Η επίσκεψη εξπρες του Ερντογάν κάνει διαφόρους να ευελπιστούν ότι υπάρχει πιθανότητα βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο διηνεκές με μερικούς μάλιστα να μιλούν για «νέα εποχή» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η εντύπωση αυτή ενισχύεται από την σχετική ύφεση μετά τον φονικό σεισμό που έπληξε την Τουρκία όπως επίσης και από την εσχάτως ηπιότερη ρητορική του Τούρκου προέδρου.
Όμως, αυτή η εικόνα είναι πλασματική. Στο παρελθόν, πολλές φορές έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η χώρα μας μπορεί στην βάση των διμερών επαφών να επιτύχει την μακροπρόθεσμη λύση.
Οι δύο χώρες έχουν ριζικά διαφορετική θέαση των διμερών τους σχέσεων και αυτό δυσχεραίνει την πιθανότητα εύρεσης λύσης στα κύρια θέματα, διευθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, αφήνει όμως παράθυρο προσέγγισης σε ζητήματα ήσσονος σημασίας.
Με τιε εκάστοτε προσεγγίσεις μεταξύ των δύο χωρών καθίσταται σαφές ότι δεν είναι η Ελλάδα αυτή η οποία δημιουργεί την ένταση αλλά η Τουρκία. Όμως όπως αναφέρθηκε είναι χρήσιμο να υπάρχει διμερής διάλογος για επιμέρους δευτερεύοντα ζητήματα.
Κάθε φορά μετά από κάθε όξυνση των σχέσεων ακολουθεί περίοδος ηρεμίας η οποία δημιουργεί πρόσκαιρη αισιοδοξία αλλά εν τέλει διαψεύδεται. Είναι ένα διαρκώς επαναλαμβανόμενο μοτίβο το οποίο ακολουθεί η Τουρκία.
Αυτό συμβαίνει διότι διαχρονικά η Τουρκία κινείται στο διεθνές σύστημα ως μία sui generis χώρα. Δεν εντάσσεται δηλαδή στο σύνηθες δυτικό πλαίσιο παρά τους οικονομικούς και αμυντικούς δεσμούς με τη Δύση. Ιδιαιτέρως δε αυτή η ad hoc συμπεριφορά εντάθηκε με τις πολλαπλές εστίες έντασης στην περιοχή.
Αρχής γενομένης από τι 1988 με την αρχή του «μη πολέμου» οπότε και για πρώτη φορά μετά την κρίση του 1987 οι δύο χώρες οδηγήθηκαν σε σχετική ηρεμία η οποία υπονομεύτηκε και από εσωτερικά προβλήματα των δύο χωρών.
Παρομοίως, μετά την κρίση των Ιμίων το 1996 την ένταση ακολούθησε μία περίοδος ηρεμίας, η οποία ενισχύθηκε με το κλίμα αλληλεγγύης που δημιούργησαν οι σεισμοί του 1999 στις δύο χώρες. Έτσι, η λεγόμενη «διπλωματία των σεισμών» και διήρκεσε περίπου μία δεκαετία.
Δεδομένης της πολύπλοκης στάσης που τηρεί η Τουρκία σε μία σειρά θεμάτων όπως αναφέρθηκε παραπάνω , μία προσέγγιση της Ελλάδας φαντάζει για την Τουρκία ως μία τακτικιστική διέξοδος στην ολοένα εντονότερη απομάκρυνση του από τη Δύση.
Η Ελλάδα, από μεριάς της προσέρχεται στον διάλογο βέβαιη για την ορθότητα των επιχειρημάτων της με σκοπό την αποκλιμάκωση της έντασης. Η έντονη διπλωματική δραστηριότητα της το τελευταίο διάστημα την κατέστησε ισχυρό παίκτη στην ανατολική Μεσόγειο. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του τωρινού και των προηγούμενων γύρων διαπραγματεύσεων.
Ο σκοπός της ύφεσης φαίνεται ότι προσώρας έχει επιτευχθεί γεγονός που επισφραγίστηκε από την υπογραφή μεταξύ των αντιπροσωπειών 15 συμφωνιών όπως επίσης και η υπογραφή του Συμφώνου των Αθηνών.
Ιδιαιτέρως, σε ό,τι αφορά στο Σύμφωνο των Αθηνών, είναι μία διαφοροποίηση σε σχέση με το παρελθόν καθώς ενώ δεν έχει νομική δεσμευτικότητα ορίζει ένα πλαίσιο διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών.
Η επιλογή της Αθήνας να στραφεί σε ζητήματα χαμηλής πολιτικής τα οποία ενδιαφέρουν και τις δύο χώρες αποτελεί μία ευφυή κίνηση καθώς αναγνωρίζει ότι με την διπλωματία μόνο μπορεί να επιτευχθεί μία κατ’αρχήν ηρεμία.
Εν κατακλείδι, είναι σαφές ότι δεν μπορεί να επιλυθούν τα κρίσιμα θέματα μεταξύ των δύο χωρών, είναι εφικτή όμως μία τελέσφορη προσπάθεια μείωσης της έντασης.
Ασφαλώς η διαδικασία επίλυσης των κρίσιμων θεμάτων είναι μία μακρόχρονη διαδικασία και μέχρι στιγμής είναι αμφίβολο αν η Τουρκία θελήσει να συζητήσει στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, είναι όπως ένα σημαντικό επεισόδιο στην σειρά των ελληνοτουρκικών σχέσεων γιατί η Ελλάδα με την διπλωματική της δυνατότητα και την αποτρεπτική της ισχύ επέτυχε να κάνει ένα μικρό αλλά σημαντικό βήμα.
Πρόσφατα σχόλια