Η ελληνική νεολαία ζει ανάμεσα σε δύο αντιφατικούς κόσμους: την υπερπληροφόρηση και την αδυναμία νοήματος. Είναι η πρώτη γενιά που έχει πρόσβαση σε κάθε είδους πολιτική γνώση, αλλά δεν εμπιστεύεται κανέναν θεσμό που τη διαχειρίζεται. Είναι επίσης η πρώτη γενιά που μεγάλωσε σε συνθήκες πολλαπλής κρίσης: οικονομική, υγειονομική, περιβαλλοντική, θεσμική. Σε αυτή τη διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η αποχή δεν είναι αδιαφορία — είναι πολιτική στάση. Η σιωπή, η ειρωνεία, η ψηφιακή αποστασιοποίηση και η άρνηση συμμετοχής στα παραδοσιακά σχήματα είναι μορφές αντίστασης απέναντι σε ένα σύστημα που θεωρείται απαξιωμένο και ανίκανο να εκφράσει πραγματικά αιτήματα.

Η αποπολιτικοποίηση δεν σημαίνει ότι οι νέοι δεν ενδιαφέρονται για τα κοινά· σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους μέσα στο υπάρχον πολιτικό λεξιλόγιο. Τα κόμματα, οι θεσμοί και οι ιδεολογίες της μεταπολίτευσης μιλούν μια γλώσσα που δεν ανταποκρίνεται στην εμπειρία τους. Οι νέοι δεν ζητούν επαναστάσεις, αλλά συνέπεια· δεν πιστεύουν σε «μεγάλες αφηγήσεις», αλλά σε μικρές, βιωματικές αλλαγές. Το πολιτικό για αυτούς έχει μεταφερθεί από το κοινοβούλιο στο σώμα, στο περιβάλλον, στην τεχνολογία, στις κοινότητες αλληλεγγύης. Η δράση δεν περνάει πια από τις κάλπες, αλλά από τα κοινωνικά δίκτυα, τις πρωτοβουλίες για το φύλο, το κλίμα ή τα δικαιώματα. Πρόκειται για μια «άτυπη πολιτικοποίηση» που δεν χωρά στις παραδοσιακές μορφές αντιπροσώπευσης.

Η αποπολιτικοποίηση της νεολαίας έχει όμως και κοινωνικές ρίζες. Η ανεργία, η επισφάλεια, η μετανάστευση, η έλλειψη προοπτικής δημιουργούν ένα μόνιμο υπόστρωμα απογοήτευσης. Η γενιά που ενηλικιώθηκε μετά το 2010 βίωσε το τέλος της κοινωνικής κινητικότητας: εργάζεται περισσότερο, πληρώνεται λιγότερο, ζει με μεγαλύτερη ανασφάλεια από τους γονείς της. Ο πολιτικός ρεαλισμός μοιάζει γι’ αυτήν με κυνισμό. Όταν κάθε προσδοκία συλλογικής βελτίωσης καταρρέει, η επιλογή της ατομικής αποχής γίνεται μορφή αξιοπρέπειας. Η σιωπή λειτουργεί τότε ως «αρνητικό μήνυμα»: μια μορφή αντίστασης που δεν ζητά τίποτα, αλλά δηλώνει ότι δεν πιστεύει πια.

Αυτή η στάση έχει σοβαρές συνέπειες για τη δημοκρατία. Η πολιτική συμμετοχή είναι το οξυγόνο των θεσμών· χωρίς αυτήν, η δημοκρατία μετατρέπεται σε διοικητική ρουτίνα. Όταν οι νέοι αποσύρονται, το πολιτικό πεδίο γεμίζει από ηλικιωμένα, κομματικοποιημένα ακροατήρια που αναπαράγουν την καθεστηκυία τάξη. Η αποπολιτικοποίηση της νεολαίας δεν είναι μόνο κοινωνικό φαινόμενο — είναι στρατηγική ήττα του δημοκρατικού κράτους, που απέτυχε να εμπνεύσει. Αν οι νέοι δεν πιστεύουν ότι η ψήφος ή η συμμετοχή τους έχει νόημα, τότε το πολιτικό σύστημα έχει ήδη χάσει το μέλλον του.

Ωστόσο, κάτω από αυτή τη σιωπή υπάρχει δυναμική. Η νεολαία δεν έχει πάψει να παράγει πολιτική κουλτούρα· απλώς την εκφράζει διαφορετικά. Οι νέοι δημιουργοί, οι ανεξάρτητες καλλιτεχνικές κοινότητες, τα κινήματα για το περιβάλλον και τα δικαιώματα συγκροτούν νέες μορφές δημόσιου λόγου, πιο αυθόρμητες και λιγότερο θεσμικές. Η πολιτική μετατοπίζεται από την εξουσία στο βίωμα. Το πρόβλημα είναι ότι το σύστημα δεν γνωρίζει πώς να συνομιλήσει με αυτήν τη νέα πολιτική γλώσσα. Όσο η πολιτική παραμένει εγκλωβισμένη σε ρητορικές της δεκαετίας του ’80, η απόσταση με τους νέους θα μεγαλώνει.

Η σιωπή της νεολαίας δεν πρέπει να παρερμηνεύεται ως αδράνεια, αλλά να κατανοείται ως μήνυμα: «δεν σας εμπιστευόμαστε». Το καθήκον της πολιτικής είναι να μεταφράσει αυτή τη σιωπή σε συμμετοχή, όχι να την περιφρονήσει. Αυτό απαιτεί παιδεία δημοκρατίας, ουσιαστική αντιπροσώπευση και νέες μορφές συμμετοχής που να ταιριάζουν στην εποχή της ψηφιακής ταχύτητας και της υπαρξιακής αβεβαιότητας. Αν η πολιτική δεν προσαρμοστεί, η αποπολιτικοποίηση θα γίνει η μόνιμη ιδεολογία της νέας γενιάς.