εκτελεστικής λειτουργίας.
Η μελλοντική θεσμική πορεία θα κριθεί από την επιτυχία δύο παράλληλων στόχων:
(α) ενίσχυση της διαφανούς χρηματοδότησης και της ελεγκτικής ανεξαρτησίας, και
(β) αποκατάσταση της αντιπροσωπευτικής λειτουργίας των κομμάτων για την ενίσχυση πολιτικής εμπιστοσύνης.
Η κρίση κόμματος–κράτους δεν είναι παροδική αλλά συστημική. Η αντιστροφή της απαιτεί επαναπροσδιορισμό του ρόλου των κομμάτων όχι μόνο ως διαχειριστών της εξουσίας αλλά ως θεσμών που λογοδοτούν στους πολίτες και υπηρετούν τη δημοκρατική σταθερότητα. Μόνον έτσι η πολιτική εξουσία θα ανακτήσει τη νομιμοποιητική της βάση και το κράτος θα λειτουργήσει ως κοινό αγαθό και όχι ως εργαλείο κομματικής κυριαρχίας.
Πρόσφατα σχόλια