Η νομική διάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων αποτελεί θεμέλιο για την ελληνική στρατηγική και αποτρεπτική πολιτική. Η Ελλάδα εδράζςι τα επιχειρήματά της στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS 1982), στο διεθνές δημόσιο δίκαιο και στις διεθνείς συνθήκες που ορίζουν τη θαλάσσια κυριαρχία, τις Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες (ΑΟΖ) και τα δικαιώματα υφαλοκρηπίδας. Η Τουρκία, αντιθέτως, δεν έχει υπογράψει την UNCLOS και προβάλλει θεωρίες που αμφισβητούν πλήρως τα ελληνικά δικαιώματα, ιδίως σε περιοχές όπως το Καστελλόριζο και το Ανατολικό Αιγαίο. Η Ελλάδα, όμως, βασίζεται σε καθιερωμένη νομική πρακτική και διεθνή νομολογία, σύμφωνα με την οποία τα νησιά έχουν πλήρη δικαιώματα σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, ανεξαρτήτως γεωγραφικής εγγύτητας με άλλες χώρες.

Η Συνθήκη της Λωζάννης  και η Συνθήκη της Σεβίλλης διαμορφώνουν το ιστορικό και νομικό πλαίσιο, το οποίο επικυρώνεται από τη διεθνή νομολογία και τα όργανα επίλυσης διαφορών, όπως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ). Η Ελλάδα επιδιώκει την διεθνοποίηση των διαφορών, προβάλλοντας ότι οι διεκδικήσεις της Τουρκίας παραβιάζουν θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, όπως η αρχή της ειρηνικής επίλυσης διαφορών, η απαγόρευση απειλής ή χρήσης βίας και ο σεβασμός των κυριαρχικών δικαιωμάτων κρατών. Η νομική τεκμηρίωση των ελληνικών θέσεων βασίζεται επίσης στη νομολογία για τα νησιά, όπως στις υποθέσεις Νικαράγουας και Λιβύης-Μάλτας, οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι οι νησιωτικές περιοχές έχουν πλήρη δικαιώματα σε θαλάσσιους πόρους και οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας.

Η ελληνική στρατηγική αξιοποιεί πλήρως τις αρχές της διεθνούς νομιμότητας για να ενισχύσει τη θέση της σε διεθνή fora και οργανισμούς. Μέσω της προβολής των τουρκικών παραβιάσεων ως ζητήματα διεθνούς δικαίου, η Ελλάδα αποκτά πολιτικό και νομικό πλεονέκτημα, καθιστώντας τις μονομερείς ενέργειες της Τουρκίας αμφιλεγόμενες και διεθνώς κατακριτέες. Η Ελλάδα προωθεί τη νομολογία, τα διεθνή προηγούμενα και τις συνθήκες για να διασφαλίσει ότι οποιαδήποτε διαπραγμάτευση ή σύγκρουση θα βασίζεται σε θεμελιώδεις νομικές αρχές, προστατεύοντας έτσι τα κυριαρχικά της δικαιώματα.

Η στρατηγική προσέγγιση συνδέει το νομικό πλαίσιο με την αποτροπή: η στρατιωτική ισχύς της Ελλάδας, σε συνδυασμό με διεθνή νομική τεκμηρίωση, δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου η Τουρκία αναγνωρίζει ότι οποιαδήποτε μονομερής ενέργεια θα έχει σοβαρό πολιτικό, νομικό και διεθνές κόστος. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα επιδιώκει να ενσωματώσει τις διεθνείς οργανώσεις και τα διεθνή όργανα, όπως η ΕΕ και το ΝΑΤΟ, στην επίλυση διαφορών, εξασφαλίζοντας ότι η εφαρμογή του διεθνούς δικαίου δεν παραμένει θεωρητική αλλά μετατρέπεται σε εργαλείο πρακτικής πολιτικής.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η ελληνική οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο και τις συμφωνίες για τους αγωγούς ενέργειας, που ενισχύουν τη νομική και γεωπολιτική θέση της χώρας. Οι συμφωνίες αυτές αποτελούν πρότυπα διεθνούς πρακτικής, προβάλλοντας την Ελλάδα ως κράτος που ακολουθεί πιστά τις διεθνείς νόρμες, ενώ η Τουρκία εμφανίζεται αναθεωρητική και μονομερής. Η στρατηγική αυτή συνδυάζει νομική τεκμηρίωση, διπλωματική δράση και ενεργειακή στρατηγική, δημιουργώντας ένα ολοκληρωμένο πλέγμα που ενισχύει την αποτροπή και την ισχυρή παρουσία της Ελλάδας στην περιοχή.

Η Ελλάδα, μέσω του διεθνούς δικαίου, επιτυγχάνει να θέσει σαφή όρια στις τουρκικές διεκδικήσεις και να προβάλει τις ελληνικές θέσεις ως θεμελιωμένες, νόμιμες και διεθνώς αναγνωρισμένες. Η προβολή αυτή δεν περιορίζεται σε νομική επιχειρηματολογία αλλά ενισχύεται μέσω στρατηγικής επικοινωνίας και διεθνούς συνεργασίας, δημιουργώντας ένα πλέγμα πίεσης που καθιστά τις μονομερείς ενέργειες της Τουρκίας επικίνδυνες και διεθνώς απαράδεκτες. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα διατηρεί πλήρη ικανότητα για άμυνα και αποτροπή, διασφαλίζοντας ότι η διεθνής νομιμότητα συνοδεύεται από πρακτική ισχύ.

Συμπερασματικά, η νομική τεκμηρίωση των ελληνικών θέσεων στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής στρατηγικής απέναντι στην Τουρκία. Η Ελλάδα συνδυάζει ισχυρή νομική βάση, στρατιωτική ισχύ, διπλωματική δραστηριότητα και διεθνή συνεργασία, δημιουργώντας ένα πλήρως συνεκτικό σύστημα αποτροπής και προστασίας κυριαρχικών δικαιωμάτων. Η τήρηση και η προβολή των αρχών του διεθνούς δικαίου ενισχύουν την περιφερειακή σταθερότητα, προστατεύουν τους ενεργειακούς και θαλάσσιους πόρους και διασφαλίζουν ότι η Ελλάδα παραμένει ισχυρός δρών στην Ανατολική Μεσόγειο