Η ενδεχόμενη επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα στο πολιτικό προσκήνιο δεν αφορά απλώς ένα σε προσωπικό comeback· αντιπροσωπεύει δοκιμασία των ορίων της ηγεσίας, της ανθεκτικότητας των υπαρχόντων κομμάτων, και της δυνατότητας ανανέωσης του πολιτικού διαλόγου στην Ελλάδα, η οποία εδώ και χρόνια αντιμετωπίζει φαινόμενα προσωποπαγών σχηματισμών και πολιτικής πόλωσης. Το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο η νέα κίνηση θα μπορέσει να εκφράσει κοινωνικά στρώματα που σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να εκφράσει, και αν θα μεταβάλει τους όρους του κομματικού ανταγωνισμού στο πλαίσιο μιας ανανεωμένης κεντροαριστεράς.

Ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε το κόμμα που ο Τσίπρας μετέτρεψε από περιθωριακή δύναμη σε κυβερνητικό φορέα, αξιοποιώντας τη δυσαρέσκεια της κοινωνίας, τη νεανική κινητικότητα και την απογοήτευση από τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις. Η ηγεσία του συνδύαζε χαρισματικά στοιχεία, κυβερνητική εμπειρία και στρατηγική ευελιξία, γεγονός που επέτρεψε στο κόμμα να παραμείνει πολιτικά ισχυρό ακόμη και μετά από κρίσιμες και αμφιλεγόμενες αποφάσεις, όπως η συμφωνία του 2015. Η αποχώρηση του Τσίπρα ανέδειξε, όμως, τις αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ: κρίση ταυτότητας, περιορισμένη ικανότητα ανανέωσης, εσωτερικές αντιφάσεις και αδυναμία να εκφράσει νέες κοινωνικές συμμαχίες. Σε αυτό το πλαίσιο, η δημιουργία ενός νέου κόμματος θα λειτουργούσε ως έμμεση αλλά σαφής αποδοκιμασία της σημερινής κατάστασης του ΣΥΡΙΖΑ, αναδεικνύοντας την αδυναμία του να παράγει συνεκτική αντιπολίτευση και να προσελκύσει το σύνολο των προοδευτικών δυνάμεων.

Το νέο κόμμα θα τοποθετούνταν στον χώρο της κεντροαριστεράς, συνδυάζοντας αριστερό πρόσημο και κυβερνητική εμπειρία, με στόχο να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα σε ριζοσπαστική και μετριοπαθή προοδευτική πολιτική. Στρατηγικά, η νέα κίνηση θα επεδίωκε να: ανασυστήσει τον αντιδεξιό πόλο, προσελκύσει απογοητευμένους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ και τμήματα της μεσαίας τάξης, επαναπατρίσει ψηφοφόρους που εγκατέλειψαν τον ΣΥΡΙΖΑ και δημιουργήσει νέα κοινωνική βάση στους νέους και τους επισφαλείς εργαζόμενους. Η στρατηγική αυτή ενέχει, ωστόσο, το ενδεχόμενο αμφισημίας: η προσπάθεια ταυτόχρονα ριζοσπαστικής ρητορικής και κυβερνητικής σοβαρότητας μπορεί να επαναλάβει τα προβλήματα που οδήγησαν στην αποδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2015.

Οι συνέπειες για τον ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν άμεσες και υπαρξιακές. Η φυγή στελεχών και ψηφοφόρων προς το νέο κόμμα θα περιόριζε την εκλογική του απήχηση, ενδεχομένως κάτω από το 15–18%, μετατρέποντάς τον σε κόμμα δεύτερης γραμμής στον χώρο της αριστεράς και περιορίζοντας την δυνατότητα ανάληψης πρωταγωνιστικού ρόλου στον προοδευτικό χώρο. Η ενδεχόμενη διάσπαση θα μπορούσε να προκαλέσει εσωτερική κρίση ταυτότητας και αναγκαστική στρατηγική επανακαθορισμού.

Η Νέα Δημοκρατία, βραχυπρόθεσμα, θα ευνοείτο από τον κατακερματισμό της αντιπολίτευσης, αλλά μακροπρόθεσμα θα βρισκόταν αντιμέτωπη με έναν νέο, δυναμικό αντίπαλο που θα μπορούσε να επαναφέρει τον διπολισμό και να αναζωπυρώσει την αντιδεξιά προοδευτική πρόταση, δημιουργώντας ενδεχομένως έντονη πόλωση και ανάγκη πολιτικής προσαρμογής.

Το ΠΑΣΟΚ θα βρισκόταν σε δύσκολη θέση, καθώς το νέο κόμμα θα διεκδικούσε μεγάλο μέρος του εκλογικού χώρου της κεντροαριστεράς, περιορίζοντας την δυναμική του και ενδεχομένως επαναφέροντάς το σε δευτερεύοντα ρόλο στον προοδευτικό πόλο. Η αδυναμία του να αντισταθεί σε έναν χαρισματικό και δοκιμασμένο ηγέτη όπως ο Τσίπρας θα καθιστούσε πιθανή την απορρόφηση σημαντικού μέρους των ψηφοφόρων του από τον νέο φορέα.

Τα μικρότερα κόμματα της αριστεράς θα αντιμετώπιζαν τον νέο φορέα με καχυποψία, καθώς η πολιτική μνήμη των συμβιβασμών του 2015 περιορίζει πιθανές οργανικές συνεργασίες. Η νέα κίνηση θα λειτουργούσε περισσότερο ανταγωνιστικά, ενισχύοντας τον κατακερματισμό της αριστεράς παρά δημιουργώντας συνεκτικό σύμπλεγμα συνεργασιών.

Η θεμελιώδης πρόκληση για τον Τσίπρα δεν είναι η προσωπική επιστροφή, αλλά η ικανότητα να συγκροτήσει έναν θεσμικά συνεκτικό και κοινωνικά ριζωμένο φορέα. Η επιτυχία του εγχειρήματος θα εξαρτηθεί από το αν θα καταφέρει να δημιουργήσει ένα κόμμα που δεν θα περιορίζεται στη γοητεία του προσώπου του, αλλά θα διαθέτει σαφές προγραμματικό στίγμα, νέα στελέχη και πραγματικό κοινωνικό έρεισμα. Μόνον τότε η επιστροφή του θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο καμπής, αναδιαμορφώνοντας τις ισορροπίες στον πολιτικό χάρτη, ενισχύοντας την ποιότητα της δημοκρατικής αντιπαράθεσης και προσφέροντας μια ουσιαστική προοδευτική πρόταση που σήμερα δεν εκφράζεται από κανέναν υπάρχοντα φορέα. Αν δεν το καταφέρει, η κίνηση θα περιοριστεί σε ένα προσωποπαγές εγχείρημα, που θα επιβεβαιώσει την αδυναμία του ελληνικού πολιτικού συστήματος να ανανεωθεί πραγματικά, με τις γνωστές παθογένειες των βραχύβιων και προσωποπαγών κομματικών σχηματισμών να παραμένουν κυρίαρχες.

Η τελική αξία της επιστροφής Τσίπρα, επομένως, θα κριθεί όχι από τη μνήμη του παρελθόντος ή τη δημοφιλία του προσώπου, αλλά από την ικανότητα του εγχειρήματος να δημιουργήσει νέο θεσμικό και κοινωνικό έρεισμα.