Η ένταση των γεωπολιτικών απειλών, οι δομικές αλλαγές στο διεθνές σύστημα και η αυξανόμενη αβεβαιότητα της διατλαντικής σχέσης έχουν καταστήσει σαφές ότι η ΕΕ δεν μπορεί να βασίζεται μονομερώς στις Ηνωμένες Πολιτείες για τη ασφάλειά της. Η στρατηγική αυτονομία αποτελεί αλλά πρακτικό στόχο με συγκεκριμένες πολιτικές και θεσμικές απαιτήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, αναδεικνύεται ως κρίσιμο ζήτημα ο χαρακτήρας, η ταυτότητα και τα όρια συμμετοχής στην υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας. Η περίπτωση της Τουρκίας, συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός δρώντα του οποίου η ένταξη σε ευρωπαϊκά αμυντικά σχήματα δημιουργεί πολλαπλής υφής προβληματισμούς.

Η εξωτερική της πολιτική χαρακτηρίζεται από αναθεωρητισμό και τάσεις περιφερειακής ηγεμονίας. Παρεμβάσεις σε τρίτες χώρες, εργαλειοποίηση μεταναστευτικών ροών, υπονόμευση κρατών-μελών της ΕΕ όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, στενές σχέσεις με τη Ρωσία και αγορά οπλικών συστημάτων εκτός του νατοϊκού πλαισίου καταδεικνύουν ότι η Τουρκία δεν λειτουργεί ως σύμμαχος, αλλά ως ανεξάρτητος και ανταγωνιστικός δρών. Η ασυμβατότητα αυτή είναι εμφανής όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικής βούλησης, αλλά και στη στρατηγική κουλτούρα και τις θεμελιώδεις αξίες.

Κοινή άμυνα. προϋποθέτει  συναντίληψη απειλών, κοινό στρατηγικό ορίζοντα και εσωτερική νομιμοποίηση. Οι θεσμοί ασφαλείας απαιτούν συνοχή, αμοιβαία εμπιστοσύνη και συμμετοχή κρατών που ενστερνίζονται το ίδιο πολιτικό και αξιακό πλαίσιο. Η Τουρκία, όχι μόνο δεν εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά το αμφισβητεί ενεργά.

Κάθε συμμαχία ή θεσμός που δεν εδράζεται σε πραγματική σύγκλιση συμφερόντων είναι εγγενώς ασταθής. Η στρατηγική της Τουρκίας καθορίζεται από την επιδίωξη επιρροής και κυριαρχίας σε κρίσιμες γεωγραφικές ζώνες, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Μεσογείου.Η συμπερίληψή της στην ευρωπαϊκή αμυντική αρχιτεκτονική θα σήμαινε ενσωμάτωση ενός αναθεωρητικού δρώντα στο εσωτερικό ενός θεσμού που στοχεύει ακριβώς στην αντιμετώπιση αυτής της απειλής. Αφ’ης στιγμής η Ευρώπη επιδιώκει την ενίσχυση της ασφάλειας και της στρατηγικής της αυτονομίας, δεν μπορεί να αποδεχτεί την παρουσία ενός τέτοιου κράτους εντός των θεσμικών της μηχανισμών.

Η συμμετοχή πρέπει να βασίζεται σε κριτήρια αξιοπιστίας, στρατηγικής συνέπειας και συμβατότητας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Η Τουρκία δεν πληροί κανένα από αυτά τα κριτήρια. Όχι μόνο λειτουργεί ως εξωτερικός αποσταθεροποιητικός παράγοντας, αλλά και χρησιμοποιεί τη θεσμική της θέση στο ΝΑΤΟ για να εμποδίζει τη συνεργασία της Συμμαχίας με την ΕΕ, εξυπηρετώντας τακτικιστικά δικά της συμφέροντα. Η συνέχιση αυτής της κατάστασης στο ευρωπαϊκό πλαίσιο θα καθιστούσε τη στρατηγική αυτονομία κενή περιεχομένου.

. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ανάγκη από εταίρους που μοιράζονται κοινά συμφέροντα, αξίες και αντιλήψεις απειλής – όχι από δρώντες που εργαλειοποιούν τη συμμετοχή τους σε θεσμούς για να ενισχύσουν την εθνική τους ισχύ εις βάρος των υπολοίπων. Αντί για τη συμμετοχή της Τουρκίας, η ΕΕ θα πρέπει να επενδύσει στη βαθύτερη ενσωμάτωση των κρατών-μελών της, στην ενίσχυση της διαλειτουργικότητας και στην ανάπτυξη κοινής στρατηγικής κουλτούρας. Μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει μια Ευρωπαϊκή Άμυνα με επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα, θεσμική συνοχή και γεωπολιτική αξιοπιστία.