Η χώρα μας καλείται να διαχειριστεί ένα πλέγμα σύνθετων προκλήσεων σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον. Καθώς γειτνιάζει με εστίες συγκρούσεων όπως η Μέση Ανατολή, καθίσταται αναπόσπαστο μέρος των περιφερειακών εξελίξεων. Επίσης, οι διακυμάνσεις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η όξυνση του μεταναστευτικού και οι ενεργειακοί ανταγωνισμοί στην Ανατολική Μεσόγειο διαμορφώνουν ένα περίπλοκο στρατηγικό τοπίο.

Μία από τις κυριότερες προκλήσεις παραμένει η διαρκής ένταση με την Τουρκία, η οποία εκδηλώνεται μέσω της αμφισβήτησης της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι τουρκικές διεκδικήσεις, οι παραβιάσεις του εναέριου χώρου και η επιθετική ρητορική της Άγκυρας δοκιμάζουν τις δυνατότητες ειρηνικής συνύπαρξης και ομαλών διμερών σχέσεων.

Το σύμπλεγμα διαφορών και συγκρούσεων που χαρακτηρίζει τις σχέσεις Αθήνας και Άγκυρας επηρεάζει όχι μόνο το διμερές πλαίσιο συνεργασίας αλλά και τον ευρύτερο ρόλο της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο, στα Βαλκάνια και στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ.

Η Τουρκία, επιδιώκει να αναδιαμορφώσει τις ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο, προβάλλοντας ανεδαφικές, αναθεωρητικές θέσεις όπως το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» αμφισβητώντας τη  διεθνή νομιμότητα. Η πολιτική αυτή συνοδεύεται από συστηματική παραβίαση του ελληνικού εναέριου χώρου, παρεμβατική στάση στο Κυπριακό και απειλές χρήσης βίας, οι οποίες παραβιάζουν τον Χάρτη του ΟΗΕ.

Η αδυναμία εύρεσης αποδεκτού πλαισίου επίλυσης διαφορών, σε συνδυασμό με την άρνηση της Άγκυρας να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, υπονομεύει τις προοπτικές επίλυσης μέσω διεθνούς δικαίου.

Προοπτικές και Δυνατότητες Πολιτικής Αντιμετώπισης

Η Ελλάδα, στοχεύοντας στη διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων και της σταθερότητας, πρέπει να ακολουθήσει μια πολυεπίπεδη στρατηγική που να συνδυάζει αποτροπή, διπλωματία και διεθνοποίηση των τουρκικών παραβιάσεων. Ορισμένες βασικές κατευθύνσεις είναι οι εξής:

  1. Ενίσχυση της Αποτρεπτικής Ικανότητας
    Η στρατηγική ισορροπίας με την Τουρκία απαιτεί έναν σύγχρονο, αποτελεσματικό και τεχνολογικά προηγμένο αμυντικό μηχανισμό. Η πρόσφατη αμυντική συνεργασία με τη Γαλλία και οι συμφωνίες εξοπλιστικών προγραμμάτων αποτελούν σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, απαιτείται διαρκής εκσυγχρονισμός και ενίσχυση της επιχειρησιακής ετοιμότητας.
  2. Προσφυγή στη Χάγη και Καθορισμός Πλαισίου Διμερούς Διαλόγου
    Η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας –το μόνο ζήτημα που η Ελλάδα αναγνωρίζει ως διμερές– αποτελεί τη μόνη εφικτή νομική λύση. Ωστόσο, αυτή η επιλογή προϋποθέτει συμφωνία επί συνυποσχετικού με την Τουρκία ώστε να κατοχυρωθεί η εφαρμογή του Δικαίου της Θάλασσας.
  3. Διπλωματική Διεθνοποίηση του Ζητήματος
    Η εξωτερική πολιτική οφείλει να αναδεικνύει την ανεδαφικότητα και το βάθος της τουρκικής προκλητικότητας σε διεθνή fora όπως η ΕΕ, ο ΟΗΕ και το ΝΑΤΟ. Η στήριξη από χώρες-μέλη της ΕΕ και οι κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης του διεθνούς δικαίου πρέπει να ενταθούν. Αυτό, φυσικά, προϋποθέτει εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και δημιουργία συνεκτικής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής. Επιπλέον, η συνεργασία με κράτη-κλειδιά της Μεσογείου δημιουργεί πλέγματα ασφάλειας και περιορίζει την τουρκική επιρροή.
  4. Δημιουργία Καναλιών Επικοινωνίας και Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης
    Παρά τις εντάσεις, η διατήρηση ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας είναι απαραίτητη για την αποτροπή κρίσεων .Η επαναφορά Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), η ενίσχυση της τεχνικής διπλωματίας και η ανάπτυξη μηχανισμών άμεσης αποκλιμάκωσης μπορούν να συμβάλουν στην αποτροπή ενός θερμού επεισοδίου.

Σημαντική είναι επίσης η πρόκληση της ενεργειακής γεωπολιτικής. Η Ανατολική Μεσόγειος εξελίσσεται σε θέατρο ανταγωνισμών για την εκμετάλλευση κοιτασμάτων φυσικού αερίου, γεγονός που έχει αναδείξει την ανάγκη για πολυμερείς συνεργασίες και συμμαχίες. Η συμμετοχή της Ελλάδας σε σχήματα όπως το EastMed Gas Forum και η τριμερής συνεργασία με Κύπρο και Ισραήλ ενισχύει τη θέση της ως πυλώνα σταθερότητας, και ενεργό παίκτη στο διεθνές σύστημα.

Στο ευρωπαϊκό πεδίο, η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας εστιάζει στην ενίσχυση του ευρωπαϊκού κεκτημένου, στην αποτελεσματική διαχείριση του μεταναστευτικού και στην εμβάθυνση της κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της ΕΕ. Παράλληλα, επιδιώκει τη διεύρυνση της ΕΕ προς τα Δυτικά Βαλκάνια, με την Ελλάδα να διατηρεί καίριο ρόλο ως παράγοντας σταθερότητας στην περιοχή

Οι προοπτικές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητά της να λειτουργεί πολυεπίπεδα, συνδυάζοντας παραδοσιακά διπλωματικά εργαλεία με σύγχρονες στρατηγικές δημόσιας διπλωματίας και οικονομικής διείσδυσης. Η ενεργή συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς, και η προώθηση μιας θετικής εικόνας της χώρας διεθνώς συνιστούν κρίσιμους άξονες για τη διαμόρφωση μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής. Συμπερασματικά, η ελληνική εξωτερική πολιτική αντιμετωπίζει ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας αλλά και σημαντικών ευκαιριών. Η επιτυχής διαχείριση των γεωπολιτικών προκλήσεων απαιτεί συνέπεια, στρατηγική διορατικότητα και εθνική ενότητα. Η εμβάθυνση των ευρωπαϊκών δεσμών, η ενίσχυση της αμυντικής θωράκισης και η ανάπτυξη περιφερειακών συνεργειών συνιστούν τα βασικά εχέγγυα για τη διασφάλιση της διεθνούς θέσης της Ελλάδας στον 21ο αιώνα.

Η μελλοντική πορεία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εξαρτάται από την ικανότητα χάραξης μακροπρόθεσμης στρατηγικής που υπερβαίνει τις συγκυριακές πολιτικές εναλλαγές και εδράζεται σε σταθερές αρχές, ευέλικτη διπλωματία και θεσμική συνέχεια. Η ανάγκη αναπροσαρμογής της εξωτερικής πολιτικής κρίνεται επιτακτική τόσο λόγω των περιφερειακών ανακατατάξεων όσο και λόγω της ρευστότητας στο ευρύτερο διεθνές σύστημα. Στο πλαίσιο αυτό, μπορούν να προταθούν οι εξής κατευθυντήριες στρατηγικές:

1. Θεσμοθέτηση Εθνικής Στρατηγικής Εξωτερικής Πολιτικής

Η έλλειψη ενός δεσμευτικού, θεσμικά κατοχυρωμένου Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής με μακροχρόνιο ορίζοντα αποτελεί διαχρονική αδυναμία. Η σύσταση ενός τέτοιου οργάνου, με συμμετοχή επιστημονικών φορέων, διπλωματών και πολιτικών εκπροσώπων όλων των κομμάτων, θα διασφάλιζε τη συνέχεια και τη στρατηγική συνοχή της εξωτερικής πολιτικής. Παράλληλα, θα λειτουργούσε ως μηχανισμός εξωτερικής αξιολόγησης των δράσεων του Υπουργείου Εξωτερικών.

2. Επένδυση στη Δημόσια Διπλωματία και στην Ψηφιακή Επικοινωνία

Η ενίσχυση της διεθνούς εικόνας της Ελλάδας απαιτεί αναβαθμισμένη δημόσια διπλωματία. Η αξιοποίηση των ψηφιακών μέσων (digital diplomacy), της πολιτιστικής κληρονομιάς και της ελληνικής διασποράς μπορεί να ενισχύσει την επιρροή της χώρας, ειδικά σε κρίσιμα κέντρα αποφάσεων. Ειδικές καμπάνιες ενημέρωσης και προώθησης ελληνικών θέσεων, ιδιαίτερα στο ζήτημα των ελληνοτουρκικών διαφορών και της Ανατολικής Μεσογείου, είναι απαραίτητες.

3. Ενεργειακή Διπλωματία με Περιφερειακή Στόχευση

Η Ελλάδα οφείλει να συνεχίσει να παίζει ενεργό ρόλο στον ενεργειακό σχεδιασμό της περιοχής, επιδιώκοντας τη διαφοροποίηση πηγών και διαδρομών ενέργειας μέσω συνεργασιών με χώρες όπως η Αίγυπτος, το Ισραήλ και η Ιταλία. Παράλληλα, θα πρέπει να αξιοποιήσει την ΕΕ ως μοχλό πίεσης για την προώθηση κοινών ενεργειακών υποδομών, ενώ απαιτείται επαναξιολόγηση της βιωσιμότητας έργων όπως ο αγωγός EastMed, υπό το πρίσμα της πράσινης μετάβασης.

4. Διπλωματική Ανασυγκρότηση των Βαλκανικών Πολιτικών

Η διεύρυνση της ΕΕ προς τα Δυτικά Βαλκάνια αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα. Η Ελλάδα οφείλει να λειτουργήσει ως γέφυρα μεταξύ Βρυξελλών και υποψήφιων κρατών, αναλαμβάνοντας ηγετικό ρόλο στην ενίσχυση των θεσμικών μεταρρυθμίσεων, της ειρήνης και της οικονομικής ανάπτυξης στην περιοχή.

5. Εμβάθυνση της Αμυντικής Διπλωματίας και της Πολυμερούς Συνεργασίας

Η ελληνογαλλική και η ελληνοαμερικανική στρατηγική συνεργασία πρέπει να αξιοποιηθούν περαιτέρω με σκοπό τη δημιουργία αποτρεπτικού πλέγματος ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο. Παράλληλα, η ενίσχυση της συμμετοχής της Ελλάδας σε σχήματα πολυμερούς συνεργασίας, όπως η PESCO ή ο ΟΗΕ, προάγει τον ρόλο της χώρας ως υπεύθυνου διεθνούς δρώντα και ενισχύει την επιρροή της στoυς διεθνείς και υπερεθνικούς οργανισμούς.

Η εξωτερική πολιτική μας οφείλει να είναι δυναμική και ενεργητική. Η μετάβαση από την αντίδραση στην πρόληψη, από την παθητική παρακολούθηση στην ενεργή διαμόρφωση του διεθνούς πλαισίου, αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την προστασία των εθνικών συμφερόντων. Η ενίσχυση της θεσμικής συνέχειας, η επένδυση στη γνώση και η εμβάθυνση των στρατηγικών συμμαχιών συνιστούν το απαραίτητο τρίπτυχο για μια δυναμική, πολυδιάστατη και αποτελεσματική εξωτερική πολιτική στον 21ο αιώνα.